Δρ. Ανδρέας Στοϊμενίδης, Πρόεδρος ΟΣΕΤΕΕ: Με Αειφόρο Λογική και Πολιτική Βούληση
ΦΥΣΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ ΚΑΙ ΈΡΓΑ ΥΠΟΔΟΜΗΣ
πηγή: Εργοληπτικόν Βήμα Νο_126 της ΠΕΣΕΔΕ
Η διαχείριση των μεγάλων κινδύνων στην πατρίδα μας ως κυρίαρχη πολιτική και επιχειρησιακή κουλτούρα, γίνεται αποσπασματικά και εστιάζεται όχι στην πρόληψη αλλά στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων.
Από τον κανόνα αυτό δεν θα μπορούσε να ξεφύγει και το εξαιρετικά επίκαιρο θέμα των φυσικών καταστροφών.
Η ραγδαία παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση και η υπερκατανάλωση, μας οδηγούν σε μία πολύ γρήγορη μεταβολή των βασικών σταθερών του φυσικού περιβάλλοντος που ονομάζουμε, εν συντομία, κλιματική αλλαγή. Το κλίμα, διαχρονικά, χαρακτηρίζονταν από την διαρκή μεταβολή του, αυτό όμως που αλλάζει σήμερα είναι η επιτάχυνση της μεταβολής των περιβαλλοντικών δεικτών που έχει ως συνέπεια την παραγωγή φυσικών φαινομένων μεγάλης συχνότητας και έντασης.
Τα τελευταία χρόνια διαπιστώνουμε για την χώρα μας ότι, αφενός μεν λόγω γεωγραφικής θέσης τα φαινόμενα επιτείνονται με ρυθμό υψηλότερο του μέσου παγκόσμιου όρου, αφετέρου δε, ότι είμαστε ιδιαίτερα ευάλωτοι σε αυτά, λόγω ελλειμματικού σχεδιασμού και ιστορικών αδυναμιών στην οργάνωση του κράτους.
Και σε αυτό το μεγάλο θέμα, όπως και σε πολλά άλλα στα οποία έχουμε αναφερθεί στο παρελθόν, απαιτείται εθνική συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων, διαβούλευση και συμμετοχή των μεγάλων οργανώσεων των κοινωνικών εταίρων και των κλαδικών επιμελητηρίων και συμμετοχή των κοινωνιών σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, μέσω της τοπικής αυτοδιοίκησης, συλλόγων και άλλων αντιπροσωπευτικών θεσμών. Πάντα σε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα και όχι σε καθεστώς ατέρμονης συζήτησης. Υπάρχει ένας σταθερός αναπτυξιακός κανόνας ο οποίος ορίζει πως όσο περισσότεροι συντελεστές συμμετέχουν στον σχεδιασμό ενός τεχνικού προγράμματος, τόσο πιο εύστοχες είναι οι προτεραιότητες που τίθενται στα έργα που επιλέγονται προς εξυπηρέτηση της κοινωνίας και της οικονομίας, ενώ επιπλέον τα έργα αυτά ολοκληρώνονται κοντά στους συμβατικούς τους χρόνους.
Tα φυσικά φαινόμενα εξελίσσονται σε φυσικούς κινδύνους όταν εκδηλωθούν στα όρια ενός δομημένου περιβάλλοντος όπου υπάρχουν τεχνικά έργα. Στην περίπτωση που τεχνικά έργα έχουν διαστασιολογηθεί για μικρότερες δράσεις από αυτές που προκαλούν τα φυσικά φαινόμενα, τότε προκαλούνται υλικές ζημιές, τραυματισμοί ή και ανθρώπινες απώλειες. Η πλημμύρα σε μια μακρινή ακατοίκητη περιοχή από ένα ποτάμι που υπερχείλισε δεν αποτελεί κίνδυνο, σε αντίθεση με το ίδιο φαινόμενο σε μια καλλιεργούμενη ή αστική περιοχή. Η εκδήλωση μιας σεισμικής διέγερσης ορισμένης εντάσεως σε μια αστική περιοχή με καταστροφικά αποτελέσματα σε υποδομές, κτίρια και πολλούς τραυματισμούς ή και θανάτους αποτελεί μια φυσική καταστροφή, σε αντίθεση με την εκδήλωση του ιδίου μεγέθους σεισμικής διέγερσης στη θάλασσα, χωρίς συνέπειες, η οποία παραμένει απλά το αποτέλεσμα των γεωλογικών διεργασιών που λαμβάνουν χώρα φυσικά.
Οι μέγιστες τιμές των δράσεων που λαμβάνονται υπόψη στα έργα λόγω των φυσικών φαινομένων καθορίζονται με βάση κοινωνικοοικονομικά κριτήρια και επιλέγονται με κριτήριο την περίοδο επαναφοράς του φαινομένου που αντιστοιχεί και σε μια πιθανότητα εμφάνισης. Έτσι, με βάση την περίοδο επαναφοράς και τη στατιστική επεξεργασία των μετρήσεων, προκύπτει η τιμή της φόρτισης που αντιπροσωπεύει τη δράση του φυσικού φαινομένου στο σχεδιασμό των τεχνικών έργων.
Τα τεχνικά έργα, πολλές φορές, πρέπει να αντιμετωπίσουν ταυτόχρονα φυσικά φαινόμενα με μεγαλύτερη ένταση και σφοδρότητα από αυτή για την οποία σχεδιάστηκαν. Ο σχεδιασμός έναντι πολλών κινδύνων θα οδηγήσει και σε επιλογή πολλαπλών έργων για την αντιμετώπισή τους. Μία πλημμύρα, πιθανόν να προκαλέσει ζημίες στις κατοικίες και στα τεχνικά έργα μιας περιοχής, μπορεί όμως να ενεργοποιήσει παράλληλα μια κατολίσθηση, η οποία με τη σειρά της θα προκαλέσει πρόσθετες ζημίες. Για να θωρακιστεί η περιοχή από το παραπάνω αλυσιδωτό φαινόμενο, θα πρέπει εκτός από τα αντιπλημμυρικά έργα να σχεδιαστούν και να υλοποιηθούν και έργα αντιστήριξης και υποστήριξης του εδάφους στα κρίσιμα σημεία, ή ενίσχυση και προστασία των θεμελίων των τεχνικών έργων και των κατασκευών από διάβρωση του εδάφους.
Το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα είναι η ουσιαστική μείωση του κινδύνου καταστροφών και των απωλειών σε ζωές, σε μέσα διαβίωσης και στην υγεία και στον οικονομικό, φυσικό, κοινωνικό, πολιτιστικό και περιβαλλοντικό κεφάλαιο των ατόμων, των επιχειρήσεων, των κοινοτήτων και των κρατών. Για την επίτευξη αυτού του αποτελέσματος απαιτείται να τίθεται ως σκοπός η πρόληψη δημιουργίας νέων κινδύνων και η μείωση των υφισταμένων, μέσω της εφαρμογής συνεκτικών και χωρίς αποκλεισμούς πολιτικών, οικονομικών, τεχνικών και κοινωνικών μέτρων, τα οποία θα προλαμβάνουν και θα μειώνουν την έκθεση στον κίνδυνο, καθώς και την τρωτότητα έναντι των καταστροφών, θα αυξάνουν τα επίπεδα ετοιμότητας για αντιμετώπιση και αποκατάσταση και ως εκ τούτου, θα ενισχύουν την ανθεκτικότητα και θα βελτιώνουν την ποιότητα ζωής.
Παραθέτουμε κάποιες προτάσεις που βασίζονται σε μία βιώσιμη, φυσική προσέγγιση των τεχνικών έργων οι οποίες αποτελούν διαχρονικά αιτήματα των επιστημόνων και των περιβαλλοντικών οργανώσεων:
- Απομάκρυνση όλων των αυθαίρετων,κατασκευών από τις κοίτες και αποκατάσταση και προστασία της παρόχθιας βλάστησης,
- Αποκατάσταση πλημμυρικών εκτάσεων, μαιάνδρων και υγρότοπων ώστε να δοθεί ο χώρος να εκτονώνονται τα φαινόμενα,
- Προστασία και ορθή διαχείριση των δασικών εκτάσεων ώστε να συγκρατούν τα νερά και να μετριάζουν τις πλημμύρες αλλά και να μειώνεται η ένταση των δασικών πυρκαγιών,
- Προστασία και αποκατάσταση των παράκτιων οικοσυστημάτων ώστε να απορροφούντην ένταση των μεσογειακών κυκλώνων αλλά και την παράκτια διάβρωση,
- Αποκατάσταση των ποταμών και ρεμάτων και αύξηση των χώρων πρασίνου στον αστικό ιστό ώστε να αντιμετωπίζονται οι πλημμύρες αλλά και η αστική θερμική νησίδα.
Συμπερασματικά, για να προστατευτούμε από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, είναι απαραίτητο να προσαρμοστούμε σε αυτή. Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση των τεχνικών έργων θα πρέπει πλέον να λαμβάνουν υπόψη τη μεταβλητότητα των περιβαλλοντικών συνθηκών και συνεπώς την επιρροή τους στην πιθανότητα εμφάνισης μεγάλης κλίμακας φαινομένων, αλλά και την πιθανότητα ταυτόχρονης εκδήλωσή τους. Η βιώσιμη προσέγγιση απαιτεί ευρεία πολιτική και κοινωνική συνεννόηση και σεβασμό στο φυσικό περιβάλλον ώστε με τα κατάλληλα τεχνικά έργα να περιορίσουμε στο ελάχιστο τις αρνητικές επιπτώσεις των φυσικών καταστροφών.