Ψηφιακός μετασχηματισμός δύο ταχυτήτων για το Επιχειρείν λόγω COVID – προκλήσεις στον κατασκευαστικό κλάδο
πηγή: Εργοληπτικόν βήμα Νο_120 της ΠΕΣΕΔΕ
Τόσο η παγκόσμια οικονομία, όσο και οι επιχειρήσεις, συνεχίζουν να μετρούν, αυτήν την περίοδο, τις απώλειες από την πανδημία του COVID-19. Μπορεί η παγκόσμια υγειονομική κρίση να προκάλεσε τεράστιο οικονομικό αντίκτυπο, ωστόσο, είχε μια πολύ σημαντική παράπλευρη …ωφέλεια. Λειτούργησε ως ψηφιακός “επιταχυντής” για την παγκόσμια επιχειρηματική κοινότητα.
Έρευνα που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2020 σε δείγμα 2.500 στελεχών σε επιχειρήσεις σε Αυστραλία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία, Σιγκαπούρη, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ, έδειξε ότι στο 80% των εταιρειών ο COVID-19 αύξησε τον προϋπολογισμό τους για τον ψηφιακό μετασχηματισμό.
Συμπέρασμα της μελέτης είναι πως ο COVID-19 επιτάχυνε τον ψηφιακό μετασχηματισμό των εταιρειών κατά έξι χρόνια.
Η ανάγκη για ψηφιακές απαντήσεις στα προβλήματα, που προκάλεσε ο COVID-19, εξαφάνισε και μάλιστα σε χρόνο ρεκόρ, πολλά εμπόδια, που σχετίζονται με τον ψηφιακό μετασχηματισμό: έλλειψη σαφούς στρατηγικής (37%), απροθυμία αντικατάστασης λογισμικού παλαιού τύπου (35%) και έλλειψη χρόνου (34%).
Στο μεταξύ, προκειμένου να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα του COVID-19, οι επιχειρήσεις σχεδόν στο σύνολο τους (95%) αναζήτησαν νέους τρόπους επικοινωνίας με τους υφιστάμενους και τους δυνητικούς πελάτες τους, ως αποτέλεσμα της πανδημίας. Το 92% των στελεχών δηλώνει ότι οι ψηφιακές τεχνολογίες ήταν εξαιρετικά ή πολύ κρίσιμες για την αντιμετώπιση των τρεχουσών επιχειρηματικών προκλήσεων.
Στην Ελλάδα
Στη χώρα μας , βάσει της Έκθεσης Ψηφιακού Μετασχηματισμού Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ για το 2020, έγκυρες μετρήσεις καταγράφουν ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια σταδιακή τάση βελτίωσης επιμέρους δεικτών καινοτομίας σε επίπεδο μικρομεσαίων επιχειρήσεων, σε εγχώριο επίπεδο.
Ωστόσο, ο σχετικά χαμηλός βαθμός ενσωμάτωσης νέων ψηφιακών συστημάτων, ο χαμηλός βαθμός αξιοποίησης των δυνατοτήτων του ηλεκτρονικού εμπορίου και των ηλεκτρονικών προμηθειών, καθώς και ο χαμηλός βαθμός επενδύσεων στην κατεύθυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού συνιστούν ορισμένους πρόδρομους δείκτες και προοιωνίζονται μια επιδείνωση των ψηφιακών ανισοτήτων και διαφοροποιήσεων σε επίπεδο μικρών επιχειρήσεων.
Η απότομη επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού ως αποτέλεσμα της παρούσας συγκυρίας, εν μέσω μιας εξίσου απότομης οικονομικής επιβράδυνσης και οικονομικής ύφεσης που ήδη προκύπτει, αναμένεται να πυροδοτήσει την επιδείνωση του ψηφιακού χάσματος μεταξύ ψηφιακά ώριμων και λιγότερο προετοιμασμένων ψηφιακά επιχειρήσεων, καθώς και να οξύνει άλλες μορφές υφιστάμενων ανισοτήτων και κοινωνικο-οικονομικών χασμάτων.
Καινοτόμος προσανατολισμός, ναι, υπάρχει. Στην πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ (2020),1 το 57,7% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα χαρακτηρίζονται ως καινοτόμες (βελτίωση 6,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με την τριετία 2012-2014).
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η συγκεκριμένη επίδοση μεταφράζεται σε βελτίωση της θέσης της χώρας στην ευρωπαϊκή κατάταξη σε ποσοστό καινοτόμων επιχειρήσεων, κατά την τριετία 2014- 2016, σε σχέση με την προηγούμενη τριετία 2012- 2014 (9η θέση) (MetricsEKΤ, 2020). Ιδιαίτερα σε επίπεδο μικρομεσαίων επιχειρήσεων –τόσο βάσει της υιοθέτησης καινοτομικών δραστηριοτήτων, όσο και βάσει ανάπτυξης νέων προιόντων και εισαγωγής νέων επιχειρησιακών διαδικασιών–, η Ελλάδα τοποθετείται στη 13η θέση των κρατώνμελών του ΟΟΣΑ με ποσοστό 56,87%.2
Αξίζει βέβαια να επισημανθεί ότι οι δραστηριότητες καινοτομίας χαρακτηρίζονται, μεταξύ άλλων, από υψηλό βαθμό συγκέντρωσης με τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις σε κύκλο εργασιών και αριθμό εργαζομένων να διατηρούν καλύτερες επιδόσεις (ΟECD, 2020).
Αντιστοίχως, βάσει των σχετικών δεικτών του SBA FactSheet 2019, η Ελλάδα καταγράφει επιδόσεις πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο –σε αντίθεση με τους δείκτες ψηφιακής ωριμότητας- σε διάφορες κατηγορίες δεικτών καινοτομίας (innovation-relatedindicators), σε επίπεδο μικρομεσαίων επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων η εισαγωγή καινοτομίας προϊόντος, καινοτομίας διαδικασίας και καινοτομίας μάρκετινγκ.
Συγκεκριμένα, το ποσοστό των μκρομεσαίων επιχειρήσεων που αναπτύσσουν καινοτομία διαδικασίας ή καινοτομία προϊόντος ανέρχεται σε 44,37% έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου που ανέρχεται σε ποσοστό 33,32%.
Αντίστοιχα, το ποσοστό των επιχειρήσεων που καταγράφουν καινοτομία μάρκετινγκ ή οργανωσιακή καινοτομία ανέρχεται σε 46,31% (ευρωπαϊκός μέσος όρος: 33,43%), ενώ στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που αναπτύσσουν καινοτομικές δραστηριότητες στο εσωτερικό τους (in-house) ανέρχεται σε ποσοστό 39,39% (έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου: 28,95%).
Το χάσμα στην ψηφιοποίηση
Αντιθέτως με τις επιμέρους και σταδιακές βελτιώσεις σε ορισμένους δείκτες καινοτομίας, οι δείκτες ψηφιοποίησης δεν ακολουθούν την ίδια πορεία βελτίωσης, συμπλέοντας με τις ευρύτερες αποκλίσεις και υστερήσεις στην ευρύτερη δέσμη δεικτών παρακολούθησης της τεχνολογικής και καινοτομικής ανάπτυξης.
Πιο συγκεκριμένα, η συνολική εικόνα των μικρών επιχειρήσεων αναφορικά με τη διάσταση της ψηφιακής καινοτομίας και της υιοθέτησης νέων ψηφιακών τεχνολογιών ακολουθεί, μέχρι στιγμής, μια διαφορετική τροχιά σημαντικής υστέρησης.
Η συζήτηση για το ψηφιακό χάσμα και τη θέση της χώρας στις σχετικές διεθνείς αξιολογήσεις είναι ήδη αρκετά διαδεδομένη. Σύμφωνα με το SBA FactSheet (2019), οι δείκτες που σχετίζονται με το ηλεκτρονικό εμπόριο τοποθετούν τη χώρα στις χαμηλότερες θέσεις ως προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) που εκτελούν προμήθειες ηλεκτρονικά (6% έναντι 25,85% μ.ό.) και τις ΜμΕ που αναπτύσσουν ηλεκτρονικές πωλήσεις (10,66% έναντι 16,57% μ.ό. ΕΕ-28), ποσοστά που υπολείπονται αρκετά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Παράλληλα, το μερίδιο του κύκλου εργασιών που προέρχεται από το ηλεκτρονικό εμπόριο συνιστά ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά (4,05% έναντι 10,13% μ.ό. ΕΕ-28) σε επίπεδο ΕΕ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ αντίστοιχα για το έτος 2018 (ΕΛΣΤΑΤ, 2019), ποσοστό 11,3% των επιχειρήσεων έλαβε παραγγελίες μέσω ιστοσελίδας ή ειδικών εφαρμογών (ή μέσω μηνυμάτων τύπου EDI) -3.312 επιχειρήσεις σε σύνολο 29.401 επιχειρήσεων, με συνολικό κύκλο εργασιών 237,2 δις ευρώ- και ο κύκλος εργασιών από αυτές τις παραγγελίες ανήλθε σε 9,0 δις ευρώ, ποσοστό 3,8% του συνολικού κύκλου εργασιών. Επιπροσθέτως, βάσει της πρόσφατης έκθεσης του Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα παραμένει στις χαμηλότερες θέσεις στην Ευρώπη (27η θέση σε επίπεδο ΕΕ-28) (European Commission, 2020), ενώ κατατάσσεται στην 24η θέση ως προς την ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας από τις επιχειρήσεις.
Το ποσοστό των επιχειρήσεων που πραγματοποίησαν πωλήσεις μέσω διαδικτύου το 2019, μειώνεται κατά 2% (σε σχέση με το 2018) και καταγράφεται στο 9%. Το ποσοστό των επιχειρήσεων που πραγματοποίησαν διασυνοριακές ηλεκτρονικές πωλήσεις μειώνεται στο 4% έναντι ποσοστού 7% κατά το προηγούμενο έτος (μέσο ποσοστό 8% σε επίπεδο ΕΕ-28). Η ίδια εικόνα αποτυπώνεται και σε πλήθος άλλων σχετικών ερευνών σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Πίνακα Επιδόσεων Ψηφιακού Μετασχηματισμού (DigitalTransformationScoreboard) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και την επιμέρους δέσμη δεικτών περί ενσωμάτωσης ψηφιακών τεχνολογιών (DigitalTechnologyIntegrationIndex-DTII),13 η Ελλάδα βρίσκεται στην 23η θέση (indexscore 24,4, με μέσο όρο 37,3 σε επίπεδο ΕΕ-28) ως προς την ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών σε παραγωγικές χρήσεις.
Αντίστοιχα, στην επιμέρους δέσμη δεικτών περί ενισχυτικών παραγόντων ψηφιακού μετασχηματισμού (DigitalTransformationEnablers’ Index-DTEI),14 η Ελλάδα βρίσκεται στην 22η θέση (indexscore 36 με μέσο όρο 49,2 σε επίπεδο ΕΕ-28). Σύμφωνα, επίσης, με τον Δείκτη Επιχειρηματικής Ψηφιοποίησης και την πρόσφατη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας για την ψηφιοποίηση επιχειρήσεων, με σκοπό την εκτίμηση της ψηφιακής ανταγωνιστικότητας του επιχειρηματικού τομέα, η Ελλάδα παρουσιάζει 37 μονάδες βάσης υστέρηση έναντι της Ευρώπης και 14 μ.β. έναντι των βαλκανικών χωρών (Εθνική Τράπεζα, 2020).
Αντίστοιχα, βάσει των στοιχείων του ΟΟΣΑ (2019α), η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται σε δυσμενή θέση όσον αφορά την ψηφιακή ετοιμότητα, ενώ το ψηφιακό χάσμα συνδέεται εν προκειμένω με ένα ευρύ φάσμα διαστάσεων που αφορά την έλλειψη ψηφιακών δεξιοτήτων και την περιορισμένη συμμετοχή σε δράσεις κατάρτισης των απασχολουμένων
Τεχνικά επαγγέλματα και κατασκευαστικός κλάδος
Οι μικρές επιχειρήσεις καλούνται να ενσωματώσουν νέες τεχνολογίες και καινοτομίες διαθέτοντας συχνά περιορισμένους πόρους, ιδιαίτερα σε επίπεδο εξειδικευμένων γνώσεων και καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού. Τεχνικά επαγγέλματα που δραστηριοποιούνται στον τομέα των κατασκευών και ειδικότερα στον κτιριακό τομέα αναμένεται να βρεθούν αντιμέτωπα με σημαντικές αλλαγές, οι οποίες πρόκειται να εξελιχθούν στα επόμενα έτη. Παράγοντες, όπως η εξοικονόμηση ενέργειας στον κτιριακό τομέα, η ενσωμάτωση αισθητήρων και έξυπνων εφαρμογών στα κτίρια, η εφαρμογή των αρχών της κυκλικής οικονομίας σε συνδυασμό με την 4η Βιομηχανική Επανάσταση και την ανάγκη για ψηφιακό μετασχηματισμό των επιχειρήσεων, πρόκειται να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο και να επηρεάσουν τον κτιριακό τομέα και τα σχετιζόμενα τεχνικά επαγγέλματα.
Σύμφωνα με τον επιστημονικό συνεργάτη του ΙΜΕ της ΓΣΕΒΕΕ κ. Στέλιο Λαμπρακόπουλο, οι εταιρείες του κατασκευαστικού κλάδου, θα πρέπει να αναζητήσουν και να επιλέξουν τα κατάλληλα κανάλια ενημέρωσης για νέες απαιτήσεις που πρόκειται να επηρεάσουν τα επαγγέλματα και την καθημερινότητά τους. Η έγκαιρη και σωστή ενημέρωση θεωρείται πρωτεύουσας σημασίας, έτσι ώστε να μπορέσουν οι επιχειρήσεις να συγχρονιστούν και να εναρμονιστούν με οτιδήποτε καινούριο ενσωματώνεται στην επαγγελματική τους δραστηριότητα, κάτι που αναμένεται να ενισχυθεί τα επόμενα έτη, στο πλαίσιο του ψηφιακού μετασχηματισμού και της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης.
Οι επιχειρήσεις οφείλουν να δώσουν προτεραιότητα στην εκπαίδευση και κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού. Το προσωπικό των επιχειρήσεων πρέπει να αποκτήσει νέες γνώσεις, δεξιότητες και ικανότητες, έτσι ώστε να μπορέσει να αντεπεξέλθει στις ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις. Ιδιαίτερη βαρύτητα αναμένεται να δοθεί σε νέες αναδυόμενες δεξιότητες, όπως οι «πράσινες δεξιότητες» (GreenSkills) που συνδέονται με την εξοικονόμηση ενέργειας και τη βελτίωση της περιβαλλοντικής επίδοσης προϊόντων και επιχειρήσεων.
Λόγω του μικρού μεγέθους των επιχειρήσεων, τις περισσότερες φορές δεν υφίσταται το αναγκαίο εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό για να εκτελεστούν μια σειρά εργασιών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης να επιφορτίζεται την εκτέλεση αυτών των εργασιών δίχως να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις, παράγοντας αποτελέσματα αμφιβόλου ποιότητας.
Η δημιουργία και ανάπτυξη συνεργατικών σχηματισμών (Clusters) μεταξύ ομοειδών επιχειρήσεων ενός κλάδου, ειδικά σε θέματα Έρευνας, Τεχνολογικής Ανάπτυξης και Καινοτομίας (ΕΤΑΚ), θα μπορούσε να βελτιώσει σαφώς τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Οι συνεργατικοί σχηματισμοί θα μπορούσαν να παρέχουν υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας και να δίνουν λύσεις στις επιχειρήσεις-μέλη τους. Επίσης, θα μπορούσαν να δημιουργηθούν συνεργατικοί σχηματισμοί, οι οποίοι θα ασχολούνται με ένα θεματικό αντικείμενο (π.χ. εξοικονόμηση ενέργειας στον κτιριακό τομέα, εφαρμογές κυκλικής οικονομίας), παρέχοντας υπηρεσίες σε περισσότερα επαγγέλματα του κλάδου των κατασκευών.
Σίγουρα αναδύονται και σημαντικές ευκαιρίες, οι οποίες μπορούν να αξιοποιηθούν, εάν υπάρχουν τα κατάλληλα εργαλεία από τις επιχειρήσεις. Ειδικά στον τομέα της εξοικονόμησης ενέργειας, πολλές φορές σε συνδυασμό με τη χρήση αισθητήρων και έξυπνων εφαρμογών, δημιουργείται μία νέα αγορά, η οποία σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις θα έχει ανοδική τάση κατά την επόμενη δεκαετία. Στο καταναλωτικό κοινό έχει αναπτυχθεί τα τελευταία έτη μία σημαντική κουλτούρα ως προς τα θέματα εξοικονόμησης ενέργειας, δίνοντας τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να προσεγγίσουν μία νέα αναπτυσσόμενη αγορά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο τομέας της κατασκευής θερμομονωτικών κουφωμάτων σε συνδυασμό με σύγχρονους υαλοπίνακες εξοικονόμησης ενέργειας. Οι καταναλωτές αναζητούν προϊόντα με όσο το δυνατό βελτιωμένες επιδόσεις στον τομέα της εξοικονόμησης ενέργειας. Η θεσμοθέτηση της ενεργειακής σήμανσης των κουφωμάτων αναμένεται να κάνει τις επιδόσεις αυτών πιο κατανοητές στο ευρύ καταναλωτικό κοινό, αυξάνοντας τη ζήτηση για πιο ενεργειακά αποδοτικά προϊόντα.