Δρ. Ανδρέας Στοϊμενίδης, Πρόεδρος ΟΣΕΤΕΕ: Σε αβεβαιότητα Εργαζόμενοι, Οικονομία, Κοινωνία. Προτάσεις για την υπέρβαση της κρίσης.
Σε αβεβαιότητα Εργαζόμενοι, Οικονομία, Κοινωνία. Προτάσεις για την υπέρβαση της κρίσης.
Έκρηξη αβεβαιότητας και ανασφάλειας και σοβαρή έλλειψη εμπιστοσύνης των εργαζομένων στην προστασία θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων και του βιοτικού τους επιπέδου, έχει επιφέρει η διπλή υγειονομική και οικονομική κρίση που βιώνουμε. Παράλληλα επιδεινώνονται και οι αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας ώστε να διασφαλίζεται ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης.
Το μέγεθος του σοκ απασχόλησης που προκάλεσε η πανδημία αποτυπώνεται στον δείκτη των συνολικών ωρών απασχόλησης σε βασικές θέσεις εργασίας, ο όποιος στη χώρα μας διαμορφώθηκε το β’ τρίμηνο του 2020 στις 62 μονάδες, έναντι 85,1 μονάδων το δ’ τρίμηνο του 2019.
Η κατάσταση αυτή αποκαλύπτει την εικόνα μιας αγοράς εργασίας όπου έχουν ανατραπεί θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα και έχει επιβληθεί de facto κατάργηση του οκταώρου και ρευστοποίηση του χρόνου έναρξης και λήξης της εργασίας. Η επικράτηση κλίματος επισφάλειας και αβεβαιότητας δεν είναι ένδειξη οικονομικής και κοινωνικής προόδου.
Υπάρχει σαφής και άμεση ανάγκη ενίσχυσης του θεσμικού πλαισίου ρύθμισης της αγοράς εργασίας με στόχο την προστασία της εργασίας και του εισοδήματος των εργαζομένων ύστερα από ουσιαστικό κοινωνικό διάλογο. Η θεσμοθέτηση αυτής της εκ΄ των προτέρων κατάργησης του οκταώρου, και μάλιστα σε βάρος της αμοιβής του εργαζομένου και σε όφελος της περαιτέρω ελαστικοποίησης του χρόνου εργασίας και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, θα είναι μια πολύ σοβαρή εξέλιξη κοινωνικής οπισθοδρόμησης. Μια τέτοια παρέμβαση, η οποία θα καταργήσει θεμελιακά εργασιακά δικαιώματα και θα επιδεινώσει τις συνθήκες εργασίας και την ποιότητα ζωής των εργαζομένων, αποκαλύπτει την πολιτική προσχηματική ρητορική περί δήθεν μετάβασης της χώρας σε ένα δίκαιο υπόδειγμα βιώσιμης μεγέθυνσης.
Ενδεικτικό του σοκ απασχόλησης είναι ότι μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου η έξοδος από το εργατικό δυναμικό αφορούσε περίπου 150 χιλιάδες εργαζόμενους σε σχέση με τους αντίστοιχους μήνες του 2019. Ο μεγαλύτερος όγκος αφορά εργαζομένους που βρίσκονται σε αναστολή εργασίας για διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών, που λαμβάνουν εισόδημα λιγότερο από το 50% του μισθού τους και διατρέχουν μεγάλο και άμεσο κίνδυνο φτωχοποίησης.
Το κόστος απώλειας εργασίας είναι ιδιαίτερα υψηλό στην Ελλάδα, καθώς σύμφωνα με το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, ύστερα από δύο χρόνια ανεργίας ο άνεργος έχει απωλέσει το 47% του εισοδήματός του. Το αποτέλεσμα αυτό κατατάσσει την Ελλάδα στην τρίτη χειρότερη θέση στην Ευρωζώνη. Το β’ τρίμηνο του 2020 ο μέσος μηνιαίος μισθός μειώθηκε κατά περίπου10% σε σχέση με το ίδιο τρίμηνο του 2019. Στο ίδιο διάστημα το ποσοστό των απασχολουμένων που λάμβανε από 0 έως 200 ευρώ αυξήθηκε από 1% σε περίπου 12%. Το ποσοστό των ατόμων που λάμβανε από 400 έως600 ευρώ μειώθηκε από 16,3% σε 12,3%, ενώ το β’ τρίμηνο του 2020 το72,9% των απασχολουμένων είχε αποδοχές λιγότερες των 1.000 ευρώ.
Παρά την αύξηση του κατώτατου μισθού τον Φεβρουάριο του 2019, το ύψος του βρίσκεται κάτω από το όριο φτώχειας και απέχει σημαντικά από το ύψος ενός μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης. Το στοιχείο αυτό λαμβάνει βαρύνουσα διάσταση αν αναλογιστεί κανείς ότι το 31% των απασχολουμένων το β’ τρίμηνο του 2020 έλαβαν αποδοχές μικρότερες του κατώτατου μισθού. Η πρόταση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ είναι ότι ο κατώτατος μισθός θα πρέπει άμεσα να προσαρμοστεί στο 60% του διάμεσου μισθού βάσει ενός προσδιορισμένου χρονοδιαγράμματος, ενώ παράλληλα όπως συμβαίνει σε κάθε πολιτισμένη χώρα, θα πρέπει επιτέλους να επαναλειτουργήσει ο θεσμός των Ελεύθερων Συλλογικών Διαπραγματεύσεων μεταξύ των κοινωνικών εταίρων για τη σύναψη Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας. Μια τέτοια θεσμική παρέμβαση θα συμβάλει καθοριστικά στη μετάβαση της χώρας σε ένα νέο υπόδειγμα βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης.
Τους τελευταίους μήνες η οικονομία βυθίστηκε ξανά σε βαθιά ύφεση και η ευθραυστότητά της επιδεινώθηκε. Το β’ τρίμηνο του 2020 το πραγματικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 15,2%. Τη μεγαλύτερη μείωση υπέστησαν η κατανάλωση και οι εξαγωγές, ενώ μικρότερη ήταν η μείωση των επενδύσεων, οι οποίες εξακολουθούν να αποτελούν το αδύναμο σημείο της ελληνικής οικονομίας.
Τα νοικοκυριά, που ουσιαστικά στηρίζουν την οικονομική δραστηριότητα των μικρών επιχειρήσεων, διατηρούν σημαντικό έλλειμμα στο ισοζύγιό τους και βρίσκονται σε δεινή χρηματοοικονομική θέση με σημαντικές επιπτώσεις στις καταναλωτικές και χρηματοοικονομικές αποφάσεις τους. Ενδεικτικό είναι ότι το β’ τρίμηνο του 2020 η ιδιωτική κατανάλωση ήταν ίση με 28,8δισ. ευρώ όταν το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019 ήταν ίση με 32,6 δισ. ευρώ.
Η διαχείριση της πανδημικής κρίσης με παρεμβάσεις που μειώνουν την απασχόληση και τις αμοιβές αναμένεται να επιδεινώσει περαιτέρω την ήδη εύθραυστη κατάσταση και το βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών.
Οι προοπτικές εξόδου της οικονομίας από την κρίση και η μετάβασή της σε διατηρήσιμη δυναμική είναι συνάρτηση της προστασίας του όγκου και της ποιότητας της απασχόλησης, και της αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος στα μεσαία και τα κατώτερα επίπεδα κατανομής του εισοδήματος.
Οι επιχειρηματικές επενδύσεις σε μεγάλη και μεσαία κλίμακα παραμένουν διαχρονικά χαμηλές και ανεπαρκείς στην ενδυνάμωση του παραγωγικού ιστού. Ο λόγος πίσω από αυτή την ανεπάρκεια δεν είναι χρηματοδοτικός καθώς ο τομέας διακρίνεται διαχρονικά από πλεόνασμα ρευστότητας και σχετικά βιώσιμη χρηματοοικονομική κατάσταση. Ο σημερινός όγκος και η διάρθρωση κυρίως των εγχώριων ιδιωτικών επενδύσεων είναι παράγοντες που προσθέτουν αβεβαιότητα στη μακροοικονομική λειτουργία της οικονομίας και αναπτυξιακή ανησυχία για την πραγματική συμβολή τους στον παραγωγικό και τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας.
Μεσοπρόθεσμα, η συνοχή, η ανθεκτικότητα και η βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας θα εξαρτηθεί από την αύξηση των ιδιωτικών, των δημόσιων και των κοινωνικών επενδύσεων με έμφαση στις πράσινες επενδύσεις. Η αύξηση των πράσινων επενδύσεων και η πράσινη αναδιάρθρωση της καταναλωτικής δαπάνης απαιτεί πολιτική και επιχειρηματική δέσμευση σε πολύ συγκεκριμένες κλαδικές και τομεακές παρεμβάσεις με στόχο την ενίσχυση της πράσινης παραγωγικότητας.
Όπως έχουμε τονίσει επανειλημμένως, η οικονομική ανάπτυξη της χώρας είναι στρατηγικά συνδεδεμένη με τον τομέα των κατασκευών. Ο κατασκευαστικός κλάδος αποτελεί αναπτυξιακό εργαλείο, που υπο αποδίδει στην χώρα μας την τελευταία δεκαετία. Επιπλέον, το πρώτο εννεάμηνο του 2020 χάθηκε η ευκαιρία ενός βραχυπρόθεσμου προγραμματισμού υλοποίησης παραγωγής κατασκευαστικού έργου υψηλής έντασης στον χώρο της Υγείας, για την υγειονομική θωράκιση της χώρας απέναντι στον covid- 19. Με αναβάθμιση ανενεργών και υφιστάμενων μονάδων και επέκταση νέων όπου αυτό χρειαζόταν. Για παράδειγμα, η Θεσσαλονίκη μεταξύ άλλων πληρώνει ακριβά σε ανθρώπινες ζωές την εγκατάλειψη του ΄΄Λοιμωδών΄΄ και του παλιού Στρατιωτικού Νοσοκομείου 424. Ενώ και η κατάσταση στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, με τον ασθμαίνοντα ΟΑΣΘ και το επί δεκαπενταετία ανολοκλήρωτο Μετρό, επιδείνωσε ταχύτατα την επιδημιολογική εικόνα του πληθυσμού της πόλης.
Συμπερασματικά αξίζει να τονίσουμε ότι ο βιώσιμος αναπτυξιακός σχεδιασμός της χώρας επιτάσσει την αλλαγή της δημοσιονομικής πολιτικής με τρόπο που θα αντιμετωπίζει τα συσσωρευμένα από τα χρόνια της κρίσης κοινωνικά προβλήματα και τις αναπτυξιακές της αποκλίσεις και θα προάγει την συνοχή του κοινωνικού συνόλου και την ευημερία των πολιτών. Εκτός από την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων και τα μέτρα ενίσχυσης της εργασίας και του διαθέσιμου εισοδήματος, απαιτούνται παρεμβάσεις για την βελτίωση των γνώσεων και δεξιοτήτων των εργαζομένων, την αναβάθμιση των υγειονομικών και προνοιακών δομών της χώρας και των έργων περιβαλλοντικής προστασίας. Και ο κατασκευαστικός κλάδος μπορεί και πρέπει να έχει κυρίαρχο ρόλο σε αυτή την κατεύθυνση.
- πηγή: Εργοληπτικόν βήμα Νο_121 της ΠΕΣΕΔΕ