Share
Την απόσυρση του νομοσχεδίου για το Πειθαρχικό Δίκαιο , καθώς «προβλέπει εξοντωτικές ποινές, όπως πρόστιμα έως 100.000 ευρώ, υποβιβασμό στη μισθολογική εξέλιξη, αργία ή και απόλυση χωρίς επαρκή τεκμηρίωση και χωρίς εχέγγυα δίκαιης διαδικασίας» ζητά η ΠΟ ΕΜΔΥΔΑΣ.
Η ανακοίνωση που υπογράφουν ο πρόεδρος Δημήτρης Πετρόπουλος και η γενική γραμματέας Πλουμίτσα Τριανταφυλλοπούλου, αναφέρει τα εξής:
«Στις 7 Ιουλίου 2025 αναρτήθηκε προς διαβούλευση το σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Εσωτερικών «Αναμόρφωση του Πειθαρχικού Δικαίου των υπαλλήλων του Δημόσιου Τομέα, σύσταση Ελληνικού Κέντρου Εμπειρογνωμοσύνης Διοικητικών Μεταρρυθμίσεων και λοιπές διατάξεις», με το οποίο επιχειρείται η υπέρμετρη αυστηροποίηση του Πειθαρχικού Δικαίου των Δημοσίων Υπαλλήλων.
Είχαν προηγηθεί επί μήνες οι αναφορές του Πρωθυπουργού αλλά και στελεχών της κυβέρνησης στην κατάργηση της μονιμότητας, στο πλαίσιο της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης και η συστηματική προσπάθεια χειραγώγησης της κοινής γνώμης αναφορικά με την αξιολόγηση των Δημοσίων υπαλλήλων και των Δημοσίων υπηρεσιών, με μοναδικό σκοπό, να αποπροσανατολιστεί η Κοινωνία και οι εργαζόμενοι από τα πραγματικά, προβλήματα της ακρίβειας, της φτωχοποίησης του λαού, της λειτουργίας των Δημοσίων δομών αλλά και την εμπλοκή στελεχών της κυβέρνησης σε ενέργειες, που ελέγχονται στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών. Με σχετικές ανακοινώσεις μας αναδείξαμε τόσο τα σφάλματα της διαδικασίας «αξιολόγησης» από τους πολίτες (όπως την αξιολόγηση υπηρεσιών που δεν υπάρχουν καν), αλλά και τα τεράστια θέματα που δημιουργούνται από τα σχέδια για κατάργηση της μονιμότητας του μόνου θεσμού για την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της Δημόσιας Διοίκησης από τις πολιτικές πιέσεις.
Στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση κινείται το προτεινόμενο σχέδιο Νόμου, το οποίο όχι μόνο δεν θα συμβάλλει καθοριστικά, όπως ευαγγελίζεται η κυβέρνηση, στην τιμωρία των «επίορκων Δημοσίων Υπαλλήλων» αλλά αντίθετα μέσω της αυστηροποίησης του υφιστάμενου πλαισίου αναμένεται να πλήξει καίρια τις Δημόσιες υπηρεσίες, που εδώ και πολύ καιρό λειτουργούν «στο κόκκινο» λόγω της υποστελέχωσης και της έλλειψης υλικών και μέσων για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους και τους ίδιους τους δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι καθίστανται έρμαια των ορέξεων της εκάστοτε πολιτικής αλλά και διοικητικής ηγεσίας και ιεραρχίας
Η αντικατάσταση των Πειθαρχικών Συμβουλίων από Συμβούλια, τα οποία θα στελεχώνονται αποκλειστικά από Μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.), αποτελεί ένα σημαντικό πλήγμα στην αντικειμενικότητα, την αμεροληψία και την διαφάνεια στην κρίση των πειθαρχικών υποθέσεων, αφού είναι προφανές, ότι τα Μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) ως Δικηγόροι του Δημοσίου, ενεργούν στο όνομα «του εντολέα τους», δηλαδή του Δημοσίου. Επιπροσθέτως, οι Δικηγόροι του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) σε καμία περίπτωση, δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν την καθημερινότητα των Δημοσίων υπηρεσιών αλλά και τα προβλήματα, με τα οποία έρχεται αντιμέτωπος ένας Δημόσιος Υπάλληλος. Είναι απορίας άξιο, συνεπώς, με βάση ποιες γνώσεις, ποια εικόνα της πραγματικότητας αλλά και με ποια αμεροληψία, οι εν λόγω εκπρόσωποι του Δημοσίου καλούνται να στελεχώσουν τα Πειθαρχικά Συμβούλια και να λάβουν αποφάσεις, που καθορίζουν την προσωπική αλλά και υπηρεσιακή ζωή των υπαλλήλων. Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η απομάκρυνση των εκπροσώπων των εργαζομένων από τα Πειθαρχικά Συμβούλια, οι οποίοι αποτελούσαν μία «ουσιαστική» φωνή, εμποδίζοντας την αυθαιρεσία εις βάρος των συναδέλφων τους.
Περαιτέρω, η κυβέρνηση, συνεχίζοντας στον ίδιο αυταρχικό δρόμο, αρνείται κάθε διάλογο για τα πραγματικά προβλήματα του Δημοσίου και επικεντρώνεται στην επιβολή αυθαίρετων μοντέλων αξιολόγησης των υπαλλήλων, που όχι μόνο δεν αποτυπώνουν την πραγματική υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων – και ειδικά των Τεχνικών Υπηρεσιών – αλλά αποτελούν εργαλεία εξόντωσης αυτών, καθώς στηρίζονται σε μεθόδους υποκειμενικές, χωρίς καμία διασφάλιση για τον κρινόμενο υπάλληλο. Στο πλαίσιο αυτό, επιχειρείται για μία ακόμα φορά η επιβολή της αξιολόγησης με την απειλή της απόλυσης σε όσους τυχόν δεν συμπράξουν στις διαδικασίες ακόμα και όταν η άρνηση αυτή, γίνεται στο πλαίσιο άσκησης νομίμων συνταγματικών δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα της απεργίας.
Και σαν να μην ήταν αυτό αρκετό, το σχέδιο Νόμου, αν και προβλέπει, ότι δεν αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα η άσκησης κοινωνικής ή συνδικαλιστικής κριτικής, την ίδια στιγμή, δια-τηρεί το αναχρονιστικό και τελείως «γενικό και αόριστο» πειθαρχικό αδίκημα της «αναξιοπρεπούς συμπεριφοράς εντός και εκτός υπηρεσίας», το οποίο αποτελεί «πολυεργαλείο» στα χέρια κάθε πειθαρχικού Προϊστάμενου. Ποιος άραγε κρίνει ποια είναι η αξιοπρεπής συμπεριφορά ενός υπαλλήλου και πώς τελικώς σταθμίζεται τι είναι αναξιοπρεπές εκτός υπηρεσίας; Με ποιον τρόπο άραγε, εμποδίζεται η αυθαιρεσία κάθε πειθαρχικού Προϊσταμένου, να αξιοποιήσει το εν λόγω αδίκημα εις βάρος των μη αρεστών υπαλλήλων, για τυχόν πράξεις τους στην προσωπική τους ζωή ή την συνδικαλιστική τους δράση; Απάντηση μέχρι σήμερα δεν έχει δοθεί από την πλευρά της κυβέρνησης.
Η θέση σε αυτοδίκαιη αργία των υπαλλήλων που παραπέμπονται στο ακροατήριο για αδικήματα ήσσονος σημασίας, όχι μόνο δεν σέβεται το τεκμήριο της αθωότητας, που αποτελεί θε-μελιώδη κατάκτηση του νομικού μας πολιτισμού αλλά αναμένεται να οδηγήσει σε απόλυτη εξαθλίωση των υπαλλήλων, οι οποίοι τυχόν θα βρεθούν κατηγορούμενοι ακόμα και για διαφορές προσωπικού ή οικογενειακού χαρακτήρα. Η πληθώρα των περιπτώσεων όπου Μηχανικοί βρίσκονται κατηγορούμενοι για Υπηρεσιακές τους υποθέσεις θα οδηγήσει στην απομάκρυνση δεκάδων ή και εκατοντάδων συναδέλφων μας που δέχθηκαν μηνύσεις από εργολάβους ή και πολίτες γιατί απλά έκαναν τη δουλειά τους, ή βρέθηκαν κατηγορούμενοι ως εξιλαστήρια θύματα για τις δια-χρονικές ευθύνες της πολιτείας (βλέπε φυσικές καταστροφές).
Το νομοσχέδιο προβλέπει επίσης εξοντωτικές ποινές, όπως πρόστιμα έως 100.000 ευρώ, υποβιβασμό στη μισθολογική εξέλιξη, αργία ή και απόλυση χωρίς επαρκή τεκμηρίωση και χωρίς εχέγγυα δίκαιης διαδικασίας. Η εισαγωγή της «πειθαρχικής συνδιαλλαγής», δηλαδή η μείωση ποινής με αντάλλαγμα την ομολογία ενοχής, συνιστά μορφή διοικητικού εκβιασμού που πλήττει την αξιοπρέπεια του υπαλλήλου και εντείνει το κλίμα φόβου και υποταγής. Επιπλέον, η θεσμοθέτηση κοινοποιήσεων εγγράφων μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, εντός προθεσμίας τριών ημερών και χωρίς απόδειξη παραλαβής, δημιουργεί σοβαρά ζητήματα αυθαιρεσίας και παραβιάζει το δικαίωμα του υπαλλήλου σε επαρκή και ουσιαστική υπεράσπιση.
Τέλος οι προβλέψεις των άρθρων 101 και 103 κάνουν τις μετακινήσεις ακόμα ποιο αυστηρές και ελεγχόμενες από τους αιρετούς στους ΟΤΑ Α’ και Β’ Βαθμού, απαιτώντας τη – μη αιτιολογημένη πουθενά – «σύμφωνη γνώμη» του Αιρετού για οποιαδήποτε μετακίνηση, πέρα της πρόβλεψης για 65% ελάχιστη στελέχωση. Επιπρόσθετα δείγμα απουσίας οποιασδήποτε κοινωνικής ευαισθησίας αποτελεί η πρόβλεψη του νομοσχεδίου για απαίτηση σύμφωνης γνώμης του αιρετού ακόμη και στην περίπτωση αιτήματος απόσπασης για σοβαρούς λόγους υγείας. Είναι προφανές ότι κανείς αιρετός – όπως γίνεται ήδη – δε δίνει τη σύμφωνη γνώμη του για τη μετακίνηση προσωπικού ειδικά επιστημόνων όπως οι Μηχανικοί. Και μάλιστα με τρόπο αδιαφανή και μη ελεγχόμενο με αποτέλεσμα κάποιοι εκλεκτοί να μπορούν να μετακινηθούν και άλλοι όχι! Όπως έχουμε αναδείξει και στο παρελθόν, οι περιορισμοί αυτοί πέρα από άδικοι, έχουν καταστήσει το μηχανισμό της κινητικότητας ανενεργό ειδικά για τους Διπλωματούχους Μηχανικούς.
Η ΠΟ ΕΜΔΥΔΑΣ δηλώνει τη ριζική αντίθεση της στο προτεινόμενο σχέδιο Νόμου, και καλεί την κυβέρνηση, να προσέλθει σε διάλογο, για την αντιμετώπιση των πραγματικών προ-βλημάτων του Δημοσίου και των Δημόσιων Τεχνικών Υπηρεσιών, δίνοντας λύση σε προ-βλήματα που εδώ και χρόνια ταλανίζουν τους υπαλλήλους, όπως η Νομική Κάλυψη, οι διαδικασίες προσλήψεων, το Μισθολόγιο κλπ.
Ένα Πειθαρχικό Δίκαιο, που μοναδικό σκοπό έχει να καλύψει τα προβλήματα, να μετακυλήσει τις ευθύνες και να οδηγήσει τελικά τους υπαλλήλους στην απόλυτη εξάρτηση από την διοικητική ή πολιτική ηγεσία κάθε φορέα, δεν μπορεί να γίνει δεκτό από τους εργαζομένους, οι οποίοι δηλώνουν την πλήρη αντίθεση τους στους σχεδιασμούς της κυβέρνησης».