Γιώργος Καμίνης: Πάσχουμε δραματικά στον τομέα της πρόληψης

ΦΥΣΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ ΚΑΙ ΈΡΓΑ ΥΠΟΔΟΜΗΣ

O Τομεάρχης Πολιτικής Προστασίας του Κινήματος Αλλαγής, Γιώργος Καμίνης, μιλάει στο ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΟΝ ΒΗΜΑ για τα «κακώς κείμενα» στον τομέα της πρόληψης αλλά και αποκατάστασης των φυσικών καταστροφών.

πηγή: Εργοληπτικόν Βήμα Νο_126 της ΠΕΣΕΔΕ

Αλλεργία της κοινωνίας και της πολιτικής τάξης σε οποιαδήποτε λογική πρόληψης και προνοητικότητας εντοπίζει ο Τομεάρχης Πολιτικής Προστασίας του Κινήματος Αλλαγής, Γιώργος Καμίνης, σε ό,τι αφορά στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, στην πρόληψη αλλά και στην αποκατάσταση των συνεπειών των φυσικών καταστροφών. Σε ό,τι αφορά στα έργα πρόληψης, ο κ. Καμίνης, εντοπίζει πώςδαπανούμε πολύ περισσότερα χρήματα για την κατάσβεση των πυρκαγιών και αυτό, σημειώνει συμβαίνει, καθώς η πρόληψη «δεν φέρνει ψήφους». Αναφερόμενος στο ζήτημα των πρόσφατων πυρκαγιών το καλοκαίρι που πέρασε, υπογραμμίζει πώς «ήταν μία απολύτως προβλέψιμη φυσική καταστροφή – συζητούσαμε όλο τον χρόνο για την πιθανότητα μιας καταστροφικής πυρκαγιάς λόγω των επικείμενων έντονων φαινομένων καύσωνα- και αυτό κάνει την αποτυχία της κυβέρνησης ακόμη μεγαλύτερη».Ως κίνηση αντιπερισπασμού από την πλευρά της κυβέρνησης, χαρακτηρίζει την τοποθέτηση του κ. Στ. Μπένου ως επικεφαλής της προσπάθειας ανασυγκρότησης της Β. Εύβοιας, ελπίζοντας, όπως λέει να μη λειτουργήσει η επιλογή του κ. Μπένου ως «κολυμβήθρα του Σιλωάμ για την υποχρέωση που βαρύνει την κυβέρνηση, να προχωρήσει σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο παραγωγικής και περιβαλλοντικής ανασυγκρότησης της περιοχής» ενώ υπογραμμίζει ότι τα αντιπλημμυρικά έργα στην περιοχήή που θα έπρεπε να είναι πρώτη προτεραιότητα μετά τις πυρκαγιές, έχουν καθυστερήσει απελπιστικά.Τέλος, έλλειψη διαβούλευσης με τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας, εντοπίζει ο κ. Καμίνης στο πώς η Κυβέρνηση διαμόρφωσε το ελληνικό σχέδιο για το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας λειτουργώντας με τη λογική «από τα πάνω» χωρίς ουσιαστική διαβούλευση τον φορέων που θα μπορούσαν να συμβάλουν αποφασιστικά στη διαμόρφωση του σχεδίου.

Ο περασμένος Αύγουστος με τις καταστροφικές πυρκαγιές να σαρώνουν μεγάλο μέρος της χώρας, απέδειξε για ακόμα μία φορά, την ανάγκη αποτελεσματικής προετοιμασίας μπροστά στις φυσικές καταστροφές. Πρόσφατα δηλώσατε ότι «χρειαζόμαστε μια ευρεία, εξαντλητική δημόσια συζήτηση, με επίκεντρο τη Βουλή και τη συμμετοχή επιστημόνων, της τοπικής αυτοδιοίκησης, της κοινωνίας των πολιτών και όλων των εμπλεκόμενων φορέων ώστε να προετοιμαστούμε καλύτερα για το μέλλον και να θωρακίσουμε τη χώρα». Με ποιο τρόπο μπορεί να οχυρωθεί η χώρα μπροστά σε τέτοιες καταστροφές;

Ασχολούμαι εντατικά με το θέμα της Πολιτικής Προστασίας ως αρμόδιος κοινοβουλευτικός Τομεάρχης του Κινήματος Αλλαγής για την Πολιτική Προστασία. Με την ιδιότητα αυτή έχω βρεθεί κοντά σε όλες σχεδόν τις περιοχές που έχουν πληγεί τα τελευταία χρόνια από φυσικές καταστροφές. Αλλά και νωρίτερα, ως Δήμαρχος Αθηναίων, είχα επιδείξει ιδιαίτερη μέριμνα ώστε να εφοδιάσουμε την Αθήνα με τα εργαλεία εκείνα που θα έκαναν την πόλη ανθεκτική απέναντι στις φυσικές καταστροφές. Για τον λόγο αυτό, δημιουργήσαμε το πρώτο Γραφείο Αστικής Ανθεκτικότητας στην Ελλάδα, που ήταν υπεύθυνο για την εκπόνηση της Στρατηγικής Ανθεκτικότητας για την Αθήνα του 2030. Η κοινή συνισταμένη όλων αυτών των εμπειριών, αυτό δηλαδή που διαπιστώνω παντού με εξοργιστική συνέπεια, είναι ότι πάσχουμε δραματικά στον τομέα της πρόληψης. Πάντοτε αυτά τα έργα τα παραπέμπουμε στις καλένδες. Και δυστυχώς, η ωμή αλήθεια είναι ότι αυτό συμβαίνει γιατί τέτοια έργα δεν φέρνουν ψήφους. Δαπανούμε πολύ περισσότερα χρήματα για την κατάσβεση των πυρκαγιών και πολύ λιγότερα για τον κρίσιμο τομέα της πρόληψης. Παντού όπου πηγαίνω στην Ελλάδα, μετά από μία φυσική καταστροφή, οι άνθρωποι που συναντώ δικαίως διαμαρτύρονται για την έλλειψη αντιπλημμυρικών έργων, αντιπυρικών ζωνών, δασικών δρόμων, αντιδιαβρωτικών έργων, γενικότερα μιας προνοητικότητας απέναντι στη φυσική καταστροφή. Οι πυρκαγιές του καλοκαιριού είναι το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ήταν μία απολύτως προβλέψιμη φυσική καταστροφή – συζητούσαμε όλο τον χρόνο για την πιθανότητα μιας καταστροφικής πυρκαγιάς λόγω των επικείμενων έντονων φαινομένων καύσωνα- και αυτό κάνει την αποτυχία της κυβέρνησης ακόμη μεγαλύτερη. Είχα καταθέσει μάλιστα μια κοινοβουλευτική ερώτηση, λίγο μετά τη μεγάλη πυρκαγιά στα Γεράνεια Όρη, τον περασμένο Μάιο: πόσα χιλιόμετρα αντιπυρικών ζωνών έχουν διανοιγεί τα τελευταία 20 χρόνια; Πήρα κάποιες αποσπασματικές απαντήσεις από διάφορα Υπουργεία για άλλα επιμέρους ζητήματα που έθετα στην ερώτησή μου. Απάντηση όμως για το συγκεκριμένο δεν πήρα ποτέ. Και όχι γιατί δεν είχε διάθεση το Υπουργείο να μου απαντήσει. Αλλά γιατί πολύ φοβούμαι πως τέτοια στοιχεία δεν υπάρχουν καν.

Οι πρόσφατες κακοκαιρίες στην Εύβοια έδειξαν ότι ο κρατικός μηχανισμός θα πρέπει να δείξει ευελιξία και ταχύτητα ώστε να προχωρήσουν άμεσα τα έργα αποκατάστασης των περιοχών που καταστράφηκαν από τις πυρκαγιές. Ποιο είναι το σχέδιο της επόμενης ημέρας που προτείνετε εσείς για τις περιοχές που δέχτηκαν το μεγαλύτερο πλήγμα και ποιος ο ορίζοντας ολοκλήρωσής του;

Η Εύβοια οφείλει να βρίσκεται στη σκέψη μας συνέχεια. Και ό,τι αποφασιστεί, να γίνει με την ενεργό συμμετοχή και έγκριση της τοπικής κοινωνίας. Η κυβέρνηση προέβη σε μία κίνηση αντιπερισπασμού με την τοποθέτηση του κ. Στ. Μπένου ως επικεφαλής της σχετικής προσπάθειας ανασυγκρότησης της περιοχής. Αυτό που είχα πει τότε, και επιμένω, είναι να μη λειτουργήσει η επιλογή του κ. Μπένου ως «κολυμβήθρα του Σιλωάμ» για την υποχρέωση που βαρύνει την κυβέρνηση, να προχωρήσει σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο παραγωγικής και περιβαλλοντικής ανασυγκρότησης της περιοχής. Το μοντέλο «συγκεντρώνω όλη την εξουσία σε μία Επιτροπή στο Μαξίμου» με βρίσκει κατηγορηματικά αντίθετο. Εξυπηρετεί μόνο την επικοινωνιακή ανάγκη να φανεί πως η κυβέρνηση έχει τον έλεγχο της κατάστασης, εικόνα που κατέρρευσε πλήρως μετά τις πυρκαγιές του καλοκαιριού. Έχουμε ανάγκη από ένα σχέδιο που θα προκύψει όχι από κάποια γραφεία αλλά από εξαντλητική διαβούλευση, πρωτίστως με την τοπική κοινωνία αλλά και μέσα στη Βουλή με το σύνολο του πολιτικού κόσμου. Από το είδος των αναδασώσεων που θα επιλεγούν μέχρι τα οικονομικά κίνητρα, τα χρηματοδοτικά εργαλεία, τα προγράμματα: ΌΛΑ πρέπει να τεθούν στο τραπέζι και να συζητηθούν διεξοδικά. Το μόνο που ξέρουμε μέχρι στιγμής για την Εύβοια, και το έχει παραδεχτεί η κυβέρνηση στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου που άσκησα, είναι πως ακόμη και τα πρώτα αντιπλημμυρικά έργα, κατά βάση τα αντιδιαβρωτικά δηλαδή, που θα έπρεπε να είναι πρώτη προτεραιότητα μετά τις πυρκαγιές, έχουν καθυστερήσει απελπιστικά. Θα ολοκληρωθούν, αν ολοκληρωθούν, με το νέο έτος. Για τον λόγο αυτό άλλωστε ζήσαμε άλλη μία, απολύτως προβλέψιμη, καταστροφή, με τις πρόσφατες πλημμύρες κατά την κακοκαιρία «Αθηνά». Δυστυχώς, παρά τις ανακρίβειες που προωθεί η κυβέρνηση κατά καιρούς, οι αποζημιώσεις σε πολλές περιοχές που έχουν πληγεί από φυσικές καταστροφές καθυστερούν. Ρωτήστε τους κατοίκους της Σάμου, για παράδειγμα, για το αν έχουν αποζημιωθεί από τον μεγάλο σεισμό και την πλημμύρα που ακολούθησε, ένα χρόνο πριν. 

Όλο και περισσότεροι πλέον συνδέουν τις φυσικές καταστροφές (πλημμύρες, πυρκαγιές κ.λ.π.) με την κλιματική αλλαγή. Με δεδομένο ότι αποτελεί ένα πολύ σημαντικό ζήτημα που θα μας απασχολήσει και τα επόμενα χρόνια, με ποιον τρόπο θα μπορούσε η βελτίωση των υποδομών να συντελέσει στην καλύτερη προστασία νοικοκυριών αλλά και επιχειρήσεων, και εν γένει της χώρας;

Η κλιματική αλλαγή, και οι επιπτώσεις της στη ζωή μας, θα έπρεπε να μας απασχολούν εδώ και δέκα χρόνια, όχι σήμερα, ούτε στο μέλλον. Δυστυχώς εδώ βλέπουμε την ίδια κακοδαιμονία για την οποία μιλήσαμε νωρίτερα: την αλλεργία της κοινωνίας και της πολιτικής τάξης σε οποιαδήποτε λογική πρόληψης και προνοητικότητας. Είναι ενδεικτική η ελαφρότητα με την οποία υποδέχτηκε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα τις σχετικές παραινέσεις του Γιώργου Παπανδρέου όταν ως πρωθυπουργός μιλούσε για την επερχόμενη κλιματική κρίση και την αναγκαιότητα της “πράσινης οικονομίας”. Με τους εξυπνακισμούς (“πράσινα άλογα”) της τότε αντιπολίτευσης χάσαμε πάνω από δέκα χρόνια. Σήμερα πια, η κλιματική κρίση βρίσκεται εδώ. Είναι μια πραγματικότητα, την οποία η κυβέρνηση γνώριζε όταν ανέλαβε την εξουσία, και πολύ περισσότερο όταν, κατά τη διάρκεια της θητείας της, έκανε σειρά από άστοχες αλλαγές στο νομικό πλαίσιο και την οργανωτική δομή της Πολιτικής Προστασίας. Θυμίζω ότι η σημερινή κυβέρνηση έχει ήδη, εν χορδαίς και οργάνοις, «αναμόρφωσε ριζικά» την Πολιτική Προστασία τον Φεβρουάριο του 2020, με ένα νομοσχέδιο που εμείς στο Κίνημα Αλλαγής καταψηφίσαμε, καθώς ουσιαστικά δεν έλυνε κανένα πρόβλημα· απλώς δημιουργούσε περαιτέρω σύγχυση αρμοδιοτήτων και μια σειρά από νέες οργανωτικές δομές, όπως του Περιφερειακού Συντονιστή Πολιτικής Προστασίας, που αποδείχθηκαν παντελώς ανεπαρκείς. Στην πράξη, το εγχείρημα έχει αποτύχει σε όλα τα επίπεδα. Αυτή τη στιγμή γνωρίζουμε ότι ακόμη κι αν οι διεθνείς προσπάθειες για τη μείωση της υπερθέρμανσης του πλανήτη τελεσφορήσουν – και αυτό δυστυχώς είναι αβέβαιο ακόμη – για αρκετά χρόνια θα ζούμε με ακραία καιρικά φαινόμενα, με έντονους, συχνότερους καύσωνες, με μεγάλες πυρκαγιές, με πλημμύρες. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι. 

Ποια χρηματοδοτικά εργαλεία έχουμε στα χέρια μας και ποιος ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ειδικά σε ζητήματα όπως οι φυσικές καταστροφές ως συνέπεια της κλιματικής κρίσης;

Ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή και η προστασία από τις φυσικές καταστροφές αποτελούν την πεμπτουσία της συμμετοχής μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Προβλήματα δηλαδή που δεν σταματούν στα φυσικά σύνορα κάποιας χώρας, προβλήματα τόσο μεγάλα που δεν μπορεί κανένα κράτος από μόνο του να τα αντιμετωπίσει. Χρειάζεται, συνεπώς, να συνθέσουμε δυνάμεις για να τα καταφέρουμε. Ειδικά τα τελευταία χρόνια έχουν δημιουργηθεί εργαλεία όπως το Ταμείο Αλληλεγγύης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και το rescEu, ο ευρωπαϊκός μηχανισμός πολιτικής προστασίας, ο οποίος μάλιστα ενεργοποιήθηκε κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών πυρκαγιών, όπως είχε ζητήσει το Κίνημα Αλλαγής. Αλλά και από τα υπόλοιπα κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ταμείο Συνοχής, το Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης είναι σίγουρο ότι μπορούν να βρεθούν σημαντικοί πόροι ώστε να χρηματοδοτήσουμε, τουλάχιστον εν μέρει, μια ριζική αναδιάρθρωση της πολιτικής προστασίας στη χώρα. Οι προτεραιότητες του ελληνικού σχεδίου για το Ταμείο Ανάκαμψης οφείλουν να συμβαδίσουν με αυτή την πραγματικότητα. Δυστυχώς, η κυβέρνηση επέλεξε, ακόμα και σε αυτή την εξαιρετικά κρίσιμη ευκαιρία για το μέλλον της χώρας, να λειτουργήσει συγκεντρωτικά, χωρίς να υπολογίσει ούτε τη Βουλή ούτε τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας. Έτσι καταλήξαμε πάλι σε ένα σχέδιο «από τα πάνω» χωρίς ουσιαστική διαβούλευση τον φορέων που θα μπορούσαν να συμβάλουν αποφασιστικά στη διαμόρφωση του σχεδίου, όπως για παράδειγμα, μιας και μιλάμε στο «Εργοληπτικό Βήμα», η ΠΕΣΕΔΕ.

Οι ανακοινώσεις των αρμόδιων φορέων μετά από κάθε γεγονός φυσικής καταστροφής δημιουργούν μία εικόνα σύγχυσης αρμοδιοτήτων. Υπάρχει κατά την γνώμη σας σύγχυση αρμοδιοτήτων: Απαιτείται νέο θεσμικό πλαίσιο που θα αποσαφηνίζει τις αρμοδιότητες και θα ενισχύσει την δράση του επιτελικού κράτους στην αντιμετώπιση παρόμοιων γεγονότων; Τι θα πρέπει να περιλαμβάνει; Φέρουν οι Έλληνες πολίτες ατομική ευθύνη για την προστασία τους από τις φυσικές καταστροφές;

Θίγετε άλλο ένα τεράστιο πρόβλημα που έχω επισημάνει πολλές φορές. Αμέσως μετά την κακοκαιρία «Μήδεια», τον περασμένο χειμώνα, ζήτησα από τους συνεργάτες μου να ψάξουν να βρουν πόσα υπουργεία και άλλες υπηρεσίες του Δημοσίου είναι υπεύθυνες για τα θέματα αυτά. Θα θυμάστε πως η μισή Βόρεια Αττική είχε μείνει χωρίς ρεύμα γιατί δεν συμφωνούσαμε για το αν το κάψιμο των κλαδιών και των δέντρων είναι αρμοδιότητα της κεντρικής κυβέρνησης ή της τοπικής αυτοδιοίκησης. Αυτό που ανακαλύψαμε λοιπόν είναι πως για το θέμα των αντιπλημμυρικών εμπλέκονται τουλάχιστον πέντε υπουργεία (Οικονομικών, Εσωτερικών, Υποδομών, Περιβάλλοντος, Πολιτικής Προστασίας) από το κεντρικό κράτος, οι κατά τόπους αποκεντρωμένες διοικήσεις και φυσικά οι δύο βαθμοί της τοπικής αυτοδιοίκησης. Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως ακόμη και καλή διάθεση να υπάρχει από την πλευρά της διοίκησης, οι διαδικασίες γίνονται απελπιστικά χρονοβόρες και αναποτελεσματικές. Η κυβέρνηση διαρκώς εξαγγέλει πως θα απλοποιήσει τις διαδικασίες, θα ξεκαθαρίσει τις αρμοδιότητες, αλλά στην πράξη ουδέν. Πρέπει να πάμε σε ένα μοντέλο αποφασιστικής αποκέντρωσης.

Διαβάστε επίσης

Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για λόγους επισκεψιμότητας και στατιστικών. Συνεχίζοντας την περιήγηση, αποδέχεστε τη χρήση αυτών των cookies Αποδοχή Περισσότερα