Μ. Τσιομπάνου στο BD: Χρειάζονται άμεσες αποφάσεις για τις αυξήσεις στα υλικά
Σε συνέντευξη στο Business Daily, η πρόεδρος της ΠΕΣΕΔΕ μιλάει για την ανατροπή ισορροπιών που έχουν φέρει οι ανατιμήσεις στα υλικά, τις καθυστερήσεις πληρωμών για έργα και ασκεί κριτική στο μοντέλο των ΣΔΙΤ.
Την άποψη ότι δεν αρκούν οι μεμονωμένες «πυροσβεστικές» παρεμβάσεις για τη στήριξη και ανάκαμψη του κατασκευαστικού τομέα, που αντιμετωπίζει το μείζον πρόβλημα των ανατιμήσεων στα υλικά κατασκευών, υπογραμμίζει η πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Συνδέσμων Εργοληπτών Δημοσίων Έργων – ΠΕΣΕΔΕ, Μαρία Τσιομπάνου μιλώντας στο Business Daily, εξηγώντας τα προβλήματα με τα οποία έρχεται αντιμέτωπη η εργοληπτική κοινότητα σήμερα.
Εκτός από το μείζον ζήτημα της εκρηκτικής ανόδου των τιμών των υλικών τους τελευταίους μήνες, η κ. Τσιομπάνου, αναφέρεται στη διαφορά «ταχυτήτων» και συμφερόντων ανάμεσα στους μεγάλους παίκτες του κατασκευαστικού κόσμου και στις μικρότερες εργοληπτικές επιχειρήσεις, στους κινδύνους που κρύβουν τα ΣΔΙΤ και στα εγγενή προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και Πολιτείας, αναφορικά με τη διαχείριση του ζωτικού τομέα των κατασκευών. Παράλληλα, η πρόεδρος της ΠΕΣΕΔΕ παρουσιάζει προτάσεις προς όφελος της εργοληπτικής κοινότητας αλλά και εν γένει του επιχειρηματικού κόσμου της χώρας.
- Τις τελευταίες ημέρες υπήρξε μεγάλη κινητικότητα αναφορικά με το μείζον ζήτημα των αυξήσεων των υλικών και του αντικτύπου τους στην εξέλιξη των έργων. Ήδη το υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών ανακοίνωσε πέντε παρεμβάσεις στην κατεύθυνση της επίλυσης του προβλήματος, ενώ σε συνάντησή σας με τον υπουργό Οικονομικών κ. Χρήστο Σταϊκούρα δεν φάνηκε να υπάρχει πρόθεση για επιπλέον μέτρα. Μετά από όλα τα παραπάνω, σε ποιο σημείο βρισκόμαστε σήμερα και ποια είναι η συνθήκη με την οποία έρχεται αντιμέτωπη η εργοληπτική κοινότητα;
Σήμερα, βρισκόμαστε ακριβώς στο σημείο που μπορούμε με σιγουριά να θεωρούμε ότι έχει διαμορφωθεί ένα νέο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον. Όλες οι παρατηρούμενες αλλαγές στην αγορά και στην οικονομία, λόγω της πανδημίας, της ενεργειακής κρίσης και της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, τείνουν πλέον να αποκτήσουν μόνιμα χαρακτηριστικά. Επομένως, πρέπει όλοι μας να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε, να συζητούμε και να ενεργούμε με βάση τις νέες συνθήκες, που όλα δείχνουν ότι δεν θα είναι προσωρινές.
Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στην ανάγκη να αφήσουμε τις πολιτικές εξαγγελίες και τις καλές προθέσεις και να περάσουμε στην άμεση θεσμική παρέμβαση της Πολιτείας για την αντιμετώπιση του ασφυκτικού οικονομικού περιβάλλοντος, στο οποίο υλοποιούνται σήμερα τα δημόσια έργα, ώστε να αποφύγουμε μη αναστρέψιμες συνέπειες, όπως για παράδειγμα τη διάλυση μεγάλου μέρους συμβάσεων.
Το πιο κρίσιμο σημείο, που πρέπει να αναγνωριστεί και να αποσαφηνιστεί μεταξύ της κυβέρνησης και των εργοληπτικών επιχειρήσεων είναι ότι οι δυσκολίες, που καλούμαστε να διαχειριστούμε, δεν είναι ίδιες για όλες τις εργοληπτικές επιχειρήσεις. Η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών εργοληπτικών επιχειρήσεων υλοποιούν σήμερα συμβάσεις τις οποίες έχουν αναλάβει με πολύ μεγάλη έκπτωση και δεν έχουν απολύτως κανένα περιθώριο να αντέξουν το απρόσμενα υψηλό κύμα ανατιμήσεων. Νομίζω ότι είναι για όλους κατανοητό ότι είναι πολύ διαφορετική η συνθήκη που καλούνται να διαχειριστούν οι πέντε μεγάλοι κατασκευαστικοί όμιλοι που έχουν αναλάβει μέχρι σήμερα συμβάσεις έργων αξίας 13 δισ. ευρώ με μέση έκπτωση 10%, από όλες τις υπόλοιπες επιχειρήσεις που οι εκπτώσεις τους φθάνουν σε δυσθεώρητα ποσοστά. Εκτιμώ ότι, όταν ο υπουργός Οικονομικών κ. Σταϊκούρας μιλάει για «μοίρασμα της ζημίας» αναφέρεται στους μεγάλους κατασκευαστικούς ομίλους, οι οποίοι, πράγματι, με τις τιμές με τις οποίες έχουν αναλάβει όλες τις πρόσφατες συμβάσεις, έχουν μεγαλύτερο περιθώριο διαχείρισης των ανατιμήσεων.
Όλες οι υπόλοιπες εργοληπτικές επιχειρήσεις έχουν να αντιμετωπίσουν μία αιφνίδια και εκρηκτική ανατίμηση των υλικών και της εργασίας, που ήταν αδύνατον να την προβλέψουν κατά την υποβολή των οικονομικών τους προσφορών. Η οικονομική ισορροπία έχει πλέον ανατραπεί, με συνέπεια να τίθεται σε διακινδύνευση η επαγγελματική επιβίωση των αναδόχων αλλά και η ομαλή ολοκλήρωση των έργων. Η εμμονή στην συνέχιση των συμβάσεων με τους ίδιους οικονομικούς όρους είναι αντίθετη στην καλή πίστη και στα συναλλακτική ήθη, διότι έχει ανατραπεί το οικονομικό περιβάλλον, στο οποίο βασίστηκαν οι προσφορές των αναδόχων.
Αναμένουμε την άμεση λήψη αποφάσεων, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να υπάρξει μία συντονισμένη και κοινή πολιτική απέναντι στον κίνδυνο που απειλεί έναν πολύ σημαντικό παραγωγικό κλάδο της ελληνικής οικονομίας, αυτόν των κατασκευών. Η έννομη τάξη έχει ως απώτερο σκοπό την προστασία και την διατήρηση των λεπτών ισορροπιών ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα των κοινωνών του δικαίου και τον στόχο αυτόν τον επιτυγχάνει με την θέσπιση κανόνων δικαίου. Είναι, επομένως, υποχρεωμένο σύσσωμο το πολιτικό σύστημα να αναγνωρίσει την ανατροπή της οικονομικής ισορροπίας των δημόσιων συμβάσεων και να παρέμβει διορθωτικά.
- Πρόσφατο έγγραφο της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων (ΕΑΑΔΗΣΥ) με θέμα την αύξηση των τιμών και τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα λόγω της ενεργειακής κρίσης, της κρίσης στην Ουκρανία και των συνεχιζόμενων συνεπειών του COVID-19 προσφέρει τρόπους αντιμετώπισης των ανατιμήσεων. Πόσο μπορούν να συμβάλουν αυτές στη βελτίωση της σημερινής κατάστασης;
Η Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων, με την υπ’ αρ.2040/13-04-2022 επιστολή της προς όλους τους αρμόδιους φορείς, επιβεβαίωσε με τον πλέον επίσημο τρόπο τις διαπιστώσεις της ΠΕΣΕΔΕ για τις συνέπειες των ανατιμήσεων και τους τρόπους, που εξαρχής πρότεινε, διαχείρισής τους. Η ΕΑΑΔΗΣΥ τήρησε στο έπακρο τον ρόλο της και έδωσε σαφέστατες διευκρινίσεις και κατευθύνσεις επισημαίνοντας τις διατάξεις του θεσμικού πλαισίου οι οποίες πρέπει να χρησιμοποιηθούν από τις Αναθέτουσες Αρχές, ώστε να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί και να επιτευχθεί η ομαλή εξέλιξη των συμβάσεων.
Όλα όσα υπέδειξε η ΕΑΑΔΗΣΥ με τη διευκρινιστική της επιστολή στις Αναθέτουσες Αρχές είναι ήδη θεσμοθετημένες διατάξεις. Δηλαδή, ενώ κανονικά θα έπρεπε ήδη οι Αναθέτουσες Αρχές να τις έχουν ενεργοποιήσει και να τις έχουν εφαρμόσει, ως οφείλουν, χρειάστηκε η παρέμβαση της Ανεξάρτητης Αρχής για να αναγνωρίσει η Δημόσια Διοίκηση τα θεσμικά εργαλεία που έχει στη διάθεσή της. Το αποκορύφωμα δε είναι ότι πολύ συχνά οι Ανάδοχοι των Έργων αντιμετωπίζουν την απροθυμία των Αρχών να εφαρμόσουν τη νομοθεσία, όπως για παράδειγμα την εφαρμογή των συντελεστών αναθεώρησης.
Η νέα αυτή κρίση ανέδειξε, για άλλη μία φορά, τις παθογένειες που παρουσιάζουμε ως κράτος και ως πολίτες. Μία από αυτές είναι ο διαφορετικός βηματισμός του ιδιωτικού και του δημόσιου Τομέα. Ενώ τα τελευταία χρόνια έχουν ενσωματωθεί στην εθνική μας νομοθεσία πλήθος μεταρρυθμίσεων, που πράγματι κινούνται προς την κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού και της αποτελεσματικότητας του κράτους, ο ιδιωτικός τομέας προσαρμόζεται σε αυτές σχετικά γρήγορα, σε αντίθεση με τον δημόσιο τομέα, ο οποίος δυσκολεύεται να ανταποκριθεί και πολλές φορές συνειδητά δεν τις υιοθετεί. Όλοι αναγνωρίζουν την ανάγκη του θεσμικού εκσυγχρονισμού της χώρας αλλά στην πράξη οι μεταρρυθμίσεις υλοποιούνται με απελπιστικά αργούς ρυθμούς και δυστυχώς σε αρκετές περιπτώσεις υπονομεύονται εκ των έσω. Ισχυροί θεσμοί απαιτούν ισχυρή και αποτελεσματική δημόσια διοίκηση με πλήρη σεβασμό απέναντι στην νομοθεσία, για να αυξήσουν την δυναμική και την ταχύτητα ανάπτυξης της οικονομίας της χώρας. Καμία διοικητική μεταρρύθμιση δε θα φέρει αποτελέσματα, καμία πολιτική δε θα φέρει ανάπτυξη εάν προηγουμένως δεν επιχειρηθεί η αναβάθμιση και ο εκσυγχρονισμός με όρους αξιοκρατίας της δημόσιας διοίκησης.
- Έχετε αναφερθεί αρκετές φορές στον μεγάλο αριθμό καταγγελιών που φθάνουν σε εσάς για έλλειψη χρηματοδότησης έργων που είτε βρίσκονται σε εξέλιξη είτε έχουν περαιωθεί. Ποια είναι η εικόνα της αγοράς και πόσο κοντά είμαστε σε ένα ντόμινο κατάρρευσης εταιρειών;
Πολύ πρόσφατα, συγκεκριμένα το τελευταίο τρίμηνο του 2021, οι εργοληπτικές επιχειρήσεις βρέθηκαν αντιμέτωπες, για ακόμη μία φορά, με μία άτυπη στάση πληρωμών. Η κακή χρηματοδότηση των δημόσιων συμβάσεων δεν είναι κάτι καινούργιο για τον κλάδο μας και φυσικά δημιουργεί σωρεία προβλημάτων στην έγκαιρη υλοποίησή τους. Η λειτουργία της εγχώριας αγοράς, όπως έχει διαμορφωθεί μετά από την πολυετή οικονομική κρίση, αυξάνει το βαθμό δυσκολίας για τις εργοληπτικές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι σχεδόν αδύνατον να ανταποκριθούν στις συμβατικές τους υποχρεώσεις εάν δεν αποζημιώνονται για τις εργασίες τους στον σωστό χρόνο. Εάν δε προσθέσουμε την δύσκολη και «ακριβή» πρόσβαση, που έχουν οι εργοληπτικές επιχειρήσεις στην τραπεζική χρηματοδότηση, αντιλαμβάνεστε πόσο σημαντική για την επιβίωση τους αποτελεί η σωστή χρηματοδότηση των έργων. Γίνεται πολύ συχνά κουβέντα για τις μεγάλες καθυστερήσεις στην εκτέλεση των έργων αλλά πολύ σπάνια γίνεται αναφορά στην κυριότερη αιτία που δεν είναι άλλη από την μεγάλη καθυστέρηση της πληρωμής του εργολαβικού ανταλλάγματος.
Το κράτος οφείλει πρώτο αυτό το ίδιο να τηρεί τις συμβατικές οικονομικές υποχρεώσεις του απέναντι στις εργοληπτικές επιχειρήσεις, που παραδοσιακά στηρίζουν την εθνική μας οικονομία και που πολύ πρόσφατα στήριξαν έμπρακτα την χώρα κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης λειτουργώντας τα εργοτάξια κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες. Εάν θέλουμε να μιλάμε για ένα σύγχρονο επιτελικό κράτος και εάν έχουμε την απαίτηση τα δημόσια έργα να εκτελούνται έγκαιρα, πρέπει επιτέλους το ελληνικό κράτος να μετατραπεί από έναν κακοπληρωτή πελάτη σε έναν αξιόπιστο πελάτη.
Στην παρούσα χρονική στιγμή, με την αιφνίδια επιβάρυνση του κόστους εκτέλεσης των δημόσιων έργων, ο εργοληπτικός κόσμος έρχεται αντιμέτωπος με μία νέα οικονομική «ασφυξία», που εάν δεν αντιμετωπισθεί έγκαιρα θα οδηγήσει σε νέα ύφεση και είναι βέβαιο ότι θα δούμε πολλές επιχειρήσεις να κλείνουν.
- Εκτός των παραπάνω, ποιες είναι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο εργοληπτικός κλάδος και ποιες οι δικές σας προτάσεις για την ενίσχυσή του;
Η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η ελληνική εργοληπτική κοινότητα είναι η διόγκωση των έργων με σύμπραξη του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Παρατηρούμε μία συστηματική προώθηση των ΣΔΙΤ και έχουμε διαπιστώσει μία στρεβλή αντίληψη που έχει διαμορφωθεί στην κεντρική διοίκηση, στην περιφερειακή διοίκηση και στους ΟΤΑ, ότι έχει βρεθεί η «μαγική» συνταγή, που θα λύσει όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κρατικός μηχανισμός για την ωρίμανση, την μελέτη, την επίβλεψη και την χρηματοδότηση των δημοσίων έργων, που έχει ανάγκη η χώρα μας.
Όλες οι κυβερνήσεις στην προσπάθειά τους να εξοικειώσουν την κοινή γνώμη με τις ΣΔΙΤ, τις εμφανίζουν ως μια καινοτομία που αποβαίνει προς όφελος του ίδιου του Δημοσίου. Πιο συγκεκριμένα, θεωρούν ως προτερήματα των ΣΔΙΤ την αποπληρωμή των έργων σε βάθος χρόνου, τη μόχλευση ιδιωτικών κεφαλαίων, την εξασφάλιση προκαθορισμένου χρόνου και κόστους υλοποίησης, τη σύνδεση αμοιβής αναδόχου και ποιότητας παρεχόμενων υπηρεσιών και, τέλος, την ενιαία σύμβαση μελέτης, κατασκευής και λειτουργίας.
Η αλήθεια, όμως, είναι ότι η σημαντικότερη αιτία για την εμφάνιση των ΣΔΙΤ είναι η διευκόλυνση χρηματοδότησης που προσφέρουν στο Δημόσιο και σε δήμους, σε μια εποχή στενότητας πόρων. Κατά κάποιον τρόπο, οι ΣΔΙΤ προβάλλονται σαν σανίδα σωτηρίας, ειδικά για τα κράτη που αντιμετωπίζουν προβλήματα με υψηλό δημόσιο χρέος και μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα.
Πλέον, ασκείται ευρεία κριτική κατά πόσο τα έργα μέσω ΣΔΙΤ παρουσιάζουν όλα τα θετικά χαρακτηριστικά, που τους προσδίδουν. Η κριτική αφορά το υψηλό τελικό κόστος, που σε κάθε περίπτωση θα πληρώσει ο φορολογούμενος πολίτης, τον χρόνο ολοκλήρωσή τους και το πραγματικό όφελος για το Δημόσιο. Αυτή δε η κριτική έχει επιβεβαιωθεί επίσημα από τα πορίσματα της ειδικής έκθεσης του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου του έτους του 2018. Τα πορίσματα των Ευρωπαίων ελεγκτών αμφισβητούν ευθέως τα οφέλη των ΣΔΙΤ και όχι μόνο για την Ελλάδα. Μία από τις βασικότερες διαπιστώσεις είναι ότι η υλοποίηση έργων κλίμακας μεγαλύτερης από τη συνηθισμένη και η συνένωση της μελέτης, της χρηματοδότησης, της κατασκευής, της λειτουργίας και της συντήρησης του έργου σε μία και μόνη σύμβαση αυξάνουν τον κίνδυνο χαμηλών επιπέδων ανταγωνισμού, με αποτέλεσμα να περιέρχεται η δημόσια αρχή σε θέση εξάρτησης, αλλά και να αυξάνεται η συνολική πολυπλοκότητα του έργου.
Όπως είναι λογικό, στην περίπτωση συμβάσεων πολύ υψηλής αξίας, όπως συνήθως είναι οι συμβάσεις ΣΔΙΤ, μόνον ένας πολύ μικρός αριθμός οικονομικών φορέων, συχνά δε μόνον ένας, είναι σε θέση να προσφέρει όλα τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που προβλέπονται. Κανείς επομένως δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί ότι θα υπάρχει μεγάλη συμμετοχή είτε από κατασκευαστικές εταιρείες είτε από τραπεζικούς ομίλους και θα επιτευχθεί μία συμφωνία που θα είναι εις όφελος του δημοσίου συμφέροντος.
Μία άλλη, εξίσου σημαντική, πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει ο εργοληπτικός κόσμος είναι ότι λόγω της σταδιακής απαξίωση μεγάλου τμήματος του φυσικού και ανθρώπινου κεφαλαίου των ελληνικών κατασκευαστικών επιχειρήσεων, είναι πολύ αμφίβολο ότι θα μπορέσει η εγχώρια αγορά να απορροφήσει όλα τα κονδύλια που θα διατεθούν στην υλοποίηση σημαντικών έργων. Το πιθανότερο είναι να βρεθούμε πάλι μπροστά σε μεγάλες καθυστερήσεις στην υλοποίηση των ήδη αναληφθεισών συμβάσεων με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Επίσης, η επικράτηση ολιγάριθμων κατασκευαστικών ομίλων και η αποδυνάμωση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων δεν διασφαλίζουν την ύπαρξη υγιούς και ανόθευτου ανταγωνισμού.
Τέλος, αντιθέτως με πλήθος αλλαγών που επέφερε η νομοθεσία και αφορούσε την υπόσταση των κατασκευαστικών εταιρειών και τις μεθόδους ανάθεσης έργων, ουδεμία μέριμνα υπήρξε για τη μεταβολή του προφίλ των υπηρεσιών επίβλεψης, που ουσιαστικά διοικούν τα έργα. Εκτός κάποιων κεντρικών υπηρεσιών, η πλειοψηφία των υπολοίπων υπηρεσιών επίβλεψης, είναι υποστελεχωμένες, με σχεδόν ανειδίκευτους μηχανικούς χωρίς εμπειρία και χωρίς καμία μέθοδο αξιολόγησης, είτε για επιβράβευση είτε για επίπληξη.
Έχω πολλές φορές αναφερθεί αναλυτικά, στα τρία αυτά χρόνια που έχω την τιμή να είμαι Πρόεδρος της ΠΕΣΕΔΕ, στις απαιτούμενες διορθωτικές παρεμβάσεις ώστε να δούμε άμεσα την ανάκαμψη του κατασκευαστικού κλάδου και στο ότι η βελτίωση του κλάδου των κατασκευών θα έχει μόνο θετικά αποτελέσματα για την ελληνική οικονομία και για την ελληνική κοινωνία. Δεν αρκούν οι μεμονωμένες «πυροσβεστικές» παρεμβάσεις. Ο ευρύτερος χώρος της Δημόσιας Διοίκησης, συμπεριλαμβανομένου και του Δικαστικού κλάδου, απαιτεί ριζική μεταρρύθμιση που, μέχρι τώρα, καμία κυβέρνηση δεν τολμά να φέρει, φοβούμενη το «μετρήσιμο» αντίκτυπο στις δημοσκοπήσεις. Αυτό που λείπει, αυτό που θα φέρει τη μεταμόρφωση της δημόσιας διοίκησης στο προσδοκώμενο λειτουργικό επιτελικό κράτος», είναι η μεταξύ μας συνεννόηση. Πρέπει να πεισθούν όλοι οι εμπλεκόμενοι ότι η διοικητική και θεσμική ευστάθεια, ο συνεχής συντονισμός της διοίκησης και η μακροπρόθεσμη αντίληψη καθιστούν την διακυβέρνηση της χώρας μας πιο αποτελεσματική. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι κράτη με αποτελεσματική δημόσια διοίκηση και ποιοτικούς και σταθερούς θεσμούς αναπτύσσονται και εξελίσσονται.
Επιγραμματικά μόνο θα σας αναφέρω τα βασικότερα σημεία, στα οποία, κατά την γνώμη μου, πρέπει να βελτιωθούμε, όχι μόνο προς όφελος της εργοληπτικής κοινότητας αλλά για όλη την επιχειρηματική μας κοινότητα:
- Απλοποίηση και σταθεροποίηση του φορολογικού πλαισίου, και κυρίως, περαιτέρω μείωση των φορολογικών συντελεστών,
- Κωδικοποίηση, απλοποίηση και σταθεροποίηση του συνόλου της νομοθεσίας,
- Επιτάχυνση στην απονομή δικαιοσύνης,
- Αναβάθμιση των υπηρεσιών από τη μεριά της Πολιτείας με εφαρμογή δράσεων εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης,
- Προώθηση επενδυτικών σχεδίων,
- Στήριξη του τομέα δημοσίων έργων με την αξιοποίηση των δημοσίων επενδύσεων ως βασικό εργαλείο αναθέρμανσης της οικονομίας, με όλα τα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα που επιφέρουν στην απασχόληση, στην τόνωση της αγοράς και στα δημόσια έσοδα,
- Βελτίωση των ίδιων των κατασκευαστικών επιχειρήσεων