Τα τρία σημεία που διαχωρίζουν την Ελλάδα του σήμερα από την κρίση του 2010

Γράφει στο  Εργοληπτικόν Βήμα Νο_131 ο Γιάννης Παπαδογιάννης δημοσιογράφος Διευθυντής της BUSINESSDAILY.GR

Γιάννης Παπαδογιάννης
Δημοσιογράφος Διευθυντής
BUSINESSDAILY.GR

Παρά το «άλμα» της οικονομίας του 2022, η Ελλάδα, όπως και συνολικά η Ευρώπη βρίσκεται λίγο πριν από τον δυσκολότερο χειμώνα μεταπολεμικά. Τρία σημεία – «κλειδιά» τροφοδοτούν την αισιοδοξία για την πορεία της χώρας και την ανάκτηση του χαμένου εδάφους.

Με αιχμή τα έσοδα ρεκόρ του τουρισμού, την ισχυρή αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών αλλά και την καλή πορεία των δημοσίων εσόδων η εγχώρια οικονομία επιτυγχάνει την εφετινή χρονιά επιδόσεις που ξεπερνούν και τις πλέον αισιόδοξες εκτιμήσεις.

Παρά τις σημαντικές επιπτώσεις και την μεγάλη διαταραχή που προκαλεί στην παγκόσμια οικονομία ο πόλεμος στην Ουκρανία, η εντεινόμενη ενεργειακή κρίση και ο καλπασμός του πληθωρισμού η Ελλάδα κατορθώνει στην δύσκολη αυτή συγκυρία όχι απλά να παραμένει αλώβητη, αλλά και να ενισχύει τη θέση της σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρώπης.

Η Ελλάδα το 2022 θα πετύχει, λόγω της μεγάλης αύξησης του ΑΕΠ, με θεαματική μείωση κατά 20 μονάδες της σχέσης χρέος προς ΑΕΠ, και το οποίο αναμένεται να διαμορφωθεί στο 180% έναντι λίγο υψηλότερα του 200% που ήταν στο τέλος του 2021.

Στις δυσκολίες έρχεται να προστεθεί η αντίδραση των κεντρικών τραπεζών στον πληθωρισμός με απότομες και μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων και γενικότερη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής.

Η απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου προσέγγισε τις προηγούμενες ημέρες το 5% από 0,53% λίγους μήνες πριν, ενώ ισχυρές πιέσεις δέχθηκαν και οι ιταλικοί κρατικοί τίτλοι, με το ιταλικό 10ετές να αγγίζει το 4,5%, εικόνα που έκανε πολλούς να ανησυχούν για μια νέα κρίση χρέους στην Ευρώπη συμπαρασύροντας την Ελλάδα σε νέες σοβαρές περιπέτειες. Ορισμένοι αναλυτές μάλιστα κάνουν λόγω για αναλογίες με την περίοδο 2009 – 2010 και την εκκίνηση της μεγάλης δημοσιονομικής κρίσης που εκτροχίασε την Ελλάδα.

Η πίεση των αγορών δεν είναι τυχαία καθώς οι συνθήκες διεθνώς έχουν επιδεινωθεί δραστικά,και οι επενδυτές σπεύδουν να δείξουν τις χώρες – συνήθεις ύποπτους της ευρωζώνης, ωστόσο, η σύνδεση της αύξησης της απόδοσης του 10ετούς σήμερα με την κατάσταση της Ελλάδας το 2010 είναι άστοχη. Η εγχώρια οικονομία βρίσκεται σε σχετικά ισχυρή θέση, με τα δημοσιονομικά υπό έλεγχο και την κυβέρνηση να κατανοεί πλήρως τη σημασία της δημοσιονομικής σταθερότητας.

Επιπλέον η εγχώρια οικονομία εμφανίζει σημαντικές δυνατότητες ανάπτυξης την διετία 2022 – 2023. Η ανάπτυξη θα υπερβεί σημαντικά τον μέσο όρο της ευρωζώνης καθώς οι πιέσεις που δέχονται οι ευρωπαϊκές οικονομίες από την τρέχουσα κρίση είναι μεγαλύτερες. Έτσι, η τρέχουσα κρίση, που τροφοδοτείται από τις γεωπολιτικές εξελίξεις, την ενεργειακή κρίση και τις πληθωριστικές πιέσεις σε κάποιο βαθμό ευνοεί την προσπάθεια της Ελλάδας να καλύψει ταχύτερα τη χαμένη απόσταση από την ευρωζώνη.

Με άλλα λόγια αν η χώρα παραμείνει προσηλωμένη στη δημοσιονομική πειθαρχία και την προσέλκυση επενδύσεων μπορεί εύλογα να περιμένει καλύτερες ημέρες, παρά την δύσκολη διεθνή συγκυρία και τις επιπτώσεις που αναπόδραστα θα έχουμε σε δεύτερο χρόνο, σε ένα περιβάλλον ύφεσης, πληθωρισμού και υψηλών επιτοκίων.

ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΗΜΕΙΑ ΠΟΥ ΚΑΝΟΥΝ ΤΗ ΔΙΑΦΟΡΑ

Σύμφωνα με οικονομολόγους τρία είναι τα βασικά σημεία που διαφοροποιούν τη χώρα σε σχέση με την κρίση χρέους του 2010 και τροφοδοτούν την αισιοδοξία για την πορεία της χώρας και την ανάκτηση του χαμένου εδάφους:

  1. Ισχυρή οικονομική ανάπτυξη. Η ελληνική οικονομία θα σημειώσει το 2022 ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, επιτυγχάνοντας υπερδιπλάσιο ρυθμό μεγέθυνσης σε σχέση με το μέσο όρο της ευρωζώνης. Στο δεύτερο τρίμηνο ο ρυθμός ανάπτυξης ανήλθε στο εντυπωσιακό +7,7% ενώ την εφετινή χρονιά το εγχώριο ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κοντά στο +6%, έναντι +2,4% της ευρωζώνης, με ώθηση από δυο ισχυρούς «αναπτυξιακούς κινητήρες». Ο πρώτος είναι η εξαιρετική πορεία του τουρισμού με τα έσοδα να φτάνουν την φετινή χρονιά τουλάχιστον τα 17 δισ. ευρώ (πλησιάζοντας τα επίπεδα του 2019) έναντι 10 δισ. ευρώ το 2021 – ενώ αρκετές εκτιμήσεις βάζουν τον πήχη ακόμα υψηλότερα. Ο δεύτερος «αναπτυξιακός κινητήρας» είναι ή ώθηση από την πλήρη επιστροφή της εγχώριας οικονομίας στην κανονικότητα και την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Απρίλιο, παρά τον πόλεμο και την πληθωριστική έξαρση, οι πωλήσεις λιανικής αυξήθηκαν κατά +30% σε σχέση με τον Απρίλιο του 2021. Αφαιρώντας την επίδραση του πληθωρισμού η πραγματική αύξηση ξεπερνά το 20%, επίδοση εντυπωσιακή. Η ισχυρή αύξηση της κατανάλωσης αποτυπώνει την διάθεση του κόσμου να επιστρέψει σε πλήρη κανονικότητα μετά από δύο χρόνια περιορισμών αλλά και τις αυξημένες αποταμιεύσεις που του επιτρέπουν να απορροφήσει τις πληθωριστικές πιέσεις. Η ισχυρή μεγέθυνση του ΑΕΠ θα οδηγήσει στο τέλος του έτους σε μεγάλη πτώση της σχέσης χρέος προς ΑΕΠ από 205% σήμερα σε περίπου 177%, με προοπτική περαιτέρω σημαντικής βελτίωσης το 2023. Η ισχυρή ανάπτυξη σε σχέση με τις άλλες χώρες της ευρωζώνης που υφίστανται μεγαλύτερες πιέσεις εξαιτίας της τρέχουσας κρίσης θα βοηθήσει την Ελλάδα να καλύψει πιο γρήγορα την απόσταση από την ΕΕ. Ώθηση το 2023 αναμένεται να δώσουν οι εξαγωγές και οι επενδύσεις, με το Ταμείο Ανάκαμψης να συμβάλει καθοριστικά.
  2. Ιδιαίτερα ευνοϊκό προφίλ χρέους μικρές ανάγκες αναχρηματοδότησης. Σε αντίθεση με το 2010 που το ελληνικό χρέος ήταν όλο στην αγορά και οι ανάγκες αναχρηματοδότησης της Ελλάδας πολύ μεγάλες, σήμερα η κατάσταση είναι ριζικά διαφορετική. Πάνω από το 70% του κρατικού χρέους διακρατείται από τον επίσημο τομέα και βρίσκεται εκτός αγορών. Σήμερα το ελληνικό χρέος έχει μια μέση διάρκεια 20 ετών με σταθμισμένο μέσο κόστος εξυπηρέτησης στο 1,4%, δηλαδή είναι διασφαλισμένο από τις αυξήσεις των επιτοκίων. Επιπλέον οι ετήσιες ανάγκες αναχρηματοδότησης είναι πολύ μικρές. Αντίθετα, η Ιταλία βρίσκεται σε πολύ πιο ευάλωτη θέση έχοντας μέση διάρκεια χρέους τα 8 χρόνια με μεγάλες ανάγκες αναχρηματοδότησης.
  3. Ανάκτηση αξιοπιστίας, επάνοδος στην κανονικότητα. Πέραν του δημοσιονομικού αδιεξόδου, και της μη προετοιμασίας της χώρας για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της τότε χρηματοοικονομικής κρίσης, ένας βασικός λόγος για τον εκτροχιασμό της Ελλάδας το 2010 ήταν η αναξιοπιστία της χώρας, για το πραγματικό μέγεθος των ελλειμμάτων και του χρέους -τα διαβόητα Greek statistics που στιγμάτισαν τη χώρα για πολλά χρόνια. Η Ελλάδα πλέον έχει επουλώσει τα τραύματα των Greek statistics και της αναξιοπιστίας, με την κυβέρνηση Μητσοτάκη να έχει καταφέρει να οδηγήσει τη χώρα στην άλλη πλευρά, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η τρέχουσα κρίση δεν σχετίζεται με την Ελλάδα αλλά είναι απόρροια γενικότερων εξελίξεων. Βλέποντας την εξέλιξη του οικονομικού κλίματος την τελευταία εικοσαετία φαίνεται ότι η Ελλάδα κινήθηκε δυο φορές σε πορεία απόκλισης από την ΕΕ. Την περίοδο 2010 – 2013 το κλίμα στην Ελλάδα κινήθηκε πτωτικά σε πλήρη αντίθεση από την εξέλιξη του κλίματος στην ευρωζώνη, ενώ η χώρα επανήλθε σε πορεία σύγκλισης το 2013 – 2014 με την κυβέρνηση Σαμαρά. Ακολούθησε μια χωρίς προηγούμενο βύθιση του οικονομικού κλίματος και απόκλισης της Ελλάδας από την ΕΕ το 2015, με την απόκλιση να διατηρείται καθ’ όλη την περίοδο διακυβέρνησης Τσίπρα – Καμένου. Αυτό άλλαξε το 2019 με την κυβέρνηση Μητσοτάκη να επανασυνδέει τη χώρα με την ΕΕ, οδηγώντας μάλιστα το 2020 το οικονομικό κλίμα στην Ελλάδα σε επίπεδο ρεκόρ ξεπερνώντας το κλίμα στην ΕΕ. Στη συνέχεια, μέχρι σήμερα, το οικονομικό κλίμα στη χώρα κινείται σε απόλυτο συντονισμό με το κλίμα στην ευρωζώνη. Η εξέλιξη του κλίματος δείχνει ότι σε αντίθεση με το 2010 και 2015 όταν η εκτόξευση του κόστους δανεισμού του δημοσίου ήταν αποτέλεσμα προβλημάτων της Ελλάδας, τώρα η αύξηση του κόστους είναι αποτέλεσμα των διεθνών συνθηκών.

ΝΕΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΚΑΙ ΑΠΕΙΛΕΣ

Και μπορεί πλέον να μην κινδυνεύουμε από τις αναταράξεις στις αγορές ομολόγων και την αύξηση των επιτοκίων, ωστόσο, υπάρχουν άλλοι σοβαροί κίνδυνοι που θα μπορούσαν να προκαλέσουν νέες πιέσεις και κλυδωνισμούς.

Η Ελλάδα το 2023 θα πρέπει να επιστρέψει σε πρωτογενές πλεόνασμα, κάτι όχι εύκολο σε μια εκλογική χρονιά και με ένα εκλογικό σώμα εθισμένο και «εκπαιδευμένο» τα προηγούμενα χρόνια στις οριζόντιες επιδοτήσεις. Τα δημοσιονομικά περιθώρια θα είναι περιορισμένα, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ένα μέρος των εφετινών υπέρ – εσόδων οφείλεται στην επίδραση του πληθωρισμού. Σε περίπτωση δημοσιονομικών αναταράξεων και αδυναμίας επίτευξης των στόχων, η Ελλάδα θα μπορούσε ξανά να μπει στο… μάτι των αγορών, να «χάσει» το κρίσιμο ραντεβού με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και να εισέλθει σε ένα νέο κύκλο αβεβαιότητας και πιέσεων.

Η επερχόμενη ύφεση στην Ευρώπη θα έχει επιπτώσεις το 2023 τόσο στον τουρισμό όσο και τις εξαγωγές με επιπτώσεις στην οικονομία. Μια εξασθένηση των εξαγωγών, σε συνδυασμό με τον καλπασμό των εισαγωγών που σημειώνεται την εφετινή χρονιά, θα μπορούσε να επιδεινώσει ακόμα περισσότερο το εμπορικό έλλειμμα.

Προϋπόθεση για την διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής της εγχώριας οικονομίας αποτελεί η περαιτέρω αύξηση των επενδύσεων τα επόμενα χρόνια (το Ταμείο Ανάκαμψης συμβάλει καθοριστικά στην κατεύθυνση αυτή). Πρόκειται για τομέα στον οποίο η κυβέρνηση έχει πετύχει πολλά και δουλεύει συστηματικά, ωστόσο η προοπτική ύφεσης στην Ευρώπη και η άνοδος των επιτοκίων διαμορφώνουν ένα περιβάλλον που δεν είναι ελκυστικό για επενδύσεις.

Επιπρόσθετα οι επενδύσεις συνδέονται άμεσα με την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων, οι οποίες δεν προχωρούν με τον απαιτούμενο ρυθμό. Ειδικά σε ορισμένους κρίσιμους τομείς, όπως τη Δικαιοσύνη, τα βήματα που πραγματοποιούνται είναι μικρά και άτολμα. Με την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό «πληγωμένους» από την υπόθεση των παρακολουθήσεων, τη χώρα να εισέρχεται στο εκλογικό 2023 και τους περιορισμούς που δημιουργούν ο πληθωρισμός και η διεθνής κρίση, πολύ δύσκολα θα δούμε τους επόμενους μήνες ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες για την υποστήριξη της ανάπτυξης.

Ο σημαντικότερος κίνδυνος για τη χώρα δεν είναι οικονομικός αλλά πολιτικός. Το πολιτικό ρίσκο και η έκβαση των επόμενων εθνικών εκλογών αποτελούν και θα αποτελούν τους επόμενους μήνες μια μεγάλη εστία ανησυχίας και αβεβαιότητας. Το εκλογικό αποτέλεσμα και ο σχηματισμός ισχυρής κυβέρνησης θα καθορίσουν την αντιμετώπιση των κρίσιμων οικονομικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η χώρα. Χωρίς ισχυρή κυβέρνηση και ξεκάθαρη οικονομική πολιτική, η Ελλάδα δεν πρόκειται να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα και αν αυτό δεν το πετύχουμε μέχρι το καλοκαίρι του 2023 ο χρόνος θα μετρά αντίστροφα για το ξέσπασμα μιας νέας κρίσης.

Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΠΟΗΧΟΣ ΤΟΥ 2014

Το 2014, μετά από μεγάλο διάστημα αστάθειας και αβεβαιότητας, και αφού προηγήθηκαν πολλά σκληρά μέτρα η οικονομία σταθεροποιήθηκε και άρχιζε να εμφανίζει ισχυρά σημάδια ανάκαμψης. Το 2014, το ΑΕΠ για πρώτη φορά μετά από έξι χρόνια πτώσης ενισχύθηκε, οι καταθέσεις σημείωσαν σημαντική άνοδο, η ανεργία υποχώρησε, το τραπεζικό σύστημα σταθεροποιήθηκε.

Όλα έδειχναν ότι ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα για το τέλος της κρίσης και την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια. Αυτό όμως δεν συνέβη, καθώς ακολούθησε ανατροπή της κυβέρνησης, πρόωρες εκλογές, και σχηματισμός  μιας νέας κυβέρνησης που επιχείρησε να ανατρέψει τα πάντα αναζωπυρώνοντας και δίνοντας νέα (πολυετή) πνοή στην κρίση.

Κάπως έτσι και τώρα, ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετωπίζει η χώρα είναι το φάσμα μιας απότομης κυβερνητικής στροφής σε αβέβαια μονοπάτια. Σε περίπτωση μη επίτευξης αυτοδυναμίας ή ενός αξιόπιστου κυβερνητικού σχηματισμού συνεργασίας, η χώρα όχι μόνο θα χάσει πολύ γρήγορα τα οφέλη από την μεγάλη πρόοδο των τελευταίων ετών αλλά θα κινδυνέψει να παρασυρθεί ξανά στη δίνη της αβεβαιότητας.

Η υπόθεση των υποκλοπών έδειξε πόσο εύκολα μπορούν να αλλάξουν τα δεδομένα, ενώ η ακρίβεια και η ενεργειακή κρίση καθιστούν ακόμα πιο δύσκολο το στοίχημα της αυτοδυναμίας της Νέας Δημοκρατίας. Παράλληλα η υπόθεση των υποκλοπών έχει δημιουργήσει μεγάλο ρήγμα στις σχέσεις ΝΔ – ΚΙΝΑΛ ΠΑΣΟΚ, καθιστώντας δύσκολη τη μετεκλογική τους συνεργασία σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας. 

Με άλλα λόγια η Ελλάδα για άλλη μια φορά από το 2009 βρίσκεται αντιμέτωπη πρώτιστος με πολιτικές προκλήσεις η έκβαση των οποίων θα κρίνουν την επόμενη ημέρα της οικονομίας. Ορατός είναι ο κίνδυνος οι επόμενοι μήνες, που θα είναι καλοί για την οικονομία, να κυλήσουν υπό τη σκιά μιας παρατεταμένης, τοξικής, προεκλογικής περιόδου και την άνοιξη, όταν η Ευρώπη θα βγαίνει από τον πιο δύσκολο μεταπολεμικό χειμώνα η Ελλάδα θα εισέρχεται σε περίοδο εκλογών και αβεβαιότητας. Ένα κακό αποτέλεσμα και αδυναμία σχηματισμού αξιόπιστης κυβέρνησης θα βάλουν στον πάγο την πιστοληπτική αναβάθμιση της Ελλάδας γεγονός που θα οδηγήσει τη χώρα σε μια νέα περίοδο αβεβαιότητας και αστάθειας ανατρέποντας την θετική πορεία της οικονομίας.

Η μεγάλη διαφορά ωστόσο σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια είναι ότι είναι νωπές οι περιπέτειες του 2015, η αστάθεια της περιόδου 2010 – 2012 και πόσο μεγάλη ζημιά προκάλεσαν στη χώρα. Οι περιπέτειες αυτές έχουν ωριμάσει και το πολιτικό προσωπικό. Όλοι έχουν αναγνωρίσει το υψηλό τίμημα της αστάθειας και παρά την ένταση και την τοξικότητα που επικρατεί στον πολιτικό στίβο την επομένη των εκλογών, σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας, θα πρέπει να συμβιβαστούν και να συνεργαστούν.

πηγή: Εργοληπτικόν Βήμα Νο_131 της ΠΕΣΕΔΕ

Αυτά και άλλα πολλά και ενδιαφέροντα στο περιοδικό της ΠΕΣΕΔΕ που κυκλοφορεί – ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ! Καλή ανάγνωση!

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ: ΤΑ ΝΕΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΟΜΕΝΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

 

Διαβάστε επίσης

Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για λόγους επισκεψιμότητας και στατιστικών. Συνεχίζοντας την περιήγηση, αποδέχεστε τη χρήση αυτών των cookies Αποδοχή Περισσότερα