Share
Την ανάγκη αλλαγής της προσέγγισης με την οποία θα επιτευχθεί ο κοινός στόχος της διαφάνειας και νομιμότητας, με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα στην ανάθεση και εκτέλεση των δημοσίων συμβάσεων, έθεσαν οι Εργοληπτικές Οργανώσεις ΠΕΔΜΕΔΕ, ΠΕΣΕΔΕ και ΣΑΤΕ με τοποθετήσεις εκπροσώπων τους κατά τη διαδικασία ακρόασής τους στη Διαρκή Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου της Βουλής.
Αναλυτικά:
«Η ικανοποίηση της πιο πάνω στόχευσης δεν μπορεί να γίνει με τις προτεινόμενες από το Υπουργείο Ανάπτυξης διατάξεις, με τις οποίες θυσιάζεται πολύ μεγάλο μέρος της νομιμότητας και της αποτελεσματικότητας, διότι περιορίζεται δραστικά ο χρόνος και η δυνατότητα προσφυγής κατά φωτογραφικών, υπερβολικών ή παράτυπων όρων σε διακηρύξεις και μελέτες» υπογράμμισαν οι εκπρόσωποι των Εργοληπτικών Οργανώσεων κατά τη συζήτηση και επεξεργασία σχετικού νομοσχεδίου του Υπουργείου Ανάπτυξης.
«Το παράβολο δικαστικής προστασίας, επιδρά καίρια στη δυνατότητα άσκησης της δραστηριότητας των εργοληπτικών επιχειρήσεων σε πλαίσιο ασφάλειας δικαίου, κατά συνέπεια η δυσανάλογη και πλήρως ατεκμηρίωτη πρόβλεψη περί πενταπλασιασμού του προβλεπόμενου παράβολου για υποβολή δικαστικής προσφυγής ή αίτησης ακύρωσης (από 0,1% σε 0,5%), τριπλασιασμού του ελάχιστου παράβολου (1.500€ από 500€) και δεκαπλασιασμού του μέγιστου παράβολου (50.000€ από 5.000€) αποτελεί σοβαρό οικονομικό αντικίνητρο προσφυγής και θα λειτουργήσει ως φόβητρο, συνθήκη που δεν οδηγεί σε αποτελεσματικότερες συμβάσεις και σίγουρα δεν οδηγεί σε βελτίωση και αναβάθμιση του θεσμικού πλαισίου», σημειώθηκε ενώπιον των Βουλευτών της Διαρκούς Επιτροπής και τονίστηκε ότι οι Εργοληπτικές Οργανώσεις δεν είναι οι μόνοι φορείς που εκφράζουν σκεπτικισμό και αντίρρηση στην υπέρογκη αυτή αύξηση των παραβόλων αφού την ίδια άποψη εκφράζει τόσο η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΟΚΕ) όσο και η θεσμικά αρμόδια προς τούτο Ενιαία Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων (ΕΑΔΗΣΥ).
Σημειώνεται ότι οι τρεις Εργοληπτικές Οργανώσεις με κοινή επιστολή τους έχουν αναδείξει ότι η προτεινόμενη από το Υπουργείο Ανάπτυξης ρύθμιση:
-Παραβιάζει τις δικονομικές ενωσιακές Οδηγίες περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας κατά την ανάθεση των δημοσίων συμβάσεων.
-Παραβιάζει το Σύνταγμα (άρθρο 20) περί δικαιώματος δικαστικής προστασίας.
-Παραβιάζει την ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) ως προς το δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη.
Καταρρακώνει την αρχή της αναλογικότητας, εφόσον το παράβολο των € 50.000 για την δικαστική προσφυγή + € 15.000 για την προδικαστική προσφυγή (σύνολο € 65.000, δυνάμενο να τετραπλασιασθεί!), αποτρέπει κάθε διάδικο, όχι μόνο τους κακόπιστους. καθώς και ότι:
-Η δυνατότητα τετραπλασιασμού του παραβόλου με την απόφαση του δικαστηρίου λόγω προδήλως απαραδέκτου της αιτήσεως ακυρώσεως, καταργεί πλήρως το δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη και δημιουργεί απόλυτη ανασφάλεια σε κάθε καλόπιστο εργολήπτη, εφόσον τον θέτει ακόμη και ενώπιον του ενδεχομένου οικονομικής καταστροφής του σε περίπτωση απώλειας μιας δίκης.
-Θίγονται κυρίως οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, που αδυνατούν να πληρώσουν ή να διακινδυνεύσουν τέτοια ποσά. Οι ελάχιστοι κολοσσοί του κλάδου όχι μόνο δεν θίγονται αλλά αντιθέτως ευνοούνται. Επομένως δημιουργούνται εργοληπτικές επιχειρήσεις δύο ταχυτήτων και μεγαλώνει το χάσμα ανάμεσα στις μεγαλύτερες και μικρότερες επιχειρήσεις.
-Το πρόβλημα είναι έντονο στα δημόσια έργα, όπου λόγω των μεγάλων προϋπολογισμών τα ούτως ή άλλως αυξημένα παράβολα θα κινούνται σχεδόν πάντα στο ανώτατα όρια.
-Σήμερα διαπιστώνεται πληθώρα απευθείας αναθέσεων, φωτογραφικών όρων, περιττών ISO, το οποίο και καταγγέλλεται συστηματικά από τις Εργοληπτικές Οργανώσεις. Εάν παραμείνει η διάταξη με τη σημερινή διατύπωση η ασυδοσία θα καταστεί απολύτως ανέλεγκτη.
Οι εκπρόσωποι των Ε.Ο. υπενθύμισαν την αναγκαιότητα να εξεταστούν οι θέσεις και προτάσεις τους από τους Βουλευτές της Διαρκούς Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου καθώς και από το αρμόδιο Υπουργείο Ανάπτυξης και έστω την ύστατη ώρα να τις αποσύρει και να καλέσει τις Εργοληπτικές Οργανώσεις σε διάλογο, τονίζοντας ότι «η παρεμπόδιση επιχειρήσεων να προσφύγουν στην δικαιοσύνη είναι πιθανό σε επόμενο σύντομο χρόνο να κριθούν αντισυνταγματικές» και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι «ο ομαλός συνδυασμός της διαφάνειας και της νομιμότητας με την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα είναι εφικτός χωρίς να περιορίζεται η πρόσβαση στη δικαιοσύνη».