Μαρία Τσιομπάνου Πρόεδρος ΠΕΣΕΔΕ:«Απαιτείται Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο για να ΑΝΑΣΤΗΛΩΘΕΙ ο Κατασκευαστικός Κλάδος»

πηγή: Εργοληπτικόν βήμα Νο_115 της ΠΕΣΕΔΕ

Συνέντευξη της Προέδρου της ΠΕΣΕΔΕ κας Μαρία Τσιομπάνου, στον Βαγγέλη Μωυσή, Αρχισυντάκτη του περιοδικού Εργοληπτικόν βήμα

Βαγγέλης Μωυσής

Την πεποίθηση ότι ο κατασκευαστικός κλάδος, ως παραδοσιακό «θεμέλιο» ανάπτυξης όλων σχεδόν τον τομέων της οικονομίας, πρέπει να τύχει μιας προσέγγισης με στρατηγικό σχεδιασμό και στοχεύσεις, ώστε να βγει από μια μακρά ύφεση που τείνει να αποκτήσει… μόνιμο χαρακτήρα, εκπέμπει η νεοεκλεγείσα Πρόεδρος της ΠΕΣΕΔΕ κ. Μαρία Τσιομπάνου, στην πρώτη της συνέντευξη υπό τη νέα της ιδιότητα, στο «Εργοληπτικόν Βήμα».

κ. Τσιομπάνου εκλεχθήκατε πρόσφατα Πρόεδρος της ΠΕΣΕΔΕ, στην παλαιότερη και αντιπροσωπευτικότερη επαγγελματική οργάνωση επιχειρήσεων του κατασκευαστικού κλάδου, για μία δύσκολη τριετή θητεία –όπως είπατε- λόγω της «κόπωσης» και της «εξουθένωσης» του κλάδους σας μετά από μία δεκαετή περίοδο ύφεσης. Ποια είναι η σημερινή εικόνα του κατασκευαστικού κλάδου και ποιες είναι οι διαρθρωτικές και διορθωτικές μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν;

Ο κατασκευαστικός τομέας σημείωσε ταχεία ανάπτυξη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 μέχρι το 2007, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η δημιουργία σύγχρονων τεχνικών εταιρειών, μελετητικών γραφείων, εξειδικευμένου τεχνικού προσωπικού, τεχνογνωσίας και τεχνικού εξοπλισμού. Η ύφεση στον τομέα των κατασκευών, από το 2007 και μετά είναι βαθιά και κινδυνεύει να πάρει μόνιμα χαρακτηριστικά. Η περικοπή των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων, η έλλειψη ρευστότητας και τραπεζικής χρηματοδότησης, η υψηλότατες προσφερόμενες εκπτώσεις και η δραστική αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης άμεσης και έμμεσης – βλέπε ασφαλιστικές εισφορές – έχουν οδηγήσει τον τομέα των κατασκευών σε δεινή θέση.

Οι προσπάθειες της δημοσιονομικής προσαρμογής των τελευταίων ετών είχαν άμεση επίδραση στον κλάδο μας και μάλιστα δυσανάλογη με άλλους κλάδους. Πιο συγκεκριμένα, η σωρευτική μείωση της προστιθέμενης αξίας των Κατασκευών μεταξύ 2007 – 2017 έφτασε το 51% ενώ της απασχόλησης το 59%, ξεπερνώντας σε μεγάλο βαθμό τη μείωση που καταγράφεται στο σύνολο και στους υπόλοιπους τομείς της ελληνικής οικονομίας. Η δυναμικότητα του τομέα σε ανθρώπινους πόρους, κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και τεχνογνωσία, υπό τις υφιστάμενες συνθήκες, σταδιακά απαξιώνεται. Πολλές επιχειρήσεις, και όχι αποκλειστικά εργοληπτικές, είτε οδηγήθηκαν σε παύση της λειτουργίας τους είτε υπολειτουργούν.

Πρέπει άμεσα να συνταχθεί ένα εθνικό στρατηγικό σχέδιο για τον κατασκευαστικό κλάδο με μακροπρόσθεσμο αλλά και βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Ο τομέας των κατασκευών ανέκαθεν αποτελούσε έναν από τους κινητήριους μοχλούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, όπως εξάλλου ισχύει και διεθνώς. Εάν δε, συμπεριληφθεί σε αυτόν και οι συναφείς κλάδοι της βιομηχανίας, του εμπορίου και των επαγγελματικών υπηρεσιών, τότε αυξάνεται σημαντικά η συνεισφορά του στην διαμόρφωση του Α.Ε.Π. Πέρα όμως από την δυναμική του κατασκευαστικού κλάδου στη διαμόρφωση της Οικονομίας μίας χώρας, είναι εξίσου σημαντική η συμβολή του στη γενικότερη ανάπτυξη μίας χώρας και έχει να κάνει με τη συνεισφορά του στην υλοποίηση επενδυτικών έργων σε τομείς όπως ο Τουρισμός, η Βιομηχανία, η Αστική Ανάπτυξη και Ανάπλαση, ο Πολιτισμός κ.ά.

Τα δημόσια έργα ειδικότερα είναι έργα υποδομής μιας χώρας που καλύπτουν βασικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, συμβάλλουν στην ανάπτυξη των κύριων παραγωγικών δραστηριοτήτων, στην ασφάλεια της χώρας και γενικά αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών. Ένα άλλο εξίσου κρίσιμο ζήτημα που χρίζει ανάγκη άμεσης αντιμετώπισης είναι η εκτίναξη των γραφειοκρατικών διαδικασιών στην υλοποίηση μίας Δημόσιας Σύμβασης και κυρίως μίας Δημόσιας Σύμβασης Έργου. Οι χρόνοι υπογραφής μίας νέας Σύμβασης έχουν εκτιναχθεί στα υψηλότερα επίπεδα που έχουμε συναντήσει μέχρι σήμερα. Παρ΄ όλες τις εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις, όπως το ΕΣΗΔΗΣ, οι χρόνοι υπογραφής μίας σύμβασης είναι τραγικά μεγάλοι ο δε κυκεώνας των απαιτούμενων εγγράφων δεν έχει μειωθεί ούτε στο ελάχιστο. Η κατάσταση στους χρόνους υλοποίησης μίας σύμβασης και στην απαιτούμενη διακίνηση εγγράφων ακόμη χειρότερη.

Κακές έως ανύπαρκτες χρηματοδοτήσεις, μεγάλοι χρόνοι ολοκλήρωσης διοικητικών διαδικασιών, αλλεπάλληλο έλεγχοι, έντονος ο φόβος των ευθυνών από τις Αναθέτουσες Αρχές και των Επιβλεπουσών Υπηρεσιών που έχει ως αποτέλεσμα και πάλι την αύξηση των χρόνων. Το σημαντικότερο όμως όλων είναι ότι έχει χαθεί η «ουσία», δηλαδή η υλοποίηση της κατασκευής ενός έργου έντεχνα και σε λογικά χρονικά και οικονομικά πλαίσια. Αντ’ αυτού μία στρατιά ανθρώπων ασχολούνται κυρίως με διεκπεραίωση εγγράφων και αλλεπάλληλων ελέγχων με αμφισβητούμενο αποτέλεσμα.

Οι Δημόσιες Συμβάσεις σήμερα υλοποιούνται κάτω από ένα νέο θεσμικό πλαίσιο. Πόσο ικανοποιητικά υπηρετεί το σκοπό για τον οποίο διαμορφώθηκε και που εντοπίζονται ανάγκες ενδεχόμενης βελτίωσης;

Ο Ν4412/2016 σύντομα συμπληρώνει τρία χρόνια ισχύος. Ομοίως επί σχεδόν τρία χρόνια έχει υποστεί αλλεπάλληλες αλλαγές και τροποποιήσεις, προσφάτως δε μέσα σε ένα μόλις μήνα δύο, χωρίς ωστόσο να μπορεί ακόμη να θεωρηθεί ολοκληρωμένος. Το χειρότερο όμως δεν είναι οι ελλείψεις που παρουσιάζει το νέο θεσμικό πλαίσιο αλλά η μη αποτροπή αδιαφανών διαδικασιών και η μη υιοθέτηση και ενσωμάτωση σύγχρονων διαδικασιών στην υλοποίηση μίας σύμβασης. Πολύ πρόσφατα, μόλις πριν δύο μήνες όλοι μας καταλάβαμε ότι η διαδικασία της διαπραγμάτευσης αναβαθμίζεται με την πρόσφατη τροποποίηση του Νόμου στο νέο εργαλείο των αναθέσεων. Από την άλλη μεριά σειρά αλλαγών που περιμένει ο εργοληπτικός κόσμος ακόμη βρίσκονται επί του πιεστηρίου , βλέπε νέο Μητρώο ή ακόμη χειρότερα επικρατεί εκκωφαντική σιωπή βλέπε αίτηση θεραπείας.

Τρεις είναι οι βασικοί άξονες πάνω στους οποίους πρέπει να στηριχθούν οι όποιες παρεμβάσεις και μεταρρυθμίσεις ώστε να δούμε άμεσα εικόνα ανάκαμψης του κλάδου:

Η δραστική μείωση της φορολογίας

Η πρόσβαση των ελληνικών κατασκευαστικών επιχειρήσεων σε τραπεζική χρηματοδότηση με παρόμοιους όρους και κόστος των αντίστοιχων επιχειρήσεων της Ευρωζώνης

Η αύξηση του Επενδύσεων στον τομέα των υποδομών

Παρόλη την προσπάθεια εναρμόνισης της ελληνικής νομοθεσίας με τις ευρωπαϊκές οδηγίες, το θεσμικό πλαίσιο εξακολουθεί να μην αποτελεί ένα σύγχρονο εργαλείο, που φυσικά πρωτίστως θα προφυλάσσει το εθνικό συμφέρον αλλά ταυτόχρονα θα είναι ξεκάθαρο και θα προωθεί τις διαδικασίες υλοποίησης μίας Δημόσιας Σύμβασης. Οι στόχοι των νέων οδηγιών είναι οι«συμβάσεις» του Δημοσίου να διέπονται από κανόνες διαφάνειας, ισονομίας και υγιούς ανταγωνισμού, να εξελίξουν όλες τις εμπλεκόμενες διαδικασίες ώστε αυτές να γίνουν απλούστερες και αποτελεσματικότερες και τέλος το παραγόμενο «έργο» να επιτευχθεί με την καλύτερη σχέση ποιότητας – τιμής. Κανένας από τους παραπάνω στόχους δεν έχουν επιτευχθεί ούτε στο ελάχιστο αυτή τη στιγμή στην παραγωγή ενός Δημόσιου Έργου.

Στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα, στη δική μας πραγματικότητα, όπου έχουμε συμπληρώσει δέκα χρόνια οικονομικής κρίσης και πρωτοφανούς ύφεσης στον κλάδο των κατασκευών, ο εξοντωτικός πλέον ανταγωνισμός μεταξύ των οικονομικών φορέων έχει οδηγήσει το φαινόμενο των “ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών” να αποτελεί συνήθη καθημερινότητα και όχι εξαίρεση. Σε όλη την ελληνική επικράτεια οι συνάδελφοί μας, προκειμένου να εξασφαλίσουν εργασία, να διατηρήσουν την απασχόληση του προσωπικού τους και να διατηρήσουν την παρουσία τους στην αγορά υποβάλλουν προσφορές τόσο χαμηλού κόστους που εγείρουν αμφιβολίες για το τελικό αποτέλεσμα.

Αυτές δηλαδή τις προσφορές μπορεί κάποιος να τις αξιολογήσει ως “πολύ καλές για να είναι αληθινές” και να εκτιμήσει ότι θα έχουν ως αποτέλεσμα πολύ κακή σχέση ποιότητας / τιμής ή ακόμη ότι τα εν λόγω έργα δεν θα παραδοθούν καθόλου. Η Ένωσή μας έχει καταθέσει από το 2017 πρόταση αντιμετώπισης των πολύ υψηλών εκπτώσεων με χρήση αντικειμενικών κριτηρίων στον Υπουργό. Στην πρόταση αυτή ήδη από το 2017 η ΠΕΣΕΔΕ εξειδικεύει τους όρους χαρακτηρισμούς μίας οικονομικής προσφοράς ως ασυνήθιστα χαμηλής και προτείνει «αντικειμενικούς» τρόπους εκτίμησης παρεχόμενων εξηγήσεων (αιτιολόγηση) και διαπιστώνουμε με χαρά ότι αντικειμενική προσέγγιση του θέματος ζητάνε πλέον και άλλες εργοληπτικές οργανώσεις.

Σε όλα τα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί και το θέμα της Τεχνικής Επάρκειας των Αναθετουσών Αρχών, για το οποίο δεν έχει γίνει καμία απολύτως προσπάθεια αναβάθμισης. Ενώ οι απαιτήσεις του Κράτους για την επάρκεια σε ανθρώπινους πόρους, κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και τεχνογνωσία των ελληνικών επιχειρήσεων αυξάνεται συνεχώς δεν παρατηρείται η αντίστοιχη απαίτηση των δικών της Υπηρεσιών. Αυτό φυσικά έχει ως επακόλουθο τις γνωστές σε όλους μας δυσλειτουργίες και καθυστερήσεις.

Τι λείπει από τη «συνταγή» της ανάκαμψης και πως μπορούν να συμβάλλουν οι φορείς εκπροσώπησης του κλάδου, όπως η ΠΕΣΕΔΕ;

Θεωρητικά, τα τελευταία δέκα χρόνια όλοι οι Έλληνες Πολίτες, όλοι οι κλάδοι της οικονομίας και όχι μόνο ο δικός μας χώρος, προσπαθούμε να κατανοήσουμε τους λόγους και τις αιτίες της ελληνικής οικονομικής κρίσης και φυσικά να αλλάξουμε τα λανθασμένα, να προχωρήσουμε μπροστά. Αυτό όμως που αφουγκράζεται έντονα ο πολίτης είναι ότι η όποια προσπάθεια γίνεται πρόχειρα, ασύντακτα, σπασμωδικά. Μόνο μία θεαματική και καλά σχεδιασμένη αλλαγή μπορεί να μας βγάλει από την κρίση.

Στον δικό μας χώρο έχουν επικρατήσει συνθήκες άκρατου ανταγωνισμού σε όλη την Ελλάδα πάνω σε μία «πίτα» που ολοένα μικραίνει και μία κυβέρνηση που εδώ και καιρό έχει πάρει τη θέση του αδιάφορου παρατηρητή. Ουδείς μπορεί να κατανοήσει γιατί ένας κλάδος που παράγει θέσεις εργασίες και αποτελεί βασικός μοχλός ανάπτυξης μίας σύγχρονης χώρας αφήνεται σε μία κατηφορική καταστροφική πορεία.

Όλοι γνωρίζουμε τι μπορεί να κάνει ο υγιής ιδιωτικός τομέας όταν τον αφήνουν ή ακόμη καλύτερα τον υποστηρίζουν με συγκεκριμένο και στοχευμένο σχεδιασμό, να κάνει την δουλειά του με επαγγελματισμό και κανόνες: μόνο όφελος προσφέρει στο σύνολο της Κοινωνίας. Πόσο μάλλον όταν αναφερόμαστε σε έναν κλάδο που κατέχει σημαντική θέση στη δημιουργία του Α.Ε.Π. της Χώρας μας.

Στόχος της νέας Διοίκησης είναι να συμβάλει με κάθε τρόπο με ολοκληρωμένες προτάσεις για την ολοκλήρωση του νέου θεσμικού πλαισίου των Δημοσίων Συμβάσεων, τον εκσυγχρονισμό των διοικητικών διαδικασιών για την υλοποίηση μίας Σύμβασης και για το μεγαλύτερο πρόβλημα του Κατασκευαστικού Κλάδου την αντιμετώπιση των Ασυνήθιστα Χαμηλών Προσφορών.

Θέμα που «πονάει» αυτό των χαμηλών προσφορών, αλλά πρωτίστως απαιτεί νομοθετική παρέμβαση για την αντιμετώπισή του. Εντοπίζετε στους πολιτικούς κύκλους, ανεξαρτήτως κόμματος, στοιχεία «συναντίληψης» για τα βήματα που πρέπει να γίνουν στην κατεύθυνση της εξάλειψης του κινδύνου που δημιουργούν τέτοια φαινόμενα; Ή μόνοι τα λέτε, μόνοι τα ακούτε οι φορείς;

Νομίζω ότι πλέον όλοι οι εμπλεκόμενοι έχουν αντιληφθεί την κρισιμότητα του θέματος των πολύ υψηλών εκπτώσεων ή όπως χαρακτηρίζονται από τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες των Ασυνήθιστα Χαμηλών Προσφορών. Η καθιέρωση του φαινομένου των ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών έχει ήδη οδηγήσει στην στρέβλωση της αγοράς του χώρου μας. Η μείωση του αριθμού των εργοληπτικών επιχειρήσεων εκτιμάται ότι φτάνει το 40%. Από τις επιχειρήσεις που διατηρούν την παρουσία τους στο χώρο το μεγαλύτερο μέρος είτε δεν υποβάλλουν προσφορές είτε αδυνατούν να φτάσουν τα πολύ υψηλά ποσοστά εκπτώσεων.

Οι δε Ανάδοχες εργοληπτικές επιχειρήσεις καλούνται να υλοποιήσουν δημόσιες συμβάσεις με μηδενικά κέρδη ή ζημίες σε ένα πολύ δύσκολο επιχειρηματικό περιβάλλον. Λόγω της «ασθένειας» των ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών ο κλάδος υποφέρει από συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού και έχουν χαθεί οι έννοιες της επαγγελματικής δεοντολογίας και της συναδελφικότητας.

Η νομοθεσία, όπως έχει προσαρμοσθεί με το Ν4412/2016 στις Ευρωπαϊκές Οδηγίες, δεν ορίζει τι συνιστά μια προσφορά ως ασυνήθιστα χαμηλή ούτε παρέχει συγκεκριμένες μεθόδους για τον εντοπισμό τέτοιων προσφορών. Η νομοθεσία αναφέρει μόνο ότι μια αναθέτουσα αρχή θα πρέπει να απαιτεί εξηγήσεις από οικονομικούς φορείς που προτείνουν τιμές ή δαπάνες που «φαίνεται να είναι ασυνήθιστα χαμηλές σε σχέση με τα έργα, τις προμήθειες ή τις υπηρεσίες».

Στην πράξη, μπορούν να χρησιμοποιηθούν διάφορες μέθοδοι για τον προσδιορισμό των προσφορών που φαίνεται να είναι ασυνήθιστα χαμηλές: Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), μπορούν να εφαρμοστούν αριθμητικές μέθοδοι για τον εντοπισμό ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών, αλλά δεν επιτρέπεται να οδηγήσουν στον «αυτόματο» αποκλεισμό αυτών των προσφορών.

Το ΔΕΚ κατέστησε σαφές ότι μια αναθέτουσα αρχή που έλαβε προσφορά που υποψιάζεται ότι είναι ασυνήθιστα χαμηλή πρέπει να ζητήσει εξηγήσεις σχετικά με την προσφορά του σχετικού οικονομικού φορέα. Ο οικονομικός φορέας πρέπει να έχει την ευκαιρία να εξηγήσει γιατί ήταν σε θέση να υποβάλει μια τέτοια προσφορά και δεν μπορεί να αποκλειστεί αυτομάτως χωρίς να είχε την ευκαιρία να εξηγήσει την εν λόγω προσφορά..

Σε κάθε περίπτωση, μια αριθμητική μέθοδος θα πρέπει να εφαρμόζεται με προσοχή για διάφορους λόγους, όπως έχει επανειλημμένα επισημαίνει η ομοσπονδία μας με επιστολές της:
• Μια τέτοια μέθοδος μπορεί να είναι παραπλανητική σε περιπτώσεις που υποβλήθηκε πολύ μικρός αριθμός προσφορών.
• Η μέση τιμή των προσφορών που χρησιμοποιούνται ως σημείο αναφοράς μπορεί να επηρεαστεί από τις “υπερβάσεις”. Ο όρος αυτός αναφέρεται σε πολύ υψηλές προσφορές “ευγένειας”, στις οποίες ένας οικονομικός φορέας συμμετέχει σε διαδικασία σύναψης συμβάσεων με σκοπό να προσελκύσει την προσοχή της αναθέτουσας αρχής στην ύπαρξή του, αλλά δεν αναμένει να λάβει τη σύμβαση. Για το λόγο αυτό, η νομοθεσία σε ορισμένα κράτη μέλη αποκλείει τέτοιες υπερβάσεις από μια μέση αξιολόγηση τιμών.
• Μία σημαντικά χαμηλότερη τιμή μπορεί να είναι μια πραγματική και σωστή τιμή, όπου, για παράδειγμα, ορισμένοι οικονομικοί φορείς συνεννοήθηκαν σε ένα σύστημα εξειδικευμένων προσφορών και πρότειναν διογκωμένες τιμές, ενώ η προσφορά με σημαντικά χαμηλότερη τιμή έγινε από έναν πλειοδότη δεν συμμετέχουν στο εν λόγω καθεστώς.

Η πάγια πρόταση της ομοσπονδίας μας είναι ο αντικειμενικός προσδιορισμός του πραγματικού κόστους υλοποίησης μίας δημόσιας σύμβασης και η δημιουργία ενός συγκεκριμένου και επίσης αντικειμενικού πλαισίου της αιτιολόγησης της Α.Χ.Π. ενός οικονομικού φορέα.
Όλοι έχουμε αντιληφθεί ότι οι Αναθέτουσες Αρχές δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την «ασθένεια» των Α.Χ.Π. είτε από ατολμία είτε από ευθυνοφοβία είτε από αδιαφορία. Εξάλλου δεν είναι η πρώτη φορά που ο Κλάδος έρχεται αντιμέτωπος με αυτή την παθογένεια. Το παρελθόν μας έχει δείξει ότι οποιαδήποτε πρόχειρη και επιφανειακή μέθοδος αντιμετώπισης του φαινομένου των Α.Χ.Π. δεν αποτελεί λύση. Στη σημερινή δε κατάσταση του Κλάδου ούτε καν βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα δεν θα υπάρξουν με μία πρόχειρη προσέγγιση.

Είναι γεγονός ότι η λύση θα προκύψει μόνο με συντονισμένες προσπάθειες της πολιτείας και όλων των εμπλεκόμενων φορέων. Φυσικά τον πρωταγωνιστικό ρόλο έχει η Πολιτεία που παρ΄ όλες τις συγκροτήσεις ειδικών ομάδων εργασίας από το Υπουργείο, τρία χρόνια μετά την ψήφιση του Ν4412 ο εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου δεν έχει ολοκληρωθεί, ο δε διάλογος του Υπουργείου με τον εργοληπτικό κόσμο είναι σχεδόν ανύπαρκτος.

Γνωρίζουμε ότι το Υπουργείο έχει αναθέσει στο Ε.Μ.Π. τη διερεύνηση του φαινομένου και την σύνταξη πρότασης αντιμετώπισής του με αρκετά όμως μεγάλο χρονικό ορίζοντα. Αυτό που περιμένουμε όλοι μας είναι η επανέναρξη του διαλόγου και της συνεργασία μας για την αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου.

Υπάρχει καλό σενάριο και κακό σενάριο, για τον χρόνο που θα απαιτηθεί προκειμένου να αποκτήσει ο κατασκευαστικός κλάδος ξανά, μια αίσθηση «κανονικότητας»;

Όπως προανέφερα ο κατασκευαστικός κλάδος βρίσκεται σε ένα ιδιαίτερα κρίσιμο σημείο. Τα βήματα που πρέπει να γίνουν για να αλλάξει η εικόνα του κλάδου είναι λίγο πολύ γνωστά σε όλους μας. Είναι επίσης σαφές ότι τα τελευταία δέκα χρόνια συντελείται μία βασανιστικά αργή μεταβολή του Κλάδου μας. Σήμερα βρισκόμαστε στο σημείο εκείνο που θα καθορίσει εάν αυτή η μεταβολή θα οδηγήσει στην ακμή ή στην περαιτέρω παρακμή του Κλάδου. Για αυτό ακριβώς το λόγο πρέπει όλοι μας να συνδράμουμε με τα μέγιστα των δυνατοτήτων μας ώστε αυτή η μεταβολή να δώσει στον κλάδο μας σύγχρονα και βελτιωμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά αντάξια των δυνατοτήτων των ελληνικών εργοληπτικών επιχειρήσεων και του Ελλήνων Μηχανικών. Σε αυτή την προσπάθεια όχι μόνο δεν περισσεύει κανείς αλλά είναι απαιτητή η συνεργασία μας διότι στην αντίθετη περίπτωση θα γίνουμε θεατές της κατάρρευσής μας.

Νομίζω ότι η αίσθηση που έχουμε όλοι όσοι δραστηριοποιούμαστε σε αυτόν τον κλάδο είναι ότι θα πρέπει άμεσα να σταματήσει η εσωστρέφεια του κλάδου. Επιπρόσθετα τα τελευταία χρόνια η κρατική μηχανή κινούνταν σε απελπιστικά και αδικαιολόγητα αργούς ρυθμούς. Είναι επομένως στη διακριτική ευχέρεια της Πολιτείας να επιταχύνει άμεσα όλες τις διαδικασίες για την εφαρμογή προγραμμάτων που χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και να δώσει το σύνθημα για την επανεκκίνηση Π.Δ.Ε.

Εκτιμώ ότι ένας προσεκτικός σχεδιασμός, προγραμματισμός και χρηματοδότησης έργων υποδομής και ανάπλασης με παράλληλες μεταρρυθμίσεις στο θεσμικό πλαίσιο θα οδηγήσουν σχετικά σύντομα στη βελτίωση της εικόνας του κλάδου. Όποια προσπάθεια γίνει πρόχειρα, ασύντακτα και σπασμωδικά ούτε βραχυπρόθεσμα οφέλη δεν μπορεί να φέρει. Μόνο μία θεαματική και καλά σχεδιασμένη αλλαγή μπορεί να επαναφέρει την αίσθηση κανονικότητας του κατασκευαστικού κλάδου και δυστυχώς τα χρονικά περιθώρια που υπάρχουν είναι ελάχιστα.

 

 

Διαβάστε επίσης

Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για λόγους επισκεψιμότητας και στατιστικών. Συνεχίζοντας την περιήγηση, αποδέχεστε τη χρήση αυτών των cookies Αποδοχή Περισσότερα