Δικαιοσύνη: Ο μεγάλος ασθενής (μέρος Β)

Ο νομικός σύμβουλος της ΠΕΣΕΔΕ, Σωτήριος Μπρέγιαννος, παρουσιάζει το δεύτερο μέρος της μεγάλης ανάλυσης για τον τομέα της δικαιοσύνης και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει αναλύοντας στο “Εργοληπτικόν Βήμα” τις θεμελιώδεις υποχρεώσεις του κράτους.

 

Σωτήρης Ν. Μπρέγιαννος, Δικηγόρος Αθηνών παρ΄Αρείω Πάγω, Νομικός Σύμβουλος ΠΕΣΕΔΕ

1.Σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ΄΄καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει΄΄.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1976 και κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος έχει υπερνομοθετική ισχύ (δηλαδή υπερισχύει από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη του νόμου) ΄΄ παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων πάσης φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως΄΄.

Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 3 του Συντάγματος ΄΄κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη και απαγγέλλεται σε δημοσία συνεδρίαση΄΄.

2.Με τις παραπάνω διατάξεις κατοχυρώνονται ουσιώδη δικαιώματα του πολίτη και δη (α) το δικαίωμά του να μπορεί να προσφεύγει σε δικαστήριο για να προστατεύσει τα δικαιώματά του και τα συμφέροντά του, (β) το δικαίωμά του να δικάζεται η υπόθεσή του δικαίως από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, (γ) το δικαίωμά του να δικάζεται η υπόθεσή του εντός λογικής προθεσμίας και (δ) το δικαίωμά του να είναι η δικαστική απόφαση, που εκδίδεται επί της υποθέσεώς του, ειδικώς και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένη.

3.Τα δικαιώματα αυτά γεννούν, αντιστοίχως, υποχρέωση του Κράτους (α) να μην θέτει περιορισμούς και να μην παρεμποδίζει το δικαίωμα του πολίτη να αξιώνει δικαστική προστασία, (β) να διαθέτει δικαστήρια ανεξάρτητα και αμερόληπτα, που δικάζουν τις υποθέσεις δικαίως, δηλαδή με βάση το Σύνταγμα και τους ισχύοντες νόμους, (γ) να δικάζονται οι υποθέσεις εντός λογικής προθεσμίας και (δ) να είναι οι δικαστικές αποφάσεις ειδικώς και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένες. Είναι δε, εκ τούτου, προφανές ότι, εάν κάποια από τις υποχρεώσεις αυτές δεν εκπληρώνεται, τότε το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης πάσχει, το κράτος δικαίου δεν λειτουργεί και τα δικαιώματα του πολίτη παραβιάζονται.

 4.Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι σήμερα, μετά από πενήντα (50) χρόνια μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, τα ανωτέρω δικαιώματα εξακολουθούν να παραβιάζονται παρά τις πολλές μεταρρυθμίσεις, που έγιναν κατά τα χρόνια αυτά από όλες τις μέχρι σήμερα Κυβερνήσεις. Συγκεκριμένως:

4.1. Εξακολουθούν μέχρι σήμερα να διατηρούνται ή να θεσπίζονται περιορισμοί κατά την άσκηση του δικαιώματος προσφυγής του πολίτη στα δικαστήρια, όπως ενδεικτικώς οι περιορισμοί, που προβλέπονται με το άρθρο 53 του ΠΔ 18/1989, θεσπίσθηκαν στο όνομα της επιταχύνσεως της απονομής της δικαιοσύνης και της αποσυμφορήσεως των υποθέσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και ορίζουν (α) ότι η ΄΄αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης απόφασης προς την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς αμετάκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου΄΄ και (β) ότι ΄΄δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από 40.000 Ευρώ΄΄ και ΄΄ειδικώς στις διαφορές από διοικητικές συμβάσεις, όταν το ποσό αυτό είναι μικρότερο από 200.000 Ευρώ΄΄. Υπό τους περιορισμούς αυτούς (α) ο διάδικος που θέλει να καταφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας για τον έλεγχο αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου, θα πρέπει να ερευνά ολόκληρη την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή των άλλων ανωτάτων δικαστηρίων ή των διοικητικών δικαστηρίων, πράγμα εξ αρχής αδύνατον, και να εξαρτά την έκβαση της υποθέσεώς του από το αν υπάρχει ή δεν υπάρχει σχετική νομολογία, ως το Συμβούλιο της Επικρατείας ή τα άλλα ανώτατα δικαστήρια να μην μεταβάλλουν την νομολογία τους και αυτή να παραμένει σταθερή στο διηνεκές και (β)  παραμένουν στο απυρόβλητο και δεν υπόκεινται σε αναιρετικό έλεγχο αποφάσεις, που αφορούν σημαντικά χρηματικά αντικείμενα, εκτός και εάν σ’ αυτήν την χώρα πιστεύουμε πλέον ότι τα ποσά των 5.000 Ευρώ ή των 10.000 Ευρώ ή των 100.000 Ευρώ ή των 150.000 Ευρώ είναι ανάξια δικαστικής προστασίας όταν με τα ποσά αυτά μπορεί κάποιος να αγοράσει ένα αυτοκίνητο ή ένα σπίτι.

 4.2. Ένας ικανός αριθμός δικαστών όλων των δικαιοδοσιών και όλων των βαθμίδων δεν είναι ΄΄ανεξάρτητοι, αμερόληπτοι, απροσωπόληπτοι και δίκαιοι΄΄ και δεν δικάζουν με βάση το Σύνταγμα και τους ισχύοντες νόμους, αλλά δικάζουν κατ’ επιταγή των ιδεολογικών αγκυλώσεών τους, στις οποίες εκουσίως έχουν προσχωρήσει, ή κατ’ επιταγή του δημοσίου αισθήματος, στο οποίο έχουν οικειοθελώς υποβληθή, ή κατ’ επιταγή της ανοησίας τους και της ανικανότητός τους, στις οποίες οικειοθελώς έχουν αφεθή, ή κατ’ επιταγή οικονομικών παραγόντων, στην μισθοδοσία των οποίων εκουσίως έχουν ενταχθή, ή κατ’ επιταγή πολιτικών ή κομματικών παραγόντων, στην υπηρεσία των οποίων εκουσίως έχουν υπαχθή, ή κατ’ επιταγή θρησκευτικών κύκλων, ΄΄γερόντων΄΄ και ΄΄πνευματικών΄΄, στην υπηρεσία των οποίων έχουν πνευματικώς υποταχθή, ή κατ’ επιταγή φίλων και ΄΄εξαδέλφων΄΄, στην υπηρεσία των οποίων οικειοθελώς έχουν διατεθή. Η κατάσταση αυτή καταλύει το κράτος δικαίου, που επιβάλλουν το Σύνταγμα και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, και αναιρεί το ουσιώδες δικαίωμα του πολίτη να τύχει δίκαιης δίκης. Θα απαιτούντο πολλές σελίδες για να σκιαγραφηθή ξεχωριστά κάθε κατηγορία δικαστών από τους παραπάνω, να αναλυθή η ψυχοπαθολογία εκάστης των ανωτέρω κατηγοριών δικαστών και να καταγραφούν οι συνέπειες της δράσεως και της συμπεριφοράς των εν λόγων δικαστών για την έννομη τάξη και για την κοινωνία. Προς επίρρωση, όμως, των ανωτέρω αξίζει μόνον να αναφερθή ότι στις εξετάσεις υποψηφίων δικαστών, που έγιναν πριν από λίγα χρόνια, τέθηκε ως θέμα γενικής παιδείας η κριτική που ασκείται στις δικαστικές αποφάσεις και ότι οι 410 από τους 423 υποψηφίους δεν έγραψαν ότι ο δικαστής αποφασίζει με βάση το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους και ότι παραμένει ανεπηρέαστος στην κρίση του από κάθε είδους κριτική, αλλά έγραψαν ότι ο δικαστής ΄΄πρέπει να αφουγκράζεται την κοινωνία και την κριτική που ασκείται απ’ αυτήν στις δικαστικές αποφάσεις΄΄. Όμως, κάθε άλλη αναφορά στο ζήτημα αυτό αναιρεί τον μεγάλο και σπουδαίο αγώνα που καθημερινώς δίνει ένας αριθμός δικαστών, που θέλουν να είναι δίκαιοι, ανεξάρτητοι και αμερόληπτοι και που μας υποχρεώνουν να πιστεύουμε ότι υπάρχει ακόμα λόγος για να προσφεύγουμε στα δικαστήρια.

4.3. Ελάχιστες υποθέσεις εκδικάζονται εντός λογικής προθεσμίας, δηλαδή εντός προθεσμίας συναρτημένης με την φύση της υποθέσεως και με την βαρύτητα αυτής, με τις πραγματικές συνθήκες και με τα οικονομικά, προσωπικά και κοινωνικά συμφέροντα των διαδίκων. Αντιθέτως, ο μεγάλος όγκος των υποθέσεων εκδικάζονται μετά από πολλά χρόνια (από 5 μέχρι 20), όταν πλέον είναι ενδεχόμενο οι διάδικοι (ή ένας εξ αυτών) να μην ζουν , ή όταν ενδεχομένως έχουν μεταβληθή οι συνθήκες, που ίσχυαν όταν ξεκίνησε η υπόθεση. Καμία δε αποζημίωση, σαν αυτήν που προβλέπεται από τον Ν. 4055/2014 ή από άλλα νομοθετήματα, δεν μπορεί να άρει τις συνέπειες στην καθυστερημένη εκδίκαση της υποθέσεως. Τα αίτια για τα οποία καθυστερεί η εκδίκαση των υποθέσεων θα αποτελέσουν το αντικείμενο του επομένου σημειώματος, αλλά αυτό που πρέπει να αναφερθή είναι ότι η διάρκεια μιας δίκης αποτελεί το επιστέγασμα του νομικού πολιτισμού μιας κοινωνίας και τον καθρέπτη των παραδοχών της, των προτεραιοτήτων της και των προσδοκιών της.

4.4. Η αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων, η οποία πρέπει να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αποτελεί ουσιώδη εγγύηση υπέρ των υποκειμένων στην εξουσία του δικαστηρίου διαδίκων, ώστε οι αποφάσεις να μην είναι αποτέλεσμα δικαστικής αυθαιρεσίας αλλά προϊόν συλλογισμών του δικαστή σε σχέση με τα στοιχεία της υποθέσεως και την υπαγωγή τους στις διατάξεις του νόμου. Όμως, η απαίτηση για ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δεν μπορεί να αποτελεί τροχοπέδη στην ταχύτητα της απονομής της δικαιοσύνης και την δι’ αυτής εκδηλουμένη ΄΄συστημική κακοδικία΄΄ με την ανάλωση του δικαστή σε απέραντους συλλογισμούς και σε φλυαρίες, που δίδουν την εικόνα ότι ο δικαστής με την απόφασή του δεν επιχειρεί την αιτιολόγηση της κρίσεώς του αλλά ότι ΄΄απολογείται΄΄ στον ηττημένο διάδικο για την απόφασή του.

5.Η εκ μέρους του κράτους προσήκουσα εκπλήρωση των ανωτέρω υποχρεώσεών του πρέπει να αποτελεί το πρώτιστο και το μέγιστο μέλημα όλων των Κυβερνήσεων, που θέλουν να μεταρρυθμίσουν τα πράγματα στην Δικαιοσύνη, και καμία μεταρρύθμιση δεν θα επιτύχει εάν προηγουμένως δεν επιλυθούν τα ζητήματα, που συναρτώνται με τις ανωτέρω υποχρεώσεις του κράτους, και δη (α) εάν δεν καταργηθούν οι πάσης φύσεως περιορισμοί στο δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, (β) εάν δεν αποκτήσουμε δικαστές ανεξάρτητους, αμερόληπτους και δίκαιους, που θα δικάζουν με βάση το Σύνταγμα και τους νόμους, (γ) εάν οι υποθέσεις δεν δικάζονται ταχύτατα και (δ) εάν δεν προσδοθή στις δικαστικές αποφάσεις το προσήκον μέτρο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.

πηγή: Εργοληπτικόν Βήμα Νο_138 της ΠΕΣΕΔΕ

 Ακολουθήστε το gobhma.gr στο Google News για να έχετε έγκαιρη & έγκυρη τεχνική ενημέρωση

Αυτά και άλλα πολλά άκρως ενδιαφέροντα στο περιοδικό της ΠΕΣΕΔΕ που κυκλοφορεί – ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ! Καλή ανάγνωση!
Διαβάστε επίσης

Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για λόγους επισκεψιμότητας και στατιστικών. Συνεχίζοντας την περιήγηση, αποδέχεστε τη χρήση αυτών των cookies Αποδοχή Περισσότερα