πηγή: Εργοληπτικόν βήμα Νο_105 της ΠΕΣΕΔΕ
Άρθρο του Τόλη Τσιακίρη Πρόεδρος ΣΠΕΔΕ Έβρου, μέλος του Δ.Σ. και της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΠΕΣΕΔΕ
Εισαγωγικό σημείωμα: Το παρακάτω κείμενο αποτελεί τμήμα εργασίας για τους Διαγωνισμούς Κατασκευής Έργων, η οποία στο σύνολό της αναφέρεται στην Ελληνική εμπειρία και τη νομοθεσία του Ελληνικού κράτους από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα και ταυτόχρονα, κατόπιν αναφορών στην Διεθνή εμπειρία για την δημοπράτηση έργων, καταθέτει προτάσεις για τη βελτίωση των διαδικασιών και τευχών δημοπράτησης έργων στην Ελλάδα. Στο Τεύχος αυτό φιλοξενούμε μέρος της εν λόγω εργασίας, για την παραχώρηση του οποίου ευχαριστούμε θερμά τον κ. Τ. Τσιακίρη.
Για την επιλογή εκ του συνόλου των ελληνικών και αλλοδαπών – κοινοτικών εργοληπτικών επιχειρήσεων αυτής στην οποία θα ανατεθεί η εκτέλεση ενός συγκεκριμένου δημοσίου έργου, υφίστανται σαφείς και αυστηρά προδιαγεγραμμένες διαδικασίες, με στόχο να διασφαλίζεται η διαφάνεια, η αντικειμενικότητα και ο υγιής ανταγωνισμός, δηλαδή, σε τελική ανάλυση, η προστασία του δημοσίου χρήματος. Οι διαδικασίες αυτές είναι τρεις και συγκεκριμένα η “ανοικτή διαδικασία”, η “κλειστή διαδικασία” και η “διαδικασία των διαπραγματεύσεων”. Προκειμένου να διασφαλισθεί η αντικειμενική ανάθεση του έργου το κοινοτικό δίκαιο δέχεται ως κριτήρια τη χαμηλότερη τιμή ή την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά.
Πρέπει να τονιστεί ότι η ανάθεση των δημοσίων έργων στην Ελλάδα την δεκαετία του 1990, παρουσίαζε σημαντικά προβλήματα, τα οποία προβλήθηκαν ιδιαίτερα ύστερα από την υποχρεωτική εφαρμογή των κοινοτικών οδηγιών και κατά την υλοποίηση των υποδομών που χρηματοδοτήθηκαν από το 1° και το 2° Κ.Π.Σ.
Οι Εργοληπτικές Επιχειρήσεις, προκειμένου να αναλάβουν μεγάλο αριθμό των έργων αυτών ώστε να αναπτυχθούν σημαντικά και γρήγορα, υποεκτίμησαν τις πραγματικές συνθήκες και το κόστος κατασκευής και οδηγήθηκαν σε σκληρό ανταγωνισμό μεταξύ τους.
Οι οικονομικές εκπτώσεις που προσέφεραν ήταν ιδιαίτερα υψηλές και αποδείχθηκαν, σε αρκετές περιπτώσεις, σε βάρος της ποιότητας των έργων. Στην παγίωση των μεγάλων οικονομικών εκπτώσεων συνέβαλαν επίσης, από πλευράς Κυρίου του Έργου, κυρίως η έλλειψη αξιόπιστων και εφαρμόσιμων μελετών, ο τρόπος άσκησης της επίβλεψης και οι διαδικασίες προσέγγισης του προϋπολογισμού δημοπράτησης των έργων.
Είναι γεγονός ότι οι κανόνες, που τέθηκαν προοδευτικά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας των δαπανών των χρηματοδοτούμενων έργων και την πιστή τήρηση των ανταγωνιστικών διαδικασιών, οδήγησαν σε σημαντική βελτίωση των δομών.
Δημιουργήθηκαν μεγαλύτερα Γραφεία Μελετών με εμπειρία και σύγχρονο εξοπλισμό για την εκπόνηση αξιόπιστων μελετών και έγιναν βήματα βελτίωσης του τρόπου ανάθεσης και ελέγχου των μελετών. Έγιναν συγχωνεύσεις εργοληπτικών εταιριών και αγοράστηκε νέος εξοπλισμός. Στην ασφαλέστερη προεκτίμηση του κόστους και στην αναβάθμιση των διαδικασιών επίβλεψης των έργων συνέβαλε ο εκσυγχρονισμός των αρμόδιων υπηρεσιών των Υπουργείων, η δημιουργία Ανωνύμων Εταιριών και Ειδικών Υπηρεσιών και η συμμετοχή εξωτερικών συμβούλων. Ωστόσο, απαιτείται πολύς χρόνος για να θεωρηθούν αυτά δεδομένα από τις Εργοληπτικές Επιχειρήσεις κατά τη σύνταξη των οικονομικών τους προσφορών, ώστε τελικά να υλοποιηθούν ποιοτικά δημόσια έργα με σύγχρονες προδιαγραφές.
Μετά την εφαρμογή του Ν.2576/98 που περιείχε «μαθηματικό τύπο» απόρριψης των υπερβολικών προσφορών, οι προσφερόμενες εκπτώσεις στα περισσότερα έργα έγιναν εύλογες και συνέβαλαν στη βελτίωση της ποιότητας κατασκευής.
Ταυτόχρονα, αποφάσεις του Ευρωπαϊκού και των Ελληνικών Δικαστηρίων κατέστησαν ανενεργό τον απλουστευτικό και απόλυτο τρόπο που προέβλεπε ο Νόμος αυτός για την αιτιολόγηση των υπερβολικών προσφορών.
Ορθόν είναι, κατά την εξέταση μίας υπερβολικά χαμηλής προσφοράς, να επιτρέπεται αιτιολόγηση της με οποιονδήποτε τρόπο. Αλλά η αξιολόγηση των στοιχείων από οποιαδήποτε Επιτροπή ή Υπηρεσία θεωρείται στη χώρα μας υποκειμενική σε σημαντικό βαθμό και για το λόγο αυτό συχνά αμφισβητήσιμη.
Ύστερα από αυτή την εξέλιξη θεσπίστηκε ο Ν.3263/2004, που επιβάλλει για τη μεγάλη πλειοψηφία των δημοπρατήσεων ως κριτήριο ανάθεσης τη χαμηλότερη τιμή. Τίθεται εύλογα το ερώτημα σε ποιο βαθμό οι σημερινές συνθήκες της αγοράς ευνοούν την ανάπτυξη υγιούς και όχι άκρατου ανταγωνισμού.
Τα βασικά χαρακτηριστικά μιας αγοράς υπό συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού είναι τα εξής:
- ελεύθερη πρόσβαση στην αγορά
- ύπαρξη μεγάλου αριθμού αγοραστών και πωλητών, ώστε να μην είναι δυνατός ο επηρεασμός των τιμών από κάθε ένα από αυτούς
- όλοι οι αγοραστές και πωλητές έχουν «τέλεια γνώση» των συνθηκών της αγοράς, και συμπεριφέρνονται σύμφωνα με την οικονομική αρχή της μεγιστοποίησης των συμφερόντων τους.
- όλες οι πωλήσεις αφορούν τελείως ομοιογενή προϊόντα.
Η Ελληνική αγορά δημοσίων έργων χαρακτηρίζεται μέχρι τώρα από:
- εύκολη απόκτηση πτυχίου εργοληπτικής επιχείρησης
- ύπαρξη μεγάλου αριθμού εργοληπτών σε σχέση με το συνολικό όγκο εργασιών
- έλλειψη μακροχρόνιας στρατηγικής από τις εργοληπτικές επιχειρήσεις και καθημερινός αγώνας για την επιβίωση τους
- σημαντικές συμβατικές τροποποιήσεις του αντικειμένου του έργου που δημοπρατήθηκε.
Με τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Ελληνική αγορά, στη συνήθη περίπτωση διαγωνισμού, ο μειοδότης στον υπολογισμό της προσφοράς του όχι απλώς έχει μηδενίσει το όποιο κέρδος, αλλά δεν προέβλεψε ούτε την πλήρη κάλυψη των γενικών του εξόδων. Απλώς ελπίζει ότι θα μεταβληθεί το αντικείμενο της εργολαβίας και ότι με τη «διαπραγμάτευση» που θα ακολουθήσει, θα επιτύχει βελτίωση των οικονομικών δεδομένων. Προφανώς, η ύπαρξη των συνθηκών αυτών μακροχρόνια οδηγεί σε μη υγιή κατασκευαστικό κλάδο.
Είναι προφανές ότι όλα αυτά δεν οφείλονται στην έλλειψη ικανότητας του τεχνικού κόσμου της χώρας, αλλά στη μη ανάληψη του «πολιτικού» κόστους εξυγίανσης της αγοράς από τις διαδοχικές κυβερνήσεις (π.χ. χορήγηση μεγάλου αριθμού πτυχίων, μη αναδιοργάνωση δημοσίων υπηρεσιών κ.λ.π).
Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η ολοκλήρωση ενός έργου είναι αποτέλεσμα πολλών συνεχόμενων και αλληλοεξαρτώμενων διαδικασιών. Υπολογίζοντας τους χρόνους των επιμέρους φάσεων προκύπτει ότι η ολοκλήρωση ενός τυπικού έργου αυτοκινητοδρόμου απαιτεί περίπου 10 χρόνια με τις παρακάτω προϋποθέσεις: οι διαπραγματεύσεις ένταξης του έργου σε ένα χρηματοδοτικό πρόγραμμα είναι σύντομες, οι μελέτες ανατίθενται με διαγωνισμό, δεν συναντώνται ιδιαίτερα προβλήματα στην έγκριση περιβαλλοντικών όρων και στην εκτέλεση των απαλλοτριώσεων, η ανάθεση της σύμβασης κατασκευής γίνεται με συμπλήρωση τιμολογίου και οι αρχαιολογικές έρευνες και μετατοπίσεις δικτύων ΟΚΩ δεν καθυστερούν πολύ την κατασκευή. Σε κάθε άλλη περίπτωση η ολοκλήρωση του έργου θα απαιτήσει πάνω από 10 χρόνια.
Ειδικότερα, η επιλογή αναδόχων και η ανάθεση συμβάσεων έργων γίνεται πάντα σύμφωνα με την Κοινοτική και Εθνική νομοθεσία μεταξύ εργοληπτών από τον Ελληνικό και Διεθνή χώρο. Περιλαμβάνει την ετοιμασία προσφορών από τους ενδιαφερόμενους, τον έλεγχο των τυπικών δικαιολογητικών και την αξιολόγηση των διαγωνιζόμενων από τον ΚτΕ. Οι επιπρόσθετοι προσυμβατικοί έλεγχοι που διεξάγονται από το Ελεγκτικό Συνέδριο από το 2002, έχουν επιφέρει σημαντική αύξηση του χρόνου ανάθεσης. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι οι διαδικασίες (χωρίς αξιολόγηση) διαρκούν περίπου 9 μήνες. Σημειώνεται δε, ότι σε περιπτώσεις όπου παρουσιάζονται ενστάσεις και προσφυγές, οι διαδικασίες ανάθεσης μπορούν να κρατήσουν έως και 20 μήνες.
Συμπερασματικά, για την επιτυχή υλοποίηση του Κ.Π.Σ. ήταν αναγκαία η υιοθέτηση αξιόπιστων, διαφανών και γρήγορων διαδικασιών ανάθεσης των έργων και η σύντμηση του χρόνου υλοποίησης τους. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ακόμη και σήμερα οι αξιόπιστες και διαφανείς διαδικασίες ανάθεσης έργων αποτελούν ζητούμενο.
Η Διεθνής Εμπειρία
Ας δούμε όμως τι συμβαίνει με τις διαδικασίες ανάθεσης έργων σε τρεις μεγάλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Γερμανία, οι οποίες υποχρεώθηκαν αντιστοίχως να τηρήσουν τις Κοινοτικές Οδηγίες. Παράλληλα θα αναφέρουμε και τις αντίστοιχες διαδικασίες στις ΗΠΑ. Συγκεκριµένα, θα συγκρίνουμε τις διαδικασίες δημοπράτησης, των εφαρµοζόµενων κριτηρίων επιλογής και ανάθεσης, των τυποποιημένων ή µη τευχών δημοπράτησης, των συστημάτων υποβολής προσφορών, της κοστολόγησης των εργασιών καθώς και των συνήθων διαδικασιών διεξαγωγής του διαγωνισμού.
Στη Γαλλία το σχετικό θεσμικό πλαίσιο περιλαμβάνει τις Κοινοτικές Οδηγίες και άλλους νόμους και διατάγματα, ενώ ο Κώδικας ∆ηµοσίων Έργων ορίζει της επιτρεπόμενες διαδικασίες δημοπράτησης ανάλογα µε το ύψος τους. Συγκεκριµένα για έργα προϋπολογισμού πάνω από 5.000.000 Ευρώ ακολουθούνται οι γνωστές διαδικασίες που ορίζονται από τις Κοινοτικές Οδηγίες, ενώ για έργα κάτω από 5.000.000 Ευρώ μπορούν να ακολουθήσουν επιπλέον και τη «Προσαρµοσµένη διαδικασία» µόνο για έργα κάτω από 230.000 Ευρώ ή τον ανταγωνιστικό διάλογο για έργα μέχρι 5.000.000 Ευρώ. Κατά την «Προσαρµοσµένη διαδικασία» ο ΚτΕ μπορεί να επιλέξει ελεύθερα ανάδοχο, ανάλογα µε το αντικείμενο της Σύμβασης, ενώ για την εφαρμογή της «Διαδικασίας Ανταγωνιστικού ∆ιαλόγου» ο ∆ηµόσιος Φορέας ορίζει ένα λειτουργικό πρόγραµµα, το οποίο περιλαμβάνει επαληθεύσιµα αποτελέσματα προς επίτευξη ή ανάγκες που πρέπει να ικανοποιηθούν, και διαπραγματεύεται µε τον κάθε υποψήφιο τα μέσα για την επίτευξη των οριζόμενων αποτελεσμάτων ή αναγκών. Οι υποβολές των προσφορών γίνονταν ως κατ’ αποκοπήν τίµηµα, όπου προσφέρεται µία συνολική τιμή για την εκτέλεση όλων των συμβατικών απαιτήσεων, ή µε ελεύθερη συμπλήρωση τιμολόγια ή µε προσφορά ποσοστού επί των δαπανών ή µε συνδυασμό κατ’ αποκοπήν τιµήµατος και ελεύθερης συμπλήρωσης τιμολογίου.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν υπάρχουν θεσµοθετηµένες διαδικασίες για έργα προϋπολογισμού κάτω των κοινοτικών ορίων. Για τα µμεγαλύτερα έργα, τα οποία αναθέτουν οι Κεντρικές Κυβερνητικές Υπηρεσίες, το Γραφείο Κυβερνητικού Εμπορίου έχει εκδώσει υποχρεωτικές οδηγίες και εγχειρίδια «Καλής Πρακτικής», τα οποία περιέχουν µμεθοδολογίες τις οποίες οι Υπηρεσίες δύνανται να προσαρμόσουν στις ανάγκες κάθε σύμβασης προς Δημοπράτηση. Η γενική αρχή που πρέπει να ακολουθείται είναι η επίτευξη του “Value for Money”. Δηλαδή, σκοπός είναι να επιτυγχάνεται ο βέλτιστος συνδυασμός των δαπανών σε όλη την διάρκεια ζωής του έργου και της ποιότητας ώστε να επιτευχθούν οι απαιτήσεις του χρήστη. Αυτή η αρχή πρέπει να διέπει όλα τα στάδια της Διαδικασίας Ανάθεσης.
Η συνήθης διαδικασία ανάθεσης που ακολουθείται είναι η «Κλειστή Διαδικασία», ενώ στα σύνθετα και μεγάλα έργα υπάρχει η τάση να ανατίθενται συμβάσεις µε το σύστημα «Μελέτη – Κατασκευή» µε σκοπό την εμπλοκή του κατασκευαστή από νωρίς στον σχεδιασμό του έργου. Εκτός από τις «παραδοσιακές» συμβάσεις µε κατ’ αποκοπήν τίµηµα ανατίθενται και Συμβάσεις άμεσου κόστους, όπου η Αναθέτουσα Αρχή πληρώνει το κόστος των εργασιών και ένα ποσοστό επί αυτού στον Ανάδοχο, και συμβάσεις «διάρκειας» ή Συμβάσεις Πλαίσια. Υπάρχει η τάση να δίνονται κίνητρα τους Αναδόχους για την μείωση του κόστους και χρόνου εκτέλεσης ενός έργου. Στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει πλήρης μελέτη ή υπάρχουν πολλοί αστάθμητοι παράγοντες ανατίθενται συμβάσεις χωρίς συγκεκριμένο τίµηµα αλλά µε ορισμένη «τιμή στόχο». Στις συμβάσεις αυτές ορίζεται ένας µηχανισµός κατανομής του επιπλέον κόστους ή του κέρδους μεταξύ του Αναδόχου και του ΚτΕ.
Για την ανάθεση του έργου χρησιμοποιείται κυρίως το κριτήριο της «οικονομικά πιο συμφέρουσας προσφοράς», παρόλο που σύμφωνα µε τη Νομοθεσία μπορεί να εφαρμόζεται και το κριτήριο της χαμηλότερης τιµής. Η υποβολή των προσφορών μπορεί να γίνει είτε ως κατ’ αποκοπήν τίµηµα είτε µε συμπλήρωση τιμολογίου. Η βασική διαφορά στο σύστημα υποβολής προσφορών στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι ότι η Αναθέτουσα Αρχή παρέχει πίνακα κυρίων ποσοτήτων (µη δεσμευτικό) µε σκοπό την υποβοήθηση των υποψηφίων στην εκτίμηση της κλίμακας των προτεινόμενων εργασιών. Οι τιμές συμπληρώνονται ελεύθερα από του υποψήφιους, οι οποίοι επιπλέον περιλαμβάνουν στις προσφορές τους δαπάνες όπως πρόβλεψη για κινδύνους, διαχείριση εργασιών κλπ., αφού έχουν μελετήσει προσεκτικά τα δεδομένα του έργου βάσει προδιαγραφών και εκτίμησης των επί τόπου συνθηκών.
Στη Γερμανία, ισχύουν οι «Διαδικασίες σύναψης σύμβασης έργων», που έχουν ενσωματώσει τις κοινοτικές οδηγίες και έχουν υποχρεωτική εφαρμογή. Η υποβολή προσφορών στη Γερμανία στα περισσότερα έργα γίνεται µε σύστημα που μοιάζει µε το Ελληνικό σύστημα προσφοράς µε ελεύθερη συμπλήρωση τιμολογίου.
Η Αμερικανική Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση έχει θεσμοθετήσει Κανονισμούς προκειμένου να υφίστανται οµοιόµορφες πολιτικές και διαδικασίες ανάθεσης για όλες τις Υπηρεσίες. Οι Κανονισμοί των διαφόρων Υπηρεσιών λειτουργούν συµπληρωµατικά στους Ομοσπονδιακούς που απαιτούν πλήρη και ανοικτό ανταγωνισμό για όλες τις συμβάσεις του ∆ηµοσίου. Τα πιθανά είδη συμβάσεων είναι: καθορισμένης τιμής, αποπληρωμής σε συνάρτηση µε το κόστος, ελεγχόμενης αμοιβής, ασαφούς παράδοσης, εντολής έργου και χρόνου και υλικών. Το κριτήριο της «πλέον συμφέρουσας» προσφοράς έχει αρχίσει να χρησιμοποιείται από το 2002, αλλά κυρίως σε συμβάσεις µμελέτης- κατασκευής.
Η Ελληνική Εμπειρία
∆ηµόσια έργα είναι τα έργα που εκτελεί η πολιτεία µε την ευρύτερή της έννοια (∆ηµόσιο, τοπική αυτοδιοίκηση, δημόσιοι οργανισμοί, τράπεζες δημοσίου συμφέροντος, κλπ.) και τα οποία εξυπηρετούν το κοινωνικό σύνολο, συμβάλλουν στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων, στην αύξηση του εθνικού προϊόντος, στην ασφάλεια της χώρας και γενικά αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών. Είναι τα έργα υποδομής της χώρας, κτιριακά, οδοποιίας, σιδηροδρομικά, λιμενικά εγγειοβελτιωτικά, ύδρευσης, αποχέτευσης, κλπ.
Τα δημόσια έργα χαρακτηρίζουν την εποχή τους και τον πολιτισμό της. Στην Ελλάδα εκτελούνται δημόσια έργα από την αρχαιότητα, όπως τα έργα της Ακρόπολης των Αθηνών τον 5ο αιώνα π.Χ., που αποφάσισε η αθηναϊκή δημοκρατία μετά τους περσικούς πολέμους και υλοποίησε ο Περικλής µε τον Ικτίνο και το Φειδία, η σήραγγα προσαγωγής νερού στη Σάμο (μήκους 835 µ. και ύψους 2,5 µ.), που κατασκεύασε ο μηχανικός Ευπαλίνος (Ευπαλίνειο όρυγμα) την εποχή του τυράννου Πολυκράτη τον 7ο αιώνα π.Χ. καθώς και πολλά άλλα. Στη ρωμαϊκή εποχή κατασκευάσθηκε το 2ο αιώνα π.Χ. στο βορειοελλαδικό χώρο, ένα από τα μεγαλύτερα οδικά έργα, η Εγνατία Οδός. Εμπνευστής του έργου ήταν ο ανθύπατος Γάιος Εγνάτιος. Οι εκκλησίες του Βυζαντίου υπήρξαν σημαντικά δημόσια έργα της εποχής τους, µε κυρίαρχο το κτίσμα της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, που κατασκευάστηκε επί αυτοκράτορα Ιουστινιανού τον 6ο αιώνα µ.Χ. από τους αρχιτέκτονες Ισίδωρο και Ανθέμιο.
Για τον εκσυγχρονισμό της Ελλάδας των νεοτέρων χρόνων απαιτήθηκε μεγάλη προσπάθεια, µε την κατασκευή έργων υποδομής που έλλειπαν παντελώς από τη χώρα. Η κατασκευή των δημοσίων έργων ανατέθηκε αρχικά µε διάταγμα του 1833 στο τµήµα μηχανικών του στρατού. Αργότερα, τα έργα ανατίθενται σε εργολάβους και το 1850 εκδίδεται βασιλικό διάταγμα για τις υποχρεώσεις στις οποίες υπόκεινται οι «αναδεχόµενοι την εκτέλεση δημοσίων έργων εργολάβοι». Επί πρωθυπουργίας Χαριλάου Τρικούπη, κατασκευάζονται μεγάλα δημόσια έργα υποδομής (σιδηρόδρομοι, διώρυγα της Κορίνθου, κλπ.), που άλλαξαν τη φυσιογνωμία της χώρας. Την εποχή αυτή εκδίδεται το διάταγμα της 20-3-1884, που ρύθμιζε τα της εκτελέσεως των δημοσίων έργων.
Επί της τελευταίας πρωθυπουργίας του Ελευθέριου Βενιζέλου (1928 – 1932), µε πιεστικές τις ανάγκες του 1.000.000 προσφύγων μετά τη μικρασιατική καταστροφή, κατασκευάζεται πληθώρα δημοσίων έργων, οδών, σχολείων και εγγειοβελτιωτικών έργων (αποξήρανση λίμνης Γιαννιτσών, εγγειοβελτιωτικά έργα πεδιάδων Σερρών και ∆ράµας – απόδοση στην καλλιέργεια 2.800.000 στρ., κατασκευή 1650 χλµ. οδών, κλπ.), ώστε να δοθούν εκτάσεις προς καλλιέργεια στους πρόσφυγες.
Την εποχή αυτή ψηφίζεται ο Ν. 5367/1932 για την εκτέλεση των δημοσίων έργων µε στόχο την εισαγωγή ενιαίου συστήματος εκτέλεσης των δημοσίων έργων, διότι το κράτος πρέπει να έχει ενιαία κατεύθυνση δράσης και όλοι οι εργολάβοι που αναλαμβάνουν την εκτέλεση των έργων να έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις. Ο Νόμος αυτός ίσχυσε για 40 χρόνια, μέχρι το 1972 και αποτέλεσε την πρώτη προσπάθεια του Ελληνικού κράτους για ενιαίο σύστημα στην εκτέλεση των έργων.
Το 1972 δημοσιεύεται ο Ν. 1266/1972 (που καταργεί τον Ν. 5367/1932) και µετά από δώδεκα χρόνια ψηφίζεται ο Ν. 1418/1984, που ουσιαστικά τέθηκε σε ισχύ µε το π.δ. 609/1985 και ο οποίος ισχύει μέχρι σήμερα (2004). Και οι δύο αυτοί Νόμοι (1266/72 και 1418/84) ακολουθούσαν την ίδια φιλοσοφία και υιοθετούσαν τις ίδιες βασικές ρυθμίσεις, ήταν περισσότερο αναλυτικοί από το Ν. 5367/32 και, ως εκ τούτου, περισσότερο δεσμευτικοί για τους συµβαλλόµενους (∆ηµόσιο και εργολάβους). Οι νέες ρυθμίσεις που εισάγονται µε το Ν. 1418/84 αφορούν στους εργολάβους – εργοληπτικές επιχειρήσεις (για τον τρόπο εγγραφής τους στο μητρώο εργοληπτικών επιχειρήσεων, την κατάταξη των εργοληπτικών επιχειρήσεων, κλπ.), στις συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων, στη σύνδεση της κατασκευής των δημοσίων έργων µε την προστασία του περιβάλλοντος, κλπ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι προς το τέλος του 1995 εισήχθει από την τότε Κυβέρνηση ο όρος αιτιολόγηση των προσφορών. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την έκρηξη της διαφθοράς μεταξύ φορέων και «οικείων» εργολάβων. Ο τρόπος αυτός δημοπράτησης εγκαταλήθφηκε σχετικά γρήγορα (1998 οπότε και εισήχθει ο «μαθηματικός τύπος») αφήνοντας όμως ανεπανόρθωτη ζημιά στον τομέα διαφάνειας της ανάθεσης δημοσίων έργων.
Το 2004, ο Ν. 3263/2004 (ΦΕΚ Α΄ 179/28.09.2004) εισήγαγε ένα νέο σύνολο νομοθετικών ρυθμίσεων με σκοπό την αντικατάσταση του ισχύοντος συστήματος ανάθεσης, γνωστού ως «μαθηματικός τύπος», από ένα σύστημα ανάθεσης στον απόλυτο μειοδότη. Η αλλαγή αυτή του συστήματος ανάθεσης συμπαρέσυρε αναγκαστικά και αλλαγές σε πολλές άλλες διατάξεις, συναφείς µε το αντικατασταθέν σύστημα. Οι αλλαγές αφορούν κυρίως τις διατάξεις για τη διαδικασία του διαγωνισμού, τις αρμοδιότητες της αναθέτουσας αρχής, τις εγγυήσεις καλής εκτέλεσης, καθώς και τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία εκπτώσεως του αναδόχου.
Ο νόμος 1418/84 αντικατατάθηκε από τον νόμο 3669/2008 ο οποίος ενσωμάτωσε και κοινοτικές οδηγίες, ο οποίος ίσχυσε μέχρι την ψηφιση του νέου νόμου 4412/2016 ο οποίος βεβαία έχει πολλές ελλείψεις και ο εργαλαβικός κόσμος αναμένει διευκρινήσεις και τα αντιστοιχα προεδρικά διατάγματα.
Η χρηματοδότηση των δημοσίων έργων στην Ελλάδα µέσω των διαρθρωτικών ταμείων της ΕΟΚ, ιδιαίτερα µε τα πακέτα Ντελόρ Ι και ΙΙ, είχε ως συνέπεια το άνοιγμα των συμβάσεων δημοσιών έργων στον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό. Για την εκταμίευση των χρημάτων από τα διαρθρωτικά ταμεία της Κοινότητας (ΕΠΤΑ και Ταμείο Συνοχής) έπρεπε να προσαρμοσθεί η ελληνική νομοθεσία για τα δημόσια έργα στις αντίστοιχες οδηγίες της ΕΟΚ, ώστε να εξασφαλίζεται ο υγιής ανταγωνισμός εντός του Ευρωπαϊκού Χώρου.
Για το σκοπό αυτό εκδόθηκε το π.δ. 23/1993, που αποτελεί προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις κοινοτικές οδηγίες για το συντονισμό των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, και εν συνεχεία το π.δ. 334/2000, το οποίο τροποποίησε το ανωτέρω προεδρικό διάταγμα. Κατ’ αυτό τον τρόπο, στις διαδικασίες σύναψης των συμβάσεων δημοσίων έργων συνυπάρχουν σήμερα κανόνες του εθνικού και του ευρωπαϊκού (κοινοτικού) δικαίου (Ν. 1418/84, Ν. 2229/94, Ν. 2308/95, Ν. 2338/95, Ν. 2372/96, Ν. 2576/98, Ν. 2940/2001, π.δ. 609/85, π.δ. 334/2000, Ν 3263/2004) καθώς και πολλά άλλα Π.Δ.