Βιώσιμη Ανάπτυξη και Ενεργειακός Προγραμματισμός: Αναγκαίο ένα Εθνικό Δημοκρατικό Ενεργειακό Σύστημα

Δρ. Ανδρέας Στοϊμενίδης, Πρόεδρος ΟΣΕΤΕΕ

Ο Δρ. Ανδρέας Στοϊμενίδης, Διπλ. Μηχανολόγος Μηχανικός,MSc και Πρόεδρος ΟΣΕΤΕΕ/ΣΤΥΕ αναλύει στο  Εργοληπτικόν Βήμα Νο_132  πώς ένα συνεκτικό σχέδιο ενέργειας μπορεί να διασφαλίσει την ενεργειακή επάρκεια, την «πράσινη» μετάβαση και την κοινωνική συνοχή.

Ο ενεργειακός σχεδιασμός, απαιτείται να καλύπτει ένα υποχρεωτικό πρόγραμμα δράσεων, χωρίς να εξαντλείται στην περιγραφή ενός γενικού πλαισίου, άνευ συγκεκριμένης στόχευσης και θέσεων. Απαιτείται να παρέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία με βάση τα οποία οι κοινωνικοί εταίροι θα μπορέσουν να συζητήσουν και να συγκλίνουν στους μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους ενεργειακούς στόχους. Παράλληλα, οφείλει να παρέχει στους υποψήφιους επενδυτές τη βασική και αναγκαία πληροφόρηση, ώστε να κατευθύνουν τις επενδύσεις τους σε συγκεκριμένους ενεργειακούς τομείς και τεχνολογίες). Συνεπώς, ο Εθνικός Ε.Σ. οφείλει να περιλαμβάνει ποσοτικά στοιχεία αναφορικά με τις στρατηγικές ενεργειακές επιλογές και να είναι συγκεκριμένος σχετικά με τους στόχους των στρατηγικών αυτών επιλογών και την κατανομή, ανά τομέα, του βάρους για την επίτευξη των εθνικών στόχων και δεσμεύσεων.

Ένα σχέδιο Ε.Ε.Σ πρέπει, επομένως, να αποτελεί βασικό εργαλείο καθοδήγησης του ενεργειακού χάρτη της χώρας που θα συνθέτει και θα προωθεί αποτελεσματικά τη διασφάλιση της απαιτούμενης ενέργειας στη χώρα. Θα πρέπει να έχει συγκεκριμένη στόχευση και διαρκή σενάρια υλοποίησης των στόχων, με συνεχή ενημέρωση και επικαιροποίηση των δεδομένων στον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη. Επιπλέον, θα πρέπει να παρουσιάζονται και να επικαιροποιούνται όλα τα αποθέματα των ενεργειακών πόρων της χώρας, αλλά και οι εξελίξεις στον ενεργειακό χάρτη των χωρών εκείνων με τις οποίες η χώρα διαθέτει ή θα έπρεπε να διαθέτει διασύνδεση.

Η εξοικονόμηση ενέργειας και η παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ πρέπει να αποτελούν βασικές στοχεύσεις ενός ολοκληρωμένου εθνικού ενεργειακού σχεδίου μέσα από εξειδικευμένες, στοχευμένες και μετρήσιμες δράσεις που θα αφορούν σε:

  • Εξοικονόμηση ενέργειας στην καθημερινή πρακτική.
  • Ενεργειακό σχεδιασμό κατοικιών ανάλογα με τη χρήση τους (κύριες ή εξοχικές) αλλά και την χωροθέτησή τους.
  • Ενεργειακό σχεδιασμό όλων των παραγωγικών εγκαταστάσεων σε όλους τους οικονομικούς τομείς (πρωτογενής– δευτερογενής– τριτογενής) και σε όλες τις βαθμίδες και μεγέθη της βιομηχανίας (βαριά– μεταποιητική– τουριστική) με προτεραιότητα στην παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ.
  • Ενεργειακό σχεδιασμό στον τομέα των μεταφορών.

Τα παραπάνω πρέπει να είναι ποσοτικοποιημένα, να παρακολουθούνται ως προς την εφαρμογή και την απόδοση τους και να ανασχεδιάζονται στοχευμένα για ακόμη καλύτερα αποτελέσματα. Ο ρόλος της πολιτείας δεν θα πρέπει να εξαντλείται απλά στον προσδιορισμό μιας γενικής πολιτικής και στην κατεύθυνση να αναλαμβάνουν οι επιχειρήσεις τις επενδυτικές αποφάσεις. Η πολιτεία οφείλει καταρχήν να έχει την ευθύνη της χάραξης μίας συγκροτημένης, διαχρονικά συνεπούς και ξεκάθαρης εθνικής ενεργειακής στρατηγικής με σαφείς και κατά το δυνατόν μετρήσιμους κοινωνικοοικονομικούς, περιβαλλοντικούς, αναπτυξιακούς, ενεργειακούς στόχους, για την εκπλήρωση των οποίων θα παρεμβαίνει με τις κατάλληλες δράσεις.  Στο πλαίσιο αυτό, κρίνεται αναγκαία η σύνδεση του ενεργειακού σχεδιασμού με ένα δίκτυο συνεχούς καταγραφής, παρακολούθησης, επικαιροποίησης των ενεργειακών πόρων της χώρας που θα αφορά:

  • Στην εξέλιξη των εγχώριων αποθεμάτων (στερεών καυσίμων, υδάτινων πόρων, βιοκαυσίμων).
  • Στην εξέλιξη της διαθεσιμότητας των εισαγόμενων ενεργειακών πόρων (στερεών καυσίμων, πετρελαίου, φυσικού αερίου), στην οριοθέτηση μέσα από μελέτες των περιοχών ανάπτυξης ΑΠΕ και στη συνεχή παρακολούθηση της συμμετοχής όλων των μορφών ΑΠΕ.
  • Στην εξέλιξη της πραγματικής τιμής των καυσίμων αλλά και της  ονομαστικής  τιμής των κοινωνικών και  περιβαλλοντικών επιπτώσεων ανά μονάδα καυσίμου.

Η παρακολούθηση και επικαιροποίηση των ενεργειακών πόρων της χώρας αποτελεί απαραίτητο εργαλείο στη χάραξη των στρατηγικών επιλογών της στον τομέα της ενέργειας. Οι στρατηγικές αυτές επιλογές, που απαιτείται  να συμβαδίζουν με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική, την πολιτική του περιβάλλοντος και τις διεθνείς συμβάσεις, θα πρέπει να υποστηρίζονται αποτελεσματικά από μία σειρά μέτρα και αρχές όπως:

  • Τα προγράμματα περιφερειακής ανάπτυξης (πολιτικές-μέτρα-πόροι) και τα προγράμματα έρευνας, ανάπτυξης και αξιοποίησης των εγχώριων ενεργειακών πρώτων υλών.
  • Τον χωροταξικό σχεδιασμό και την περιβαλλοντική νομοθεσία.
  • Τη φορολογία.
  • Τη διασφάλιση πραγματικής ανεξαρτησίας Διαχειριστών και Ρυθμιστικών Αρχών.
  • Την ισότιμη θεσμική και διοικητική μεταχείριση των ενεργειακών φορέων
  • Την εξάλειψη της ενεργειακής φτώχειας των πολιτών σε ένα περιβάλλον ενεργειακής Δημοκρατία

Κρίσιμος, επίσης, θα πρέπει να είναι ο ρόλος της πολιτείας στην έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωση των πολιτών, όσον αφορά στους στόχους της εθνικής ενεργειακής πολιτικής, τις συναφείς διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας, τις συγκεκριμένες επιλογές, τις χρονικές και ποσοτικές προτεραιότητες, τα κίνητρα και τα αντισταθμιστικά οφέλη για την ένταξη των διαφόρων ενεργειακών μορφών στο εθνικό ενεργειακό σύστημα, ιδιαίτερα σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Στο πλαίσιο ενός ολοκληρωμένου ενεργειακού σχεδιασμού, η πολιτεία θα πρέπει να στηρίξει αποφασιστικά το ρόλο και το λειτουργικό χαρακτήρα της ενέργειας ως μοχλού περιφερειακής ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής, ιδιαίτερα σε φθίνουσες και απομονωμένες περιοχές  όπως είναι οι ορεινές περιοχές και τα απομονωμένα νησιά.

Τομείς, στους οποίους επίσης, σημαντικός πρέπει να είναι ο ρόλος και η παρέμβαση της πολιτείας είναι:

  • Η ανάπτυξη των τοπικών ενεργειακών υποδομών (αγωγοί, δίκτυα, μεταφορές, αποθηκευτικοί χώροι, κλπ.), καθώς και των διασυνδέσεών τους με το Εθνικό Σύστημα, ώστε να διασφαλίζεται ικανοποιητική και αδιάλειπτη προσβασιμότητα και διαθεσιμότητα των τελικών ενεργειακών προϊόντων, σε εύλογο κόστος.
  • Η κατά προτεραιότητα ανάπτυξη των τοπικών ενεργειακών πηγών (δυναμικό εξοικονόμησης, αιολικό και ηλιακό δυναμικό, γεωθερμία, βιομάζα, απορρίμματα, κλπ.), με έμφαση στην τοπική απασχόληση και τα πολλαπλασιαστικά οφέλη για τις τοπικές κοινωνίες.
  • Η αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας πρέπει να αποτελεί τμήμα του μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού.

Με δεδομένο ότι οι διακυμάνσεις των τιμών των καυσίμων αλλά και η σταδιακή ενσωμάτωση του κόστους ρύπανσης στις ενεργειακές τιμές, αλλά ιδιαίτερα οι γεωπολιτικές εξελίξεις, έχουν οδηγήσει αναπόφευκτα σε τεράστιες αυξήσεις των τιμολογίων η πραγματική πρόκληση αφορά στην προστασία των οικονομικά ασθενέστερων από την αύξηση των τιμών των ενεργειακών προϊόντων. Στην κατεύθυνση αυτή, πρέπει να τονιστεί η σχέση της εξοικονόμησης και ορθολογικής χρήσης της ενέργειας με την έννοια της κοινωνικής συνοχής και της ενεργειακής φτώχειας.

Τα οικονομικά ασθενέστερα τμήματα του πληθυσμού δεν διαθέτουν τους οικονομικούς πόρους που θα τους επέτρεπαν να προβούν σε επιλογές εξοικονόμησης ενέργειας όπως είναι η μόνωση των κατοικιών και η χρήση ηλεκτρικών συσκευών υψηλής αποδοτικότητας, ούτε πληροφόρηση και πρόσβαση για τη συμμετοχή τους σε σχετικά προγράμματα, με αποτέλεσμα ολοένα και περισσότεροι πολίτες να υποπίπτουν σε συνθήκες ενεργειακής φτώχειας. Ως εκ τούτου, οι πολίτες που είναι πιο ευάλωτοι και αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο αυτό θα πρέπει να είναι οι πρώτοι αποδέκτες ουσιαστικών κινήτρων για εξοικονόμηση ενέργειας, ώστε πέρα των προφανών ενεργειακών ωφελειών, να μειωθεί μακροχρόνια το ενεργειακό τους κόστος.

Απαραίτητες είναι και οι νομοθετικές πρωτοβουλίες πραγματικής προστασίας του εισοδήματος των πολιτών και ιδιαίτερα των αδύναμων ομάδων του πληθυσμού.

Όσον αφορά στην πολιτική της προσβασιμότητας σε νέες ενεργειακές πηγές είναι, μία στρατηγική επιλογή στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της γεωπολιτικής θέσης της χώρας, της διαφοροποίησης των πηγών και της αύξησης της ασφάλειας του ενεργειακού της εφοδιασμού. Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερο ρόλο έχουν οι συμφωνίες κατασκευής δικτύων από άλλες χώρες οι οποίες πρέπει να συνοδεύονται από αντίστοιχες μακροχρόνιες διακρατικές συμφωνίες που θα αφορούν, πέραν των τελών διέλευσης, τις ποσότητες του μεταφερόμενου καυσίμου.

Στο θέμα της απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας,  θεμελιώδης προϋπόθεση για την εγκαθίδρυση πραγματικά απελευθερωμένων αγορών είναι η διασφάλιση, όχι μόνο θεσμικά, αλλά κυρίως στην πράξη, ισότιμου ανταγωνισμού μεταξύ όλων των συμμετεχόντων στην εγχώρια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, ιδιαίτερα όσον αφορά το θεσμικό και διοικητικό πλαίσιο δραστηριοποίησής τους.

Η ισότιμη μεταχείριση πρέπει να αφορά:

  • Στους χρόνους, στις απαιτήσεις και στην γενικότερη αντιμετώπιση που επιδεικνύουν οι δημόσιες αρχές που εμπλέκονται στην αδειοδοτική διαδικασία των σταθμών ηλεκτροπαραγωγής.
  • Στις αντίστοιχες διαδικασίες σχεδιασμού, εύλογης κοστολόγησης και έγκαιρης υλοποίησης από το Διαχειριστή του Συστήματος των αναγκαίων διασυνδέσεων των σταθμών ηλεκτροπαραγωγής με τα δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρισμού και αερίου.
  • Στις ουσιαστικές δυνατότητες ενεργοποίησης και επιτυχούς ολοκλήρωσης των διαδικασιών τυχόν απαιτούμενων απαλλοτριώσεων.
  • Η παραπάνω απαίτηση για την απελευθέρωση της εγχώριας αγοράς ενέργειας, προϋποθέτει και στηρίζεται καθοριστικά στη διασφάλιση πραγματικής ανεξαρτησίας για τους Διαχειριστές των Συστημάτων και για τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας. Οι συγκεκριμένες αρχές πρέπει να αποτελέσουν βασικούς φορείς παρακολούθησης και υποστήριξης της υλοποίησης του μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού.

Πρέπει να ληφθούν άμεσα δραστικά μέτρα για να προχωρήσει ο σχεδιασμός και η υλοποίηση των απαιτούμενων παρεμβάσεων, όπως:  

  • Η διασύνδεση των ηλεκτρικά αυτόνομων ελληνικών νησιών με το ηπειρωτικό σύστημα.
  • Η σημαντική αύξηση του αριθμού και της ισχύος των υφιστάμενων διασυνδέσεων του ελληνικού ηλεκτρικού συστήματος με το ευρωπαϊκό.
  • Η προώθηση και βελτιστοποίηση της εκμετάλλευσης, σε μεγάλη κλίμακα, οικονομικών συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας.
  • Η κατά προτεραιότητα στήριξη της εγκατάστασης νέων μονάδων συμβατικής ηλεκτροπαραγωγής, τα λειτουργικά χαρακτηριστικά των οποίων επιτρέπουν καλύτερη συνεργασία με μεγάλης κλίμακας παραγωγή ΑΠΕ, όπως είναι τα υδροηλεκτρικά, οι αεροστρόβιλοι, κ.α.

Η αύξηση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα θα πρέπει να καλυφθεί κυρίως από  μονάδες, που θα λειτουργούν με περιβαλλοντικά φιλικότερες μορφές ενέργειας, όπως είναι οι ΑΠΕ, το φυσικό αέριο και οι μονάδες στερεών καυσίμων με υψηλούς βαθμούς απόδοσης, καθώς και με την εφαρμογή γενικευμένων μέτρων εξοικονόμησης και ορθολογικής χρήσης της ενέργειας γενικότερα, και του ηλεκτρισμού ειδικότερα.

Κύρια προβλήματα και βασικοί ανασχετικοί παράγοντες στην προσπάθεια ανάπτυξης των ΑΠΕ ιδιαίτερα στη χώρα μας παραμένουν, παρά την βελτίωση που παρατηρήθηκε στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας:

  • Το θεσμικό, διοικητικό, αδειοδοτικό πλαίσιο υλοποίησης των έργων ΑΠΕ, που σε πολλά σημεία του παραμένει γραφειοκρατικό, κατακερματισμένο, ασαφές και αλληλοσυγκρουόμενο. Και ενώ οι δυσκολίες αντιμετωπίζονται με την πολιτική στήριξη των μεγάλων επενδύσεων, η διαλυτική λειτουργία των Διαχειριστών Ενέργειας και οι μεγάλες καθυστερήσεις στα έργα των μικρών οικιακών παραγωγών εμποδίζουν τους πολίτες να αποκτήσουν ρόλο παραγωγού καθιστώντας τους υποχρεωτικά καταναλωτές των μεγάλων προμηθευτών.
  • Η έλλειψη επαρκών ηλεκτρικών δικτύων για τη μεταφορά της ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ, ιδιαίτερα σε περιοχές της χώρας με υψηλό δυναμικό ΑΠΕ.
  • Η παντελής έλλειψη ουσιαστικής ενημέρωσης από την πολιτεία και τους αρμόδιους φορείς της προς τις τοπικές κοινωνίες, για τα πολλαπλά οφέλη που συνοδεύουν την ανάπτυξη των ΑΠΕ τόσο σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, όσο και κυρίως σε τοπικό.

Καθοριστικό ρόλο σε μία εθνική ενεργειακή πολιτική, πέρα ενός επαρκούς συστήματος διανομής, αποτελεί και η δημιουργία νέων μεγάλων μονάδων αποθήκευσης ενέργειας ώστε να αξιοποιείται κατά το μέγιστο δυνατό η παραγόμενη από ΑΠΕ, ενέργεια.

Συνοψίζοντας, ένα ολοκληρωμένο δίκτυο εσωτερικής διασύνδεσης και μεταφοράς ενέργειας, νέες μεγάλες μονάδες αποθήκευσης ενέργειας, η περαιτέρω ανάπτυξη των ΑΠΕ και νέων μορφών ενέργειας όπως είναι η παραγόμενη από Υδρογόνο κ.α.,με απόλυτο σεβασμό όμως στο φυσικό περιβάλλον, η αναζήτηση εναλλακτικών δικτύων συνεργασίας στο εξωτερικό για την ενεργειακή μας αυτονομία, η δυνατότητα αποκεντρωμένης παραγωγής σε επίπεδο ενεργειακών κοινοτήτων και οικιακών παραγωγών και η θεσμική, νομοθετική προστασία των αδύναμων κοινωνικών στρωμάτωναπό τις πολύ υψηλές τιμές και την κερδοσκοπία, θα μας καταστήσουν μία ισχυρή ενεργειακά χώρα με εσωτερική συνοχή και ενεργειακή Δημοκρατία.

πηγή:  Εργοληπτικόν Βήμα Νο_132  της ΠΕΣΕΔΕ

Ο ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΕΡΓΑ ΥΠΟΔΟΜΗΣ

Αυτά και άλλα πολλά άκρως ενδιαφέροντα στο περιοδικό της ΠΕΣΕΔΕ που κυκλοφορεί – ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ! Καλή ανάγνωση!

Διαβάστε επίσης

Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για λόγους επισκεψιμότητας και στατιστικών. Συνεχίζοντας την περιήγηση, αποδέχεστε τη χρήση αυτών των cookies Αποδοχή Περισσότερα