Η προσέγγιση της ΓΣΕΕ και του Ινστιτούτου Εργασίας, για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση,Δρ. Ανδρέας Στοϊμενίδης, Πρόεδρος ΟΣΕΤΕΕ/ΣΤΥΕ
πηγή: Εργοληπτικόν βήμα Νο_116 της ΠΕΣΕΔΕ
Η δημόσια συζήτηση ακόμα και το 2019 που ήταν εκλογικό έτος, περιορίστηκε κυρίως στην καλλιέργεια κλίματος ευφορίας ως προς την τρέχουσα κατάσταση της οικονομίας και τις προοπτικές της ως αποτέλεσμα είτε μιας μη διατηρήσιμης επιδοματικής ευημερίας, είτε της επίδρασης της μείωσης της φορολογίας. Η οικονομική πολιτική πρέπει με πραγματισμό να αντιμετωπίσει τις χρόνιες διαρθρωτικές, παραγωγικές και μακροοικονομικές ανισορροπίες και να δημιουργήσει ισχυρούς, επεκτατικούς και διατηρήσιμους αναπτυξιακούς πυλώνες.
Παρά τη σχετική εξισορρόπηση του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής, η δημοσιονομική προσαρμογή της χώρας στηρίχτηκε το 2018 στην αύξηση των φορολογικών εσόδων. Ο δείκτης έμμεσοι-άμεσοι φόροι, αν και μειωμένος έναντι του 2017, διαμορφώθηκε σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης στο υψηλό 1,68.
Μείωση κατά 130 εκατ. ευρώ κατέγραψαν το 2018 και οι κοινωνικές παροχές. Συγκριτικά με το 2009 οι κοινωνικές παροχές έχουν υποχωρήσει κατά 21,7%. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την πτώση των δημόσιων επενδύσεων, δημιουργεί σοβαρές αναπτυξιακές εμπλοκές.
Οι πολιτικές λιτότητας και υπερπλεονασμάτων έχουν επιβαρύνει σημαντικά το προσαρμοσμένο ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, το οποίο την περίοδο 2009-2017 σημείωσε πτώση 33,7%, διαταράσσοντας τη μακροοικονομική και τη χρηματοπιστωτική συνοχή της οικονομίας.
Τα υπερπλεονάσματα των τελευταίων ετών έχουν συμβάλει στην αναβάθμιση της χρηματοπιστωτικής φερεγγυότητας του δημόσιου τομέα. Δεδομένης όμως της απουσίας ισχυρής επεκτατικής δυναμικής και της εύθραυστης χρηματοπιστωτικής κατάστασης του ιδιωτικού τομέα, η διατηρήσιμη αναβάθμιση της πιστοληπτικής φερεγγυότητας της οικονομίας θα εξαρτηθεί –μεταξύ άλλων– από την ενίσχυση και τη μονιμοποίηση μέτρων στήριξης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών σε συνδυασμό με την ενεργοποίηση των δημόσιων επενδύσεων.
Το 2018 η ελληνική οικονομία δεν επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από την τάση επιβράδυνσης που επικρατεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Ωστόσο, παρά τους θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης, παρατηρείται μια συνεχόμενη δυναμική απόκλισης από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και τα κράτη-μέλη της νότιας περιφέρειάς της.
Η οικονομική μεγέθυνση εξακολουθεί να βασίζεται στην ιδιωτική κατανάλωση, η οποία το β΄ εξάμηνο του 2018 αυξήθηκε κατά 700 εκατ. ευρώ περίπου σε πραγματικούς όρους.
Οι πραγματικές ακαθάριστες επενδύσεις μειώθηκαν το β΄ εξάμηνο του 2018 κατά 3,41 δισ. ευρώ, εξέλιξη που αποτυπώνει για ακόμη μια φορά την αποτυχία των Προγραμμάτων Οικονομικής Προσαρμογής να δημιουργήσουν αναπτυξιακές προϋποθέσεις.
Μεταξύ Ισπανίας, Ιταλίας, Πορτογαλίας αλλά και του μέσου όρου της Ευρωζώνης, η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο μερίδιο μισθών επί της προστιθέμενης των μη-χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων, το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό κέρδους μετά φόρων και μακράν τη χαμηλότερη επενδυτική δραστηριότητα. Η επενδυτική συμπεριφορά του επιχειρηματικού τομέα της οικονομίας μπορεί να ερμηνευτεί, πέραν του δομικού προβλήματος της έλλειψης ποιοτικής επιχειρηματικότητας, από την εύθραυστη χρηματοοικονομική κατάσταση του τομέα και την απομόχλευσή του, συνέπειες των προ κρίσης επενδυτικών και χρηματοδοτικών επιλογών του.
Η χρηματοοικονομική θέση των νοικοκυριών είναι ιδιαίτερα εύθραυστη λόγω αρνητικών νέων αποταμιεύσεων και χαμηλού επιπέδου εισοδημάτων σε σχέση με τις δανειακές τους υποχρεώσεις. Με δεδομένη την εξάρτηση της δυναμικής της οικονομίας από την εγχώρια κατανάλωση, η χρηματοοικονομική κατάσταση των νοικοκυριών περιορίζει τις προσδοκίες αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας.
Οι ροές απασχόλησης των τελευταίων ετών δημιουργούν σχετική αισιοδοξία, ωστόσο η κατάσταση της αγοράς εργασίας σε όρους ποιότητας νέων θέσεων εργασίας και προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων απέχει από το να θεωρείται ικανοποιητική.
Το χρηματικό κόστος από την απώλεια μίας θέσης εργασίας για ένα έτος ανήλθε κατά το 2018 σε 8.126 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 50% του μέσου καθαρού εισοδήματος από εργασία. Το υψηλό κόστος απώλειας εργασίας αποτυπώνει τις αδυναμίες της κοινωνικής πολιτικής και την περιορισμένη διαπραγματευτική ισχύ της εργασίας στην Ελλάδα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το επίδομα ανεργίας αναπληρώνει μόλις το 27% του μέσου μισθού.
Η πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού σε 650 ευρώ μικτά ή κατά 10,9% και η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού, η οποία αντιστοιχεί σε αύξηση 27% για τους νέους κάτω των 25 ετών, αντισταθμίζουν περίπου το μισό της αρχικής μισθολογικής μείωσης των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό. Το 2018 στον ιδιωτικό τομέα 571 χιλιάδες άτομα αμείβονταν με μισθό κάτω των 500 ευρώ, ενώ 251 χιλιάδες άτομα αμείβονταν με μισθό κάτω των 250 ευρώ.
Η περίοδος 2009-2017 συνοδεύτηκε από ιδιαίτερα αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις, όπως εκφράζονται από τους σχετικούς δείκτες φτώχειας και ανισότητας. Ταυτόχρονα, η εξέλιξη των εν λόγω δεικτών εμφανίζεται να ακολουθεί τις μεταβολές του οικονομικού κύκλου και ιδίως της ανεργίας στην ελληνική οικονομία κατά την περίοδο εφαρμογής των πολιτικών λιτότητας, καθώς οι αρνητικές τους επιδόσεις προσεγγίζουν το μέγιστο επίπεδο κατά την περίοδο. Ωστόσο, από το 2014 και μετά οι δείκτες φτώχειας και οικονομικής ανισότητας σημειώνουν βελτίωση. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο δείκτης φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού εμφανίζει σταθερή υποχώρηση επί τρία συναπτά από 36% το 2014 σε 34,8% το 2017. Καθοριστικός παράγοντας για τη συγκράτηση του ποσοστού φτώχειας στην Ελλάδα σε σχέση με την ΕΕ συνιστούν οι μεταβιβαστικές πληρωμές, και ειδικά εκείνη των συντάξεων. Ωστόσο, η αύξηση της απασχόλησης και των συνολικών εισοδημάτων στα ελληνικά νοικοκυριά που σημειώνεται τα τελευταία έτη έχει συμβάλει στη μείωση της εξάρτησης από τις κοινωνικές μεταβιβάσεις. Όσον αφορά τις επιμέρους κοινωνικές ομάδες, το 2017 παρατηρείται σχετική βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής τους σε σχέση με το 2016, με εξαίρεση τους μισθωτούς εργαζομένους.
Ένα ζήτημα στο οποίο επικεντρώθηκε η φετινή Ετήσια Έκθεση είναι το κατά πόσο η υποχώρηση του ποσοστού φτώχειας και ανεργίας αφορά συνολικά τους εργαζομένους της χώρας ή εάν υπάρχουν ενδείξεις περιθωριοποίησης συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Από τις σχετικές εκτιμήσεις προκύπτει όξυνση των εισοδηματικών διαφορών στην αγορά εργασίας μεταξύ των εργαζομένων διαφορετικής εργασιακής έντασης, επιδείνωση της θέσης των γυναικών στην αγορά εργασίας, καθώς και των μεταναστών σε σχέση με τους κατοίκους με ελληνική ιθαγένεια.
Οι σχετικές εμπειρικές εκτιμήσεις επιβεβαιώνουν την πάγια θέση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ ότι οι ασκούμενες πολιτικές των ΠΟΠ δεν ενεργοποίησαν διαρθρωτικούς και τεχνολογικούς μετασχηματισμούς που θα συνέβαλλαν στην ουσιαστική αναβάθμιση του εγχώριου παραγωγικού υποδείγματος. Αντιθέτως, η νεοφιλελεύθερη εμμονή στη συμπίεση του μισθολογικού κόστους και στην απορρύθμιση της αγοράς εργασίας ευνόησε την ανάπτυξη δραστηριοτήτων χαμηλού τεχνολογικού επιπέδου και έντασης γνώσης. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές από το γεγονός ότι οι επενδύσεις στη μεταποίηση αναπροσανατολίζονται σε δραστηριότητες σχετικά χαμηλής τεχνολογικής έντασης.
Συμπερασματικά και με βάση τα παραπάνω αναφερόμενα στοιχεία, μπορούμε να πούμε ότι έπειτα από σχεδόν εννέα χρόνια λιτότητας και οικονομικής προσαρμογής, η ελληνική οικονομία δεν εμφανίζει ακόμη ισχυρές ενδείξεις μετάβασης σε μια διατηρήσιμη επεκτατική δυναμική. Η αξιολόγηση της τρέχουσας κατάστασης της οικονομίας και των προοπτικών της θα πρέπει να γίνει με ρεαλισμό και βάσει των οικονομικών και των κοινωνικών δεδομένων. Η καλλιέργεια πολύ αισιόδοξων προσδοκιών σχετικά με το τέλος της κρίσης μπορεί να οδηγήσει σε εφησυχασμό ως προς τις αναγκαίες θεσμικές παρεμβάσεις και πολιτικές.
Η ανησυχία του κόσμου της εργασίας είναι μεγάλη για το εάν έχουμε αφήσει οριστικά πίσω μας τη λιτότητα και την υποβάθμιση του βιοτικού μας επίπεδου. Η ποιότητα των εργασιακών σχέσεων, οι αμοιβές και το καθεστώς προστασίας των εργαζομένων και των ανέργων δεν αποτυπώνουν συνθήκες μιας αναπτυγμένης οικονομίας και κυρίως δεν αποπνέουν σεβασμό σε θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα. Είναι εθνική ανάγκη να γίνει με ρεαλισμό και υπευθυνότητα ουσιαστική δημόσια συζήτηση για το μέλλον της χώρας και τη μετάβασή της σε ένα νέο μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης. Η ψηφιοποίηση και η ενίσχυση της παραγωγικής διάρθρωσης της οικονομίας, η απασχόληση, οι αμοιβές και η ποιότητα των εργασιακών σχέσεων, η επιστροφή του ανθρώπινου κεφαλαίου που έφυγε από τη χώρα μέσα στην κρίση και η ενίσχυση του κοινωνικού διαλόγου και των δημοκρατικών θεσμών αποτελούν μείζονες προκλήσεις για την Ελλάδα τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Η εκτίμηση της Γενικής Συνομοσπονδίας, όπως αυτή τεκμηριώνεται από την εμπειρική ανάλυση της παρούσας Έκθεσης, είναι ότι υπάρχουν δυνατότητες αλλά και πολλές αδυναμίες. Οι ενδείξεις οδηγούν στη διαπίστωση ότι πρέπει να γίνουν πολλά και γρήγορα για να δρομολογηθούν οι απαραίτητοι παραγωγικοί και μακροοικονομικοί μετασχηματισμοί που θα διαμορφώσουν συνθήκες σταθεροποίησης και δυναμικής μεγέθυνσης. Μπροστά μας έχουμε επίσης ένα αβέβαιο διεθνές περιβάλλον που πιθανά να περιορίσει τους βαθμούς ελευθερίας τους οποίους η Ελλάδα άρχισε να δημιουργεί με την έξοδό της από τα Προγράμματα Οικονομικής Προσαρμογής. Για τη Συνομοσπονδία η περαιτέρω ενίσχυση της προστασίας της εργασίας, των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των εισοδημάτων, καθώς επίσης και η δημιουργία νέων, ποιοτικών θέσεων εργασίας αποτελούν παρεμβάσεις που δημιουργούν νέο πλούτο και θωρακίζουν τη δημοκρατία στη χώρα μας. Για τον λόγο αυτό θα πρέπει να αποτελούν τους θεμέλιους λίθους του αναπτυξιακού σχεδιασμού της οικονομίας. Η προβληματική αυτή θεμελιώνει τις καθημερινές παρεμβάσεις, θέσεις, προτάσεις, καθώς και τις διεθνείς πρωτοβουλίες της Συνομοσπονδίας.