ΑΕΠΠ: Σταχυολόγηση αποφάσεων έτους 2018
Επιμέλεια: Τάσος Γακίδης, Μάχη Κίλα, Δικηγόροι
Η προσφορά δεν δύναται να τροποποιηθεί μετά την κατάθεσή της, είτε κατόπιν πρωτοβουλίας της αναθέτουσας αρχής είτε του προσφέροντος, ή να αντικατασταθεί με νέα οπότε οιαδήποτε ερώτηση προς διευκρίνιση μπορεί μόνο να έχει ως αποτέλεσμα την άρση κάποιας ασάφειας και όχι την τροποποίηση της οικονομικής προσφοράς ή, πολύ περισσότερο, στην υποβολή νέας. (1/2018)
Η ψηφιακή υπογραφή στο πλαίσιο των διαδικασιών ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων στοχεύει στην αντικατάσταση της φυσικής υπογραφής, παρέχοντας παράλληλα και τα εχέγγυα γνησιότητά της, ενώ συνιστά προϋπόθεση παραδεκτής υποβολής του εγγράφου, δεδομένης της υποχρεωτικής ηλεκτρονικής διαδικασίας υποβολής της προσφυγής. (8/2018)
Η ψηφιοποιημένη ιδιόχειρη υπογραφή συνιστά απλό αντίγραφο της πρωτότυπης ιδιόχειρης υπογραφής και δεν έχει την ίδια νομική ισχύ με την ψηφιακή ή/και την ιδιόχειρη υπογραφή δοθέντος ότι δεν παρέχει τα ίδια εχέγγυα γνησιότητας. (8/2018)
Όπου στον Ν. 4412/2016 και σε οποιαδήποτε διάταξη νόμου ή εν γένει θεσπίζουσα κανόνα δικαίου, επιβάλλεται μια υποχρέωση ή προβλέπεται μια συμπεριφορά ή μια συνέπεια για «(οικονομικούς) φορείς» αυτή καταλαμβάνει μεν αλλά δεν εξαντλείται στους «προσφέροντες», αντίθετα εκτείνεται και σε κάθε άλλη κατηγορία «οικονομικού φορέα», όπως οι υποψήφιοι, καθώς και οι υπεργολάβοι και ιδίως οι τρίτοι φορείς του άρθρου 78 Ν. 4412/2016. (8/2018)
Οι τεχνικές προδιαγραφές του ΕΣΗΔΗΣ καθιστούν ανέφικτή την αναγραφή ποσοστού έκπτωσης στο σύστημα ως κριτήριου κατακύρωσης, γι’ αυτό τον λόγο, παρίσταται εύλογη και ανταποκρινόμενη στις απαιτήσεις της χρηστής διοίκησης, η πρακτική που θέλει να γίνεται αποδεκτή ως τιμή προσφοράς την τιμή, με τρία (3) δεκαδικά ψηφία (αριθμό) που προκύπτει μετά την αφαίρεση του ποσοστού της έκπτωσης που προσφέρουν από την ως άνω τιμή αναφοράς. (22/2018)
Οι ελεγχόμενες από την Α.Ε.Π.Π. πράξεις και παραλείψεις πρέπει να προέρχονται από διοικητικές αρχές και φορείς που ορίζονται ως “αναθέτουσες/αναθέτοντες”, δηλαδή κατά την έκδοση και δια της εκδόσεως/συντελέσεως της προσβαλλόμενης φέρουν την ιδιότητα της “αναθέτουσας/αναθέτοντος”, ήτοι εκδίδουν ή συντελούν την πράξη ή παράλειψη, αντίστοιχα, εντός συγκεκριμένα και αποκλειστικά του σταδίου ανάθεσης μιας δημόσιας σύμβασης έργου, προμήθειας ή υπηρεσίας. Λοιπές πράξεις ή παραλείψεις των αρχών/φορέων αυτών, ήτοι όσες κινούνται εκτός του πλαισίου τέτοιας ανάθεσης, δεν ελέγχονται ούτε ευθέως (ως μη υπαγόμενες στην αρμοδιότητα της Α.Ε.Π.Π.) ούτε εμμέσως (λόγω του τεκμηρίου νομιμότητας), διότι δεν θεωρούνται ως προς αυτές τις πράξεις/παραλείψεις «αναθέτουσες/αναθέτοντες», άρα, αφού οι πράξεις/παραλείψεις αυτές δεν προέρχονται από αναθέτουσα αρχή ή αναθέτοντα φορέα δεν υπόκεινται στον ακυρωτικού χαρακτήρα έλεγχο της Α.Ε.Π.Π. (21/2018)
Μη αρμοδιότητα της Α.Ε.Π.Π. για τον έλεγχο της εν γένει παράλειψης αναθέτουσας αρχής να εκκινήσει το πρώτον διαδικασία ανάθεσης σύμβασης, καθώς η παράλειψη αυτή δεν ανήκει σε μια ήδη τρέχουσα διαδικασία ανάθεσης. (21/2018)
Μια απόφαση ή εναρχθείσα διαδικασία μιας διοικητικής αρχής ή φορέα να καλύψουν συγκεκριμένες ανάγκες τους δια πρόσληψης προσωπικού, εκ των ενόντων ή δι’ άλλου τρόπου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «περιέχουσα» ή σιωπηρώς επαγόμενη μια «παράλειψη» προκήρυξης ή εν γένει έναρξης διαδικασίας ανάθεσης δημόσιας σύμβασης και σε καμία περίπτωση μια «παράλειψη» ελεγχόμενη και υπαγόμενη στην ακυρωτική αρμοδιότητα της Α.Ε.Π.Π. (21/2018)
Ενώπιον της ΑΕΠΠ λαμβάνει χώρα απλή εξέταση της προσφυγής και όχι «συζήτηση», η οποία λαμβάνει χώρα σε κλειστή εν συμβουλία διαδικασία χωρίς παράσταση των διαδίκων και η εν γένει κοινοποίηση πράξης ορισμού ημερομηνίας εξέτασης και εισηγητή ως και η εξ αυτής εν γένει ενημέρωση των μερών περί του χρόνου εξέτασης, δεδομένης της κατά τα ως άνω μη διενέργειας συζήτησης μετά αντιμωλίας και παρουσία των μερών, δεν συνιστά ουσιώδη τύπο της διαδικασίας. (9/2018)
Ο χρόνος στον οποίο θα ορισθεί η εξέταση της προσφυγής καταλείπεται στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια του Προέδρου του Κλιμακίου, κατόπιν εκτίμησης του κατεπείγοντος της υποθέσεως σε συνδυασμό με τον φόρτο και διάρθρωση του εισηγητικού και εξεταστικού έργου του Κλιμακίου. (9/2018)
Όταν η προσφυγή υποβάλλεται μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και όποτε εν γένει προσφυγή υποβάλλεται δια ηλεκτρονικού μέσου και όχι φυσικά, οπότε και δια της ίδιας της (φυσικής) καταθέσεως θα υπήρχε βεβαιότητα καταθέτοντος και χρόνου κατάθεσης, η υπογραφή της πρέπει να είναι πάντα ηλεκτρονική, καθώς τούτο, εκτός των άλλων, διασφαλίζει τη βεβαιότητα υπογραφής και ημεροχρονολόγησης της, πολλώ δε μάλλον όταν η κατάθεση λαμβάνει χώρα δια απλού μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. (9/2018)
Δεδομένου ότι ο νόμος παρέχει στην αναθέτουσα αρχή το δικαίωμα να παραθέσει αρχική ή συμπληρωματική αιτιολογία της προσβαλλόμενης με την προδικαστική προσφυγή πράξης με τις απόψεις της (άρα ακόμη και 10 ημέρες μετά την κατάθεση της προδικαστικής προσφυγής), πολλώ δε μάλλον η αναθέτουσα δύναται νομίμως να συμπληρώσει την αιτιολογία ήδη εκδοθείσας πράξης με συμπληρωματική πράξη. (7/2018)
Με το άρθρο 102 του Ν. 4412/2016 παρέχεται στην αναθέτουσα ευχέρεια να ζητήσει διευκρινίσεις και συμπληρώσεις, μόνο για ασάφεια δικαιολογητικών και εγγράφων και επουσιώδη σφάλματα ιδίως όλως τυπικής φύσης, γραφικά, λεκτικά, φραστικά, ως προς τη σήμανση και τη συσκευασία του φακέλου και των εγγράφων και ως προς τη νομιμοποίηση. Η δε ως άνω διακριτική ευχέρεια της αναθέτουσας ελέγχεται τόσο ως προς την εκ μέρους της άσκηση, όσο και παράλειψη άσκησης, βάσει των κανόνων του άρθρου 102 Ν. 4412/2016 και ως προς τυχόν υπέρβαση των άκρων ορίων που την προσδιορίζουν. Ο διαχωρισμός μεταξύ ουσιώδους και επουσιώδους έλλειψης ως και μεταξύ τυπικού και ουσιώδους σφάλματος θα πρέπει να ερμηνεύεται μέσω του πρίσματος του άρθρου 102 παρ. 3 και του άρθρου 18 Ν. 4412/2016 και των αρχών που αυτά καθιερώνουν, το πρώτο στην ειδική περίπτωση της συμπλήρωσης και το δεύτερο γενικά επί των διαδικασιών ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων και αμφότερα με τη σειρά τους πρέπει να ερμηνεύονται στο πλαίσιο του αποτελεσματικού ανταγωνισμού. Το κριτήριο δε του παραπάνω διαχωρισμού, συνίσταται στο ότι η επιτρεπτή συμπλήρωση δεν πρέπει να είναι τέτοιας έκτασης, ώστε να επιτρέπει εναλλακτικές προσφορές, να προσδίδει πλεονέκτημα στον υπέρ ου οικονομικό φορέα έναντι των ανταγωνιστών του εισάγοντας ευμενή υπέρ αυτού διάκριση, να μην επιτρέπει τη μεταβολή προσφορών, να μην του παρέχει εμμέσως ευκαιρία πλήρωσης αποδεικτικής ή ουσιαστικής προϋπόθεσης η κατοχή της οποίας κατά τον χρόνο υποβολής προσφοράς δεν είναι αντικειμενικώς τεκμαιρόμενη ως βεβαία ή να του παρέχει δυνατότητα για την το πρώτον επίκληση προσόντων, δυνατοτήτων, ικανοτήτων και νομικών και πραγματικών δεδομένων, τα οποία ανεξαρτήτως αν υφίσταντο ή όχι κατά τον χρόνο υποβολής της προσφοράς του, αυτός δεν τα επικαλέστηκε καίτοι η διακήρυξη τα απαιτούσε ή για την το πρώτον τήρηση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας που αυτός δεν τήρησε. Αντίστροφα, είναι παραδεκτή η συμπλήρωση και η διόρθωση, όταν από το ίδιο το περιεχόμενο και αντικείμενο του σφάλματος προκύπτει ότι αυτό είναι έλασσον σε σχέση με το αποδεικτικό αντικείμενο της διακήρυξης και ευχερές να λάβει χώρα κατά τη σύνταξη της προσφοράς και κατά τα διδάγματα της κοινής λογικής και πείρας. Εξάλλου, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, περαιτέρω κριτήρια για την κρίση περί του συγγνωστού, άρα και δυνατόν να συμπληρωθεί σφάλματος/έλλειψης συνίστανται στο αντικείμενο, περιεχόμενο και οικονομικό μέγεθος της διαδικασίας, την τυχόν ασάφεια και ελλείψεις των οικείων όρων της διακήρυξης, του γενικού όγκου πληροφοριών και αποδεικτικών εγγράφων που απαιτεί η διαδικασία και της εν γένει επιμέλειας που επέδειξε ο προσφέρων ως προς τις λοιπές αποδεικτικές υποχρεώσεις του και όλα τα παραπάνω μαζί σε σχέση με το εύρος και περιεχόμενο της έλλειψης. Σε κάθε περίπτωση, η ευχέρεια του άρθρου 102 Ν. 4412/2016 δεν είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία μιας σοβαρής ολιγωρίας του οικονομικού φορέα ή για τη διάσωση μιας προσφοράς που τελεί σε πλήρη αοριστία και πλήρη έλλειψη και δη όχι απλώς επί μεμονωμένου στοιχείου της προσφοράς, αλλά ενότητας τέτοιων στοιχείων, τα οποία αποτελούν προαπαιτούμενο για το παραδεκτό της συμμετοχής του οικονομικού φορέα. Άλλως, η χρήση αυτής της ευχέρειας από την αναθέτουσα θα προσέκρουε στο άκρο όριο που κατοχυρώνει το άρ. 102 παρ. 3 Ν. 4412/2016. Ειδικώς δε στην περίπτωση του αρ. 102 παρ. 5 δηλαδή όταν επίκειται αποκλεισμός συμμετέχοντος λόγω ασαφειών εγγράφων της προσφοράς, η ως άνω αρμοδιότητα της αναθέτουσας προς κλήση για διευκρινίσεις καθίσταται δεσμία και υποχρεωτική. (7/2018)
Εφόσον η αναθέτουσα αρχή έκρινε ότι η βεβαίωση εμπειρίας δεν επαρκούσε για την απόδειξη της ειδικής εμπειρίας χημικού μηχανικού λόγω του ότι ο βεβαιών εργοδότης είναι το ίδιο νομικό πρόσωπο του οποίου ο ως άνω χημικός μηχανικός είναι εταίρος και δεδομένου ότι επέκειτο αποκλεισμός της προσφοράς του προσφεύγοντος, αυτή όφειλε να ζητήσει προσκόμιση πρόσθετων δικαιολογητικών προς άρση της αμφιβολίας και σχηματισμό βέβαιης πεποίθησης αναφορικά με τη συνδρομή ή όχι της απαιτούμενης εμπειρίας του. Η δε εκ μέρους του προσφεύγοντος προσκόμιση δια κλήσεως της αναθέτουσας για διευκρινίσεις, πρόσθετων αποδεικτικών στοιχείων ουδόλως συνιστά μεταβολή της προσφοράς, παράβαση της ισότητας και της διαφάνειας, απόδοση σε αυτόν ευκαιρίας πλήρωσης προδιαγραφής που δεν πληρούσε ή απόκτησης προσόντος που δεν είχε εξ αρχής. (7/2018)
Στόχος του ΤΕΥΔ, το οποίο θα πρέπει να είναι ορθώς, ακριβώς και αληθώς συμπληρωμένο, είναι να περιοριστεί η ανάγκη προσκόμισης σημαντικού αριθμού πιστοποιητικών ή άλλων εγγράφων που σχετίζονται με τα κριτήρια αποκλεισμού και τα κριτήρια επιλογής, με αποτέλεσμα τη δημιουργία προϋποθέσεων ευρύτερης συμμετοχής των ΜΜΕ, λόγω της μείωσης του απαιτούμενου χρόνου προετοιμασίας του φακέλου υποβολής προσφοράς. Η υποβολή του συμπληρωμένου ΤΕΥΔ στα απαιτούμενα από τη διακήρυξη πεδία αποτελεί ουσιώδη τυπική προϋπόθεση συμμετοχής στο διαγωνισμό. (7/2018)
Τυχόν πλημμέλειες στη συμπλήρωση του Μέρους VI τόσο του ΕΕΕΣ όσο και του ΤΕΥΔ, ως και η μη σύμπλήρωσή του, δεν δύνανται να θεωρηθούν ως ουσιώδεις. (7/2018)
Αν μετά την ηλεκτρονική αποσφράγιση και κατά τον έλεγχο των δικαιολογητικών κατακύρωσης διαπιστωθεί ότι δεν έχουν προσκομισθεί ή υπάρχουν ελλείψεις σε αυτά που υποβλήθηκαν, η αναθέτουσα αρχή οφείλει να παράσχει προθεσμία στον προσωρινό ανάδοχο να τα προσκομίσει ή να τα συμπληρώσει εντός πέντε (5) ημερών από την κοινοποίηση σχετικής έγγραφης, μέσω του Συστήματος, ειδοποίησής του. (16/2018)
Η ΔΕΉ ενεργεί, στον βαθμό που εξακολουθεί να τηρεί απαρέγκλιτα την πρακτική μη δημοσίευσης των κανονιστικών κειμένων των διακηρύξεων στο ΕΣΗΔΗΣ και στο ΚΗΜΔΗΣ, σαφώς εκτός και πέρα των ορίων της νομιμότητας που θέτει το ενωσιακό και εθνικό νομοθετικό πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων δεδομένου του άρθρου 36 του ν. 4412/2016, που προβλέπει ότι οι αναθέτουσες αρχές υποχρεούνται να χρησιμοποιούν το Ε.Σ.Η.Δ.Η.Σ. σε όλα τα στάδια της διαδικασίας σύναψης δημοσίων συμβάσεων του παρόντος νόμου, με εκτιμώμενη αξία ανώτερη των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται ο ΦΠΑ. (31/2018)
Οι αναθέτοντες φορείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης της παρ. 7 του άρ. 222 του Ν. 4412/2016, όπως η ΔΕΗ, μπορούν να παρεκκλίνουν από τους κανόνες και τα κριτήρια αποκλεισμού, αρκεί οι σχετικοί κανόνες που θέτουν να προβλέπονται στην διακήρυξη, να είναι σαφείς, πλήρεις και αντικειμενικοί. (31/2018)
Η Διοίκηση είναι, καταρχήν, ελεύθερη να διαμορφώνει κατά την κρίση της τους όρους της διακηρύξεως ως προς τα προς προμήθεια είδη, καθορίζοντας τα ειδικότερα τεχνικά χαρακτηριστικά τους και τις ανάγκες της υπηρεσίας, η δε θέσπιση με τη διακήρυξη των προδιαγραφών που η αναθέτουσα αρχή κρίνει πρόσφορες ή αναγκαίες, για την καλύτερη εξυπηρέτηση των αναγκών της, δεν παραβιάζει τους κανόνες του ανταγωνισμού εκ μόνου του λόγου ότι συνεπάγεται αδυναμία συμμετοχής στο διαγωνισμό ή καθιστά ουσιωδώς δυσχερή τη συμμετοχή σε αυτόν των προμηθευτών, των οποίων τα προϊόντα δεν πληρούν τις προδιαγραφές αυτές, δεδομένου ότι από τη φύση τους οι προδιαγραφές περιορίζουν τον κύκλο των δυναμένων να συμμετάσχουν στο διαγωνισμό προσώπων, η δε σκοπιμότητα της θεσπίσεως τους, απαραδέκτως αμφισβητείται από τον προτιθέμενο να μετάσχει στο διαγωνισμό. (15/2018)
Η αυστηρότητα της εφαρμογής της διακήρυξης προϋποθέτει την σαφήνεια των όρων αυτής καθώς η παραβίαση αμφίσημων όρων δεν οδηγεί αναγκαστικά στον αποκλεισμό διαγωνιζομένου αν δεν ευθύνεται ο ίδιος για την παρερμηνεία των υποχρεώσεών του. (17/2018)
Διαγωνιζόμενος, ο οποίος νομίμως αποκλείεται από διαγωνισμό λόγω μη υποβολής ενός ή περισσότερων δικαιολογητικών ή λόγω μη συνδρομής προβλεπόμενων, επί ποινή αποκλεισμού, προϋποθέσεων, δεν έχει έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της συμμετοχής άλλου διαγωνιζόμενου, δοθέντος ότι με τον αποκλεισμό του καθίσταται, ως προς τον διαγωνισμό αυτόν, τρίτος. (36/2018)
Η επί του αιτήματοςαναστολής – λήψης προσωρινών μέτρων απόφαση, σκοπεί να αποτρέψει τη δημιουργία ανεπανόρθωτων καταστάσεων ή δύσκολα αναστρέψιμων λόγω της προόδου του διαγωνισμού. Ετέρωθεν, δεν θα πρέπει και η ίδια η απόφαση να δημιουργεί τέτοιες καταστάσεις, οδηγώντας σε πλήρη ικανοποίηση του ασφαλιστέου δικαιώματος, αφού η ισχύς της είναι προσωρινή και δεν θα πρέπει να επηρεάζει κατά τούτο την επί της προδικαστικής προσφυγής απόφαση. Στο πλαίσιο αυτό, σκοπός της απόφασης επί αιτήματος αναστολής – λήψης προσωρινών μέτρων είναι η διασφάλιση των αμφισβητούμενων δικαιωμάτων των προσφευγόντων μέχρι την οριστική κρίση της διαφοράς και ειδικότερα η ρύθμιση μέχρι τότε μιας κατάστασης προς αποτροπή επικείμενου κινδύνου ή ανεπανόρθωτης βλάβης ή ζημίας. (A195/2018)
Προϋπόθεση της από την Α.Ε.Π.Π. παροχής προσωρινών μέτρων είναι α) η παραδεκτή άσκηση της προσφυγής, β) η επίκληση βλάβης του προσφεύγοντος ως στοιχείο του παραδεκτού της αίτησης θεμελιώνοντας το έννομο συμφέρον του, γ) η απλή πιθανολόγηση βασιμότητας έστω κι ενός εκ των προβαλλόμενων λόγων, καθώς καθίσταται σαφές ότι προδήλως αβάσιμη, όπως και προδήλως απαράδεκτη, προσφυγή δεν δύναται να θεμελιώσει αίτημα αναστολής και δ) να μην προκύπτει από τη στάθμιση όλων των συμφερόντων των εμπλεκομένων μερών που ενδέχεται να ζημιωθούν, καθώς και του δημόσιου συμφέροντος, ότι οι πιθανές αρνητικές συνέπειες από τη χορήγηση των προσωρινών μέτρων είναι περισσότερες από τα οφέλη. Και τούτο διότι, μεσούσης της αμφισβήτησης της νομιμότητας των όρων της διακήρυξης του διαγωνισμού, η συνολική νομιμότητα της όλης διαδικασίας σε βάρος όλων των εν δυνάμει υποψηφίων συνδιαγωνιζόμενων οικονομικών φορέων τίθεται ομοίως εν αμφιβόλω. (A195/2018)
Οι προσφέροντες πρέπει να τυγχάνουν ίσης μεταχειρίσεως, τόσο κατά τον χρόνο που ετοιμάζουν τις προσφορές τους, όσο και κατά τον χρόνο που αυτές αποτιμώνται από την αναθέτουσα αρχή. (325/2018)
Η αρχή της διαφάνειας, προϋποθέτει ότι όλοι οι όροι και τρόποι διεξαγωγής της διαδικασίας αναθέσεως πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνεια, ακρίβεια και χωρίς αμφισημία στην Προκήρυξη του Διαγωνισμού ή στη Συγγραφή Υποχρεώσεων, κατά τρόπον ώστε, αφενός να παρέχεται σε όλους τους ευλόγως ενημερωμένους και κανονικά επιμελείς υποψηφίους η δυνατότητα να κατανοούν το ακριβές περιεχόμενό τους και να τους ερμηνεύουν με τον ίδιο τρόπο και, αφετέρου, να καθίσταται δυνατός ο εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής αποτελεσματικός έλεγχος του εάν οι προσφορές των υποψηφίων ανταποκρίνονται στα κριτήρια που διέπουν την εν λόγω σύμβαση. (325/2018)
Ο διαγωνιζόμενος οφείλει να υποβάλει μόνον τα αξιούμενα από τη Διακήρυξη ή από τυχόν άλλη διάταξη, στην οποία αυτή ρητώς παραπέμπει, και κατά συνέπεια, ανεξαρτήτως παντός άλλου, δεν συντρέχει λόγος αποκλεισμού για δικαιολογητικά μη απαιτούμενα από τη Διακήρυξη. (325/2018)
Η προσκόμιση στον φάκελο της προσφοράς των οριζόμενων στη Διακήρυξη δικαιολογητικών, πρέπει να πραγματοποιείται με τον περιγραφόμενο σε αυτήν τρόπο, σύμφωνα με την αρχή της τυπικότητας, η οποία διέπει τον τρόπο σύνταξης των προσφορών, στο πλαίσιο των διαδικασιών διενέργειας δημόσιων διαγωνισμών και η οποία αποσκοπεί στην ύπαρξη διαφάνειας, την αποφυγή του κινδύνου αλλοίωσης των προσφορών και την ανάγκη ευχερούς σύγκρισής τους. (325/2018)
Η αναθέτουσα αρχή έχει δέσμια υποχρέωση να ελέγχει, όχι το σύνολο των υποβληθέντων στο διαδικτυακό τόπο του Διαγωνισμού δικαιολογητικών, (το περιεχόμενο των οποίων βεβαιώνεται σε πρώτη φάση στο Ε.Ε.Ε.Σ./Τ.Ε.Υ.Δ.), τουλάχιστον, όμως, τα δικαιολογητικά εκείνα, που άπτονται των κρίσιμων εκ της Διακηρύξεως και εκ της φύσεως του υπό ανάθεση αντικειμένου, στοιχείων τεχνικής και επαγγελματικής ικανότητας (όπως εν προκειμένω: κατάλογος έργων, πιστοποιητικά από την αρμόδια δημόσια αρχή, υπεύθυνες δηλώσεις εργοδότου κλπ). (325/2018)
Η έλλειψη πλήρους αιτιολογίας, επάγεται πλημμέλεια της σχετικής διαγωνιστικής διαδικασίας, κατά το μέρος της που αφορά, είτε στην πρόκριση, είτε στον αποκλεισμό του συγκεκριμένου διαγωνιζομένου από τη περαιτέρω διαδικασία αξιολόγησης των προσφορών. (325/2018)
Έργα προσωρινής εγκατάστασης και λειτουργίας των μονάδων αφαλάτωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 50 παρ. 5 του Ν. 4487/2017 ανατίθενται με συνοπτικό διαγωνισμό κατ’ άρθρο 117 του Ν. 4412/2016, ανεξάρτητα από την εκτιμώμενη αξία της σύμβασης. Μη εφαρμογή άλλων διατάξεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του συνοπτικού διαγωνισμού, όπως αυτές της εκδίκασης ενστάσεων του άρθρου 127 του Ν. 4412/2016. (356/2018)
Η Διακήρυξη του διαγωνισμού αποτελεί κανονιστική πράξη, η οποία δεσμεύει τόσο τους τρίτους προς τους οποίους απευθύνεται, όσο και την αναθέτουσα αρχή η οποία υποχρεούται εφεξής και μέχρι τέλους της διαδικασίας του διαγωνισμού να εφαρμόζει τα όσα ορίζονται σε αυτή, τα οποία και υπερισχύουν οποιασδήποτε άλλης ρύθμισης. Με τη διακήρυξη εντούτοις δεν μπορεί να γίνεται επιλογή του δικονομικού καθεστώτος επίλυσης της επίδικης διαφοράς διαφορετικού από το νόμιμο. (356/2018)
Σκοπός της απόφασης επί αιτήματος αναστολής – λήψης προσωρινών μέτρων είναι η διασφάλιση των αμφισβητούμενων δικαιωμάτων των προσφευγόντων μέχρι την οριστική κρίση της διαφοράς και ειδικότερα η ρύθμιση μέχρι τότε μιας κατάστασης προς αποτροπή επικείμενου κινδύνου ή ανεπανόρθωτης βλάβης ή ζημίας. (A215/2018)
Ο όρος του διαγωνισμού ότι «Η συμμετοχή του οικονομικού φορέα στη δημοπρασία προϋποθέτει πλήρη και ανεπιφύλακτη αποδοχή των όρων της σύμβασης» ενδέχεται να προκαλέσει ζημία στην προσφεύγουσα εφόσον δεν διευκρινίζεται ότι αφορά μόνο στην εργολαβική σύμβαση και όχι όλη τη διαδικασία, δηλαδή από την προκήρυξη μέχρι και τη σύναψη της δημόσιας σύμβασης. (A215/2018)
Λόγοι δημοσίου συμφέροντος επιτάσσουν εξίσου με την ταχεία διεξαγωγή της διαγωνιστικής διαδικασίας για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων και την τήρηση της νομιμότητας ώστε να γίνεται η ανάθεση σε νομίμως επιλεγέντα ανάδοχο. (A215/2018)
Η αναθέτουσα αρχή κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας για τη θέσπιση κριτηρίων ποιοτικής επιλογής, ειδικά για τους διαγωνισμούς για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων που διενεργούνται με την ανοιχτή διαδικασία, δεν μπορεί να μην λαμβάνει υπόψη της τις προϋποθέσεις και τους όρους που οι διατάξεις περί ΜΕΕΠ θέτουν για τις εργοληπτικές επιχειρήσεις, προκειμένου να δικαιούνται να συμμετέχουν στους οικείους διαγωνισμούς, η υπέρβαση των οποίων θα πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς και να είναι ανάλογη με τη σημασία της οικείας σύμβασης, υπό την έννοια ότι πρέπει να αποτελεί μια αντικειμενική ένδειξη ως προς την ύπαρξη οικονομικής επάρκειας και τεχνικής και επαγγελματικής ικανότητας για την καλή εκτέλεση της σύμβασης, χωρίς ωστόσο να βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο προς τον σκοπό αυτό. (418/2018)
Μετά την τροποποίηση των διατάξεων του άρθρου 76 του Ν. 4412/2016 με το άρθρο 119 του Ν. 4472/2017, ο καθορισμός των κριτηρίων επιλογής έχει αποσυνδεθεί από την εγγραφή και κατάταξη σε τάξεις του ΜΕΕΠ, καθώς οποιοσδήποτε οικονομικός φορέας πληροί τα κριτήρια επιλογής του άρθρου 75 του Ν. 4412/2016, όπως αυτά εξειδικεύονται από την αναθέτουσα αρχή στα έγγραφα της εκάστοτε υπό ανάθεση σύμβασης, μπορεί να συμμετέχει σε διαγωνισμούς για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, ανεξάρτητα από την εγγραφή και κατάταξή του σε συγκεκριμένες τάξεις του ΜΕΕΠ. (418/2018)
Η αποσύνδεση των κριτηρίων επιλογής με την κατάταξη σε τάξεις του Μ.Ε.ΕΠ. έχει το νόημα ότι οι απαιτήσεις οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας, καθώς και τεχνικής και επαγγελματικής ικανότητας καθορίζονται καταρχάς περιγραφικά, χωρίς παραπομπή σε τάξεις/πτυχία του ΜΕΕΠ ή βαθμίδες/κατηγορίες του ΜΕΚ, αλλά με βάση τα αναφερόμενα στο άρθρο 75 του Ν. 4412/2016 κριτήρια, στο πλαίσιο της τήρησης των αρχών της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης, όμως, οι απαιτήσεις αυτές δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις απαιτήσεις της αντίστοιχης τάξης του ΜΕΕΠ, εκτός αν τούτο αιτιολογείται ειδικώς στα έγγραφα της σύμβασης και είναι ανάλογες με τη σημασία της οικείας σύμβασης. (418/2018)
Απαιτήσεις οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας, καθώς και τεχνικής και επαγγελματικής ικανότητας, που παρότι βρίσκονται εντός του πλαισίου των διατάξεων του άρθρου 75 του Ν. 4412/2016, αποκλείουν διαγωνιζόμενους που σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 76 του ίδιου νόμου και των άρθρων 80-110 του Ν. 3669/2008 δικαιούνταν να συμμετέχουν στον διαγωνισμό, τότε είναι αναγκαίο, εκτός της ειδικής αιτιολόγησης στα έγγραφα της σύμβασης και της αναλογικότητας των απαιτήσεων αυτών, να ζητηθεί και η προηγούμενη γνώμη του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών, ύστερα από γνώμη του Τμήματος Κατασκευών του Συμβουλίου Δημόσιων Έργων της Γενικής Γραμματείας Υποδομών. (418/2018)
Για την ορισμένη προσβολή όρου διακήρυξης δεν αρκεί η γενική μνεία περί του παράνομου χαρακτήρα του αλλά απαιτείται και εξειδίκευση του τρόπου με τον οποίο η παρανομία αυτού εμπόδισε τον προσφεύγοντα να λάβει μέρος στην δημοπρασία ή ότι δυσχέρανε ουσιωδώς την συμμετοχή του. (418/2018)
Η υποχρέωση για λήψη βεβαίωσης από την αναθέτουσα αρχή, προ της υποβολής της προσφοράς, ότι ο διαγωνιζόμενος δήλωσε υπεύθυνα ότι έλαβε πλήρη γνώση όλων των γενικών και τοπικών συνθηκών, δεν παραβιάζει τη μυστικότητα της ηλεκτρονικής διαδικασίας αφού οι ενδιαφερόμενοι για να συμμετάσχουν στον διαγωνισμό καθίστανται, ούτως ή άλλως, γνωστοί στην αναθέτουσα αρχή, δια της λήψεως των εγγράφων της σύμβασης, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να γίνουν αποδέκτες των τυχών διευκρινήσεων. Η υποβολή, εξάλλου, τέτοιας υπεύθυνης δήλωσης στην αναθέτουσα αρχή δεν παρίσταται επαρκώς αιτιολογημένα ως μη εύλογη και ότι δεν κατατείνει προς το συμφέρον, τόσο της αναθέτουσας αρχής, όσο και (κυρίως) των υποψηφίων, δεδομένου ότι η πλήρης γνώση όλων των γενικών και τοπικών συνθηκών εκτέλεσης του έργου, διαμορφώνει αναμφίβολα την προσφορά του διαγωνιζόμενου σε πιο βέβαια μεγέθη. (418/2018)
Για τη θεμελίωση του δικαιώματος άσκησης προδικαστικής προσφυγής ενώπιον της Α.Ε.Π.Π. ο προσφεύγων πρέπει να ισχυρίζεται και να αποδεικνύει την παράβαση συγκεκριμένης διάταξης της ευρωπαϊκής ή της εθνικής νομοθεσίας, τη ζημία που έχει υποστεί και το συμφέρον να του ανατεθεί η υπόψη σύμβαση. (440/2018)
Σε περίπτωση προσβολής της διακήρυξης, ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει να επικαλεστεί βλάβη από συγκεκριμένο όρο της, ο οποίος παραβιάζει, κατ’ αυτόν, τους κανόνες που αφορούν τις προϋποθέσεις συμμετοχής του στο διαγωνισμό, τη διαδικασία επιλογής του αναδόχου ή τα εφαρμοστέα για την ανάδειξή του κριτήρια, σε σημείο τέτοιο που να καθιστά ουσιωδώς δυσχερή ή και τελείως ανέφικτη τη συμμετοχή του στο διαγωνισμό. (440/2018)
Έχει δικαίωμα υποβολής προσφοράς ή καταθέσεως αιτήσεως συμμετοχής κάθε πρόσωπο ή φορέας που, ενόψει των όρων που θέτει η οικεία προκήρυξη, φρονεί ότι διαθέτει την απαιτούμενη ικανότητα προς εκτέλεση της συμβάσεως, απευθείας ή μέσω τρίτου (π.χ. μέσω ιδιωτικού συμφωνητικού περί δέσμευσης πόρων ή μέσω υπεργολαβίας), ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος – δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου – που τον διέπει και ανεξαρτήτως του εάν δραστηριοποιείται στην αγορά επί συστηματικής βάσεως ή μόνον ευκαιριακά, ή εάν επιδοτείται από κρατικούς πόρους ή όχι. (451/2018)
Η αναθέτουσα αρχή, εφόσον είχε περιλάβει στη διακήρυξη όρο για τη δυνατότητα συμμετοχής οικονομικού φορέα στον διαγωνισμό, στηριζόμενου στις δυνατότητες τρίτου οικονομικού φορέα (δάνεια εμπειρία), όφειλε απλά και μόνο να εξετάσει τη λυσιτέλεια των αποδεικτικών μέσων που προσκόμισε η προσφεύγουσα ως προς την έγκυρη και επαρκή δέσμευση του τρίτου φορέα απέναντί της, σχετικά με την πραγματική πρόθεσή του να συνδράμει αυτήν στην εκτέλεση της προμήθειας του διαγωνισμού και όχι να ελέγξει την ταυτόχρονη συνδρομή των απαιτούμενων τεχνικών και επαγγελματικών ικανοτήτων της προσφεύγουσας, αφού η απουσία των ικανοτήτων αυτών στο πρόσωπό της εξ αρχής ήταν εκείνη που οδήγησε στην προσφυγή της στις ικανότητες του τρίτου οικονομικού φορέα. (451/2018)
Όρος της διακηρύξεως, ο οποίος συναρτά την παραδεκτή συμμετοχή συμπράξεως στη διαγωνιστική διαδικασία με την απαίτηση συνδρομής του κριτηρίου της ζητούμενης εμπειρίας σε όλα τα μέλη της κοινοπραξίας, είναι μη νόμιμος. (451/2018)
Το έννομο συμφέρον του οικονομικού φορέα, που προσφεύγει ενώπιον της ΑΕΠΠ εξειδικεύεται αυθεντικά και αποκλειστικά από τον ίδιο, εξετάζεται δε από την τελευταία ως προς την νομιμότητά του, την απόδειξή του και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, που επιβάλλουν την έννομη προστασία του, ότι δεν είναι ανταγωνιστικό του δημοσίου συμφέροντος, και ότι δεν είναι αποδοκιμαστέο ως ιδιοτελές. (A254/2018)
Λόγοι με τους οποίους ο προτιθέμενος να μετάσχει στο διαγωνισμό επιχειρεί, υπό την μορφή της κατά τρόπο γενικό αμφισβητήσεως της νομιμότητας συγκεκριμένων όρων της διακηρύξεως, να προσδιορίσει, κατά τις δικές του δυνατότητες, τα προς προμήθεια είδη και να καθορίσει, με βάση δικές του εκτιμήσεις, τα κριτήρια για την ανάδειξη του αναδόχου, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. (A254/2018)
Εφόσον με τις προβαλλόμενες αιτιάσεις ο προσφεύγων επιδιώκει την τροποποίηση όρων της διακήρυξης παρότι διαθέτει τον τύπο μηχανήματος που απαιτεί η διακήρυξη προκειμένου να του δοθεί η δυνατότητα να προσφέρει έτερο μηχάνημα που διαθέτει, τότε η συμμετοχή του δεν παρεμποδίζεται από όρο της διακήρυξης αλλά είναι συνέπεια της εμπορικής του πολιτικής, η δε προσφυγή ανεξαρτήτως της βασιμότητας των προβαλλόμενων λόγων είναι απορριπτέα ως ασκούμενη άνευ εννόμου συμφέροντος. (A254/2018)
Απαραδέκτως προβάλλονται ισχυρισμοί ως προς την σκοπιμότητα της θέσπισης συγκεκριμένης προδιαγραφής. (A254/2018)
Ο γενικός και αόριστος ισχυρισμός της αιτούσας ότι οι πλησσόμενοι όροι των προς προμήθεια ειδών αποτελούν φωτογραφική περιγραφή των προϊόντων τα οποία κατασκευάζει ή προμηθεύει μόνο μία συγκεκριμένη κατονομαζόμενη εταιρεία απορρίπτονται ως προεχόντως απαράδεκτοι επειδή είναι αόριστοι, αναπόδεικτοι και ανυποστήρικτοι, καθόσον δεν γίνεται προσκόμιση και επίκληση στοιχείων προς απόδειξη της πραγματικής βάσης του ισχυρισμού τούτου, και ιδία αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι το αναφερόμενο ως φωτογραφιζόμενο προϊόν και μόνον αυτό διαθέτει τις πλησσόμενες προδιαγραφές. (A254/2018)
Όταν καταχωρείται στο ΓΕΜΗ η κοινοπραξία πρόκειται για τη λεγόμενη «εξωτερική εταιρία», όταν δηλ. η κοινοπραξία εμφανίζεται συναλλακτικώς ως αστική εταιρία. Αντίθετα, εάν, ενώ ασκεί εμπορική δραστηριότητα, η κοινοπραξία δεν είναι καταχωρημένη στο ΓΕΜΗ συνιστά de facto ομόρρυθμη εταιρεία με μόνη την εξωτερική της δράση. (375/2018)
Στο κανονιστικό πλαίσιο του διαγωνισμού εντάσσονται και οι διευκρινίσεις που παρέχονται από την αναθέτουσα αρχή στους διαγωνιζόμενους, με την έκδοση σχετικής πράξης παροχής διευκρινίσεων, η οποία εκδίδεται πριν από την υποβολή της προσφοράς τους, ως προς τα σημεία των όρων της διακήρυξης ή των τεχνικών προδιαγραφών ή άλλων ζητημάτων που χρήζουν περαιτέρω επεξηγήσεων, οι οποίες συμπληρώνουν τους όρους της διακήρυξης στους οποίους αναφέρονται. (375/2018)
Όταν με τις διευκρινίσεις που παρέχει η αναθέτουσα αρχή αίρονται ανακρίβειες ή ασάφειες όρων ή μνημονευόμενων στη διακήρυξη στοιχείων αυτές συνιστούν πράξη εκτελεστή. (375/2018)
Σε προδικαστική προσφυγή υπόκεινται οι βλαπτικές πράξεις όχι μόνο της αρχής που εκδίδει την κατακυρωτική πράξη αλλά, εν όψει της αρχής της επικαίρου τηρήσεως των σχετικών διαδικασιών, όλων των οργάνων του διαγωνισμού, όταν ασκούν, κατά τις οικείες διατάξεις, αποφασιστική και όχι γνωμοδοτική ή άλλη αρμοδιότητα. (375/2018)
Η ημερομηνία σύνταξης της υπεύθυνης δήλωσης, η οποία προσκομίζεται στους δημόσιους διαγωνισμούς ως δικαιολογητικό περί μη πλήρωσης των λόγων αποκλεισμού και πλήρωσης των κριτηρίων ποιοτικής επιλογής στο πρόσωπο των διαγωνιζομένων, πρέπει να συμπίπτει με την ημερομηνία υποβολής της προσφοράς, όπως, άλλωστε συνάγεται και από τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του Ν. 4412/2016 περί της υποβολής του ΤΕΥΔ, ούτως ώστε να καλύπτει κατά τη ρητή απαίτηση του νόμου και την ημερομηνία αυτή, δεδομένου ότι η υπεύθυνη δήλωση που περιέχεται στο ΤΕΥΔ μπορεί να αφορά αποκλειστικώς και μόνον γεγονότα παρόντα ή παρελθόντα, όχι όμως μέλλοντα. (377/2018)
Οι οικονομικοί φορείς που ενδιαφέρονται να συμμετέχουν στον οικείο διαγωνισμό απαιτείται να είναι εγγεγραμμένοι στο Ε.Σ.Η.ΔΗ.Σ. και να διαθέτουν ψηφιακή υπογραφή, η οποία τους χορηγείται σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, ενώ για το παραδεκτό της προσφοράς τους, απαιτείται να υπογράφουν με την ψηφιακή υπογραφή όλα τα έγγραφα της προσφοράς που συντάσσονται/παράγονται από τους ίδιους, μεταξύ των οποίων και το ΤΕΥΔ, αποδεικνύοντας συνάμα και τον ακριβή χρόνο υπογραφής των εγγράφων τούτων, ώστε να επέχουν θέση εγγράφων βέβαιης χρονολογίας. (377/2018)
Το υποβληθέν εντός του φακέλου «Δικαιολογητικά Συμμετοχής – Τεχνική Προσφορά» ΤΕΥΔ φέρει μια απλή υπογραφή πάνω στη σφραγίδα της εταιρίας με τη σημείωση ότι το έγγραφο είναι: «Ψηφιακά υπογεγραμμένο από: […] Ημερομηνία2018.01.18Παρόλα αυτά, η φερόμενη ως «ηλεκτρονική υπογραφή» που τίθεται στο επίμαχο έγγραφο δε συνιστά την απαιτούμενη κατά το νόμο προηγμένη ψηφιακή υπογραφή, παρά μόνον μια φωτογραφία-εικόνα δήθεν ηλεκτρονικής υπογραφής, η οποία στην πραγματικότητα συνιστά ψευδή απεικόνιση της απαιτούμενης εκ του νόμου προηγμένης ηλεκτρονικής υπογραφής. Και τούτο διότι επιχειρώντας έλεγχο πιστοποίησης και γνησιότητας της τεθείσας υπογραφής διαπιστώνεται ότι αυτή δεν εμφανίζει καμία απολύτως διαλειτουργικότητα, με την έννοια ότι δεν ανοίγει κανένα παράθυρο επαλήθευσης μετά από «πάτημα» με το «ποντίκι» του υπολογιστή πάνω στο σημείο όπου έχει τεθεί η υπογραφή, με αποτέλεσμα «εκ της φερόμενης ηλεκτρονικής υπογραφής» να μην εξάγεται καμία πληροφορία σε σχέση με την ταυτότητα του υπογράφοντος, πολλώ δε μάλλον σε σχέση με τα στοιχεία εκείνα που κατά το νόμο πρέπει να συνοδεύουν την ηλεκτρονική υπογραφή προκειμένου να καταστεί δυνατός ο έλεγχος της γνησιότητάς της, όπως για παράδειγμα πληροφορίες ως προς το φορέα πιστοποίησης αυτής. (377/2018)
Μετά την αποσφράγιση των οικονομικών προσφορών δεν είναι επιτρεπτή, για οποιονδήποτε λόγο, η το πρώτον ή η εκ νέου αξιολόγηση τεχνικών προσφορών ή η το πρώτον αιτιολόγηση της βαθμολογίας αυτών, αφού οι διαδικαστικές αυτές ενέργειες με γνωστές τις οικονομικές προσφορές των διαγωνιζομένων δεν διασφαλίζουν συνθήκες πραγματικού ανταγωνισμού. (377/2018)
Εάν, μετά το άνοιγμα των οικονομικών προσφορών, κριθεί εν τέλει ότι υπάρχει πλημμέλεια που ανάγεται στο στάδιο αξιολόγησης των τεχνικών προσφορών, και η οποία επιδρά στην αξιολόγηση ή/και αιτιολόγηση της κρίσης επί της τεχνικής προσφοράς, τούτο συνεπάγεται καταρχήν τη ματαίωση του διαγωνισμού, αφού δεν είναι δυνατή a posteriori η αξιολόγηση αυτή. (377/2018)