Δρ. Ανδρέας Στοϊμενίδης, Πρόεδρος ΟΣΕΤΕΕ: 4 Άξονες Πολιτικής του Ινστιτούτου της ΓΣΕΕ για Οικονομική Ανάκαμψη
πηγή: Εργοληπτικόν βήμα Νο_120 της ΠΕΣΕΔΕ
Σε μια περίοδο όπου η οικονομική, κοινωνική και γεωπολιτική αβεβαιότητα διαμορφώνουν ένα σύνθετο μείγμα εξελίξεων, μέσα από την πρόσφατη Έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος, αναπτύσσουμε 4 άξονες παρεμβάσεων οικονομικής πολιτικής στα πεδία της αναπτυξιακής στρατηγικής, της δημοσιονομικής πολιτικής, του μακροοικονομικού μετασχηματισμού και της αγοράς εργασίας.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, στη διάρκεια του β’ τριμήνου η ελληνική οικονομία δέχτηκε ισχυρή συμπίεση ως συνέπεια του πλήγματος του lockdown. Η ύφεση ήταν της τάξης του 15,2%, συγκριτικά με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019. Η αναμενόμενη έκταση της ύφεσης είναι, επιπλέον, προεξοφλημένη σε επίπεδο προσδοκιών ως προς τις προοπτικές της οικονομίας. Στη σύγκριση του ποσοστού της συρρίκνωσης με το αντίστοιχο άλλων οικονομιών, ειδικά των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, η επίδοση της οικονομίας μας δεν είναι τόσο απογοητευτική, δεδομένης της υψηλής εξάρτησής της από τους κλάδους του επισιτισμού-τουρισμού και των μεταφορών, που επλήγησαν περισσότερο εν μέσω της υγειονομικής κρίσης.
Το γεγονός, βέβαια, ότι η ελληνική οικονομία βρέθηκε, οριακά, σε υφεσιακή πορεία από το α’ τρίμηνο του έτουςδημιουργεί έντονη ανησυχία και προβληματισμό ως προς την προοπτική της δυναμικής της, καθώς και των απαραίτητων παρεμβάσεων δεδομένων των διαρθρωτικών αδυναμιών της.
Η διάρθρωση και η στόχευση των νέων μέτρων παρέμβασης που πρέπει να γίνουν στην οικονομία είναι εξαιρετικής σημασίας, καθώς είναι ανάγκη να δημιουργηθούν συνθήκες σταθεροποίησης και αντιστροφής της υφεσιακής δυναμικής αλλά και μετασχηματισμού του αναπτυξιακού προτύπου. Οι επιδόσεις της οικονομίας στα αμέσως επόμενα τρίμηνα θα διαμορφώσουν το συνολικό αποτέλεσμα της υγειονομικής κρίσης στην ευημερία μας. Ο σχεδιασμός της οικονομικής πολιτικής θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη το μείζον μήνυμα της υγειονομικής κρίσης του COVID-19, ότι το οικονομικό- αναπτυξιακό μοντέλο της υποβάθμισης της εργασίας, των οικονομικών ανισοτήτων, της οικολογικής υποβάθμισης και του κοινωνικού αποκλεισμού των τελευταίων δεκαετιών έκλεισε τον κύκλο του και είναι ήδη ξεπερασμένο. Υπάρχει άμεση ανάγκη σχεδιασμού και υλοποίησης ενός ολιστικού σχεδίου οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης που θα αντιμετωπίζει, βάσει συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος, διαρθρωτικές και παραγωγικές αδυναμίες, που θα υποστηρίζεται από ποσοτικοποιημένες εκτιμήσεις των επιδράσεών του στην οικονομία και στην κοινωνία, και που θα βασίζεται σε μια αξιόπιστη πρόταση χρηματοδότησής του. Σύμφωνα με το Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εργασίας της Συνομοσπονδίας μας, τέσσερις είναι οι κύριοι άξονες της οικονομικής πολιτικής στην τρέχουσα περίοδο οι οποίοι και αναλύονται παρακάτω.
Η αναπτυξιακή πρόκληση, που αφορά την αντιμετώπιση της πολυσύνθετης αβεβαιότητας και την επίτευξη υψηλού βαθμού συνοχής μεταξύ οικονομικών και κοινωνικών προτεραιοτήτων. Η διασφάλιση της δημοσιονομικής φερεγγυότητας της χώρας πρέπει να συνδυάζεται με την πράσινη μετάβαση, τη δικαιότερη διανομή του εισοδήματος, την απασχόληση και τη μικρότερη δυνατή εξάρτηση από τις παγκόσμιες αγορές καταναλωτικών, επενδυτικών, υγειονομικών και αμυντικών αγαθών. Διαμορφώνεται μια νέα εποχή στην παγκόσμια πολιτική οικονομία στην οποία ο αναπτυξιακός μετασχηματισμός της εθνικής οικονομίας οφείλει να στοχεύει σε μια υψηλότερη οικονομική αυτονομία ως προϋπόθεση της εξωστρέφειάς της. Στην παρούσα χρονική στιγμή το Ταμείο Ανάκαμψης και οι νέοι πόροι του ΕΣΠΑ παράγουν ελπίδες βιώσιμης χρηματοδότησης ενός αναπτυξιακού μετασχηματισμού.
Η δημοσιονομική πρόκληση, η οποία συνδυάζει την επίτευξη της διασφάλισης της δημοσιονομικής φερεγγυότητας και αξιοπιστίας, της αναγκαίας αύξησης των δαπανών για την υγεία καθώς επίσης και της μείωσης της άδικης υπερφορολόγησης των προηγούμενων ετών. Η διαχείριση της υγειονομικής κρίσης αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε αύξηση του ποσοστού του δημόσιου χρέους στο ΑΕΠ. Ωστόσο, η δημοσιονομική φερεγγυότητα της χώρας αξιολογείται από τη συνετή διαχείριση της κατάστασης του πρωτογενούς ισοζυγίου και των αποθεμάτων ρευστότητας. Σε ένα περιβάλλον νομισματικής χαλάρωσης και με δεδομένες τη βραχυμεσοπρόθεσμη αναστολή της εποπτείας της χώρας και την καταστροφική εμπειρία από την υλοποίηση της λανθασμένης ιδέας της επεκτατικής λιτότητας, η προσαρμογή του πρωτογενούς ελλείμματος πρέπει να ακολουθήσει τη δυναμική της μεγέθυνσης. Επιλογές σκληρής και γρήγορης προσαρμογής θα μας οδηγήσουν και πάλι στον φαύλο κύκλο χρέος-ύφεση- αστάθεια. Η συνετή διαχείριση του αποθέματος ρευστότητας διασφαλίζει την απαιτούμενη αξιοπιστία της χώρας, η οποία θα αξιολογείται από τη χρονική έκταση και την ένταση της ύφεσης. Η μείωση του φορολογικού βάρους πρέπει να στοχεύει στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και της απασχόλησης. Η μείωση της υπερφορολόγησης των τελευταίων ετών είναι αναγκαία και κοινωνικά δίκαιη. Η αύξηση της απασχόλησης δεν μπορεί να στηριχτεί στην αθεμελίωτη υπόθεση ότι οριζόντιες μειώσεις των ασφαλιστικών εισφορών θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας. Τέτοιες μειώσεις θα έχουν ένα δεδομένο εισοδηματικό όφελος για τις επιχειρήσεις αλλά ένα απολύτως αβέβαιο αποτέλεσμα για την αύξηση των επενδύσεων και των θέσεων εργασίας πέραν των αρνητικών συνεπειών στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών πρέπει να ακολουθεί την αύξηση της απασχόλησης και να επιβραβεύει την κοινωνικά υπεύθυνη και δημιουργική επιχειρηματικότητα.
Η μακροοικονομική πρόκληση αφορά τον μετασχηματισμό των ισοζυγίων των βασικών τομέων της οικονομίας. Το σημερινό έλλειμμα του ισοζυγίου των νοικοκυριών είναι μη διατηρήσιμο και δημιουργεί προβλήματα φερεγγυότητας και αδυναμία αποπληρωμής του χρέους τους, που αποσταθεροποιούν το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος πρέπει συνεπώς να είναι βασική προτεραιότητα. Η ενίσχυση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίαςείναι κοινωνικά δίκαιη, αναπτυξιακά ορθή και οικονομικά αποτελεσματική σε αυτό το επίπεδο. Παράλληλα, η αύξηση των πράσινων επενδύσεων και η πράσινη αναδιάρθρωση της καταναλωτικής δαπάνης απαιτεί πολιτική και επιχειρηματική δέσμευση σε πολύ συγκεκριμένες κλαδικές και τομεακές παρεμβάσεις με στόχο την αύξηση της πράσινης παραγωγικότητας. Από μόνη της, ωστόσο, η αύξηση της παραγωγικότητας δεν αρκεί για να αντιμετωπιστούν σύνθετες αναπτυξιακές προκλήσεις, όπως η διατήρηση και βελτίωση των δημόσιων αγαθών και η οικονομική και γεωπολιτική ασφάλεια.
Η πρόκληση της αγοράς εργασίας. Η κρίση του δημόσιου συστήματος υγείας πρόβαλε μια νέα αντίληψη για τη σημασία της εργασίας και την αξία της ποιότητας ζωής των εργαζομένων και των οικογενειών τους. Οι σύνθετες ανάγκες μιας οικογένειας οδηγούν στη διαμόρφωση μιας ευρωπαϊκής συναίνεσης ως προς την ανάγκη μετάβασης από το βιοποριστικό εισόδημα στο εισόδημα αξιοπρεπούς διαβίωσης. Για να επιτευχθεί αυτό, χρειάζεται ένα μείγμα παρεμβάσεων για την ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων και την αύξηση της απασχόλησης, των αμοιβών και του διαθέσιμου εισοδήματος. ιδιαίτερη έμφαση χρειάζεται να δοθεί στην αναβάθμιση και στον στοχευμένο επαναπροσδιορισμό των γνώσεων και των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού σε συνδυασμό με τη νέα κατεύθυνση του παραγωγικού μετασχηματισμού της χώρας. Είναι ενδεικτικό ότι, μόνο το 14% των εργαζομένων καταρτίζεται από τις επιχειρήσεις στις οποίες εργάζεται, με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο να είναι στο 24%. Την ίδια στιγμή οι εργαζόμενοι, σε αρκετές περιπτώσεις, χρηματοδοτούν την κατάρτισή τους με ιδιωτικούς πόρους, μεγεθύνοντας τη λεγόμενη «κάθετη αναντιστοιχία» μεταξύ εργασιακών καθηκόντων και διαθέσιμων δεξιοτήτων: 33,9% των εργαζομένων εργάζονται σε θέσεις κατώτερες των προσόντων τους. Ο σχεδιασμός εξειδικευμένων ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης για την ενίσχυση των εργαζομένων και των ανέργων και την αναβάθμιση των δεξιοτήτων τους με εξειδίκευση σε περιφερειακό και κλαδικό επίπεδο είναι απολύτως αναγκαίος. Πρέπει να βασίζεται σε ένα σύγχρονο, επικαιροποιημένο, συνεκτικό εθνικό σύστημα συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης, το οποίο σήμερα είναι κυριολεκτικά διαλυμένο. Για την αποτελεσματική, ποιοτική και δίκαιη ανάπτυξη ενός συστήματος αναβάθμισης των προσόντων του εργατικού δυναμικού χρειάζεται μια τολμηρή διατύπωση ενός συνολικού στρατηγικού σχεδίου, αλλά και μια παραγωγική ισσοροπία μεταξύ του κόσμου της εργασίας και των επιχειρήσεων.