Δικαιοσύνη: Ο μεγάλος ασθενής (μέρος Γ)

O νομικός σύμβουλος της ΠΕΣΕΔΕ, Σωτήριος Μπρέγιαννος επανέρχεται με το τρίτο και τελευταίο μέρος της μεγάλης ανάλυσης για το σύστημα δικαιοσύνης και εστιάζει στο κρίσιμο ζήτημα του χρόνου εκδίκασης υποθέσεων στη χώρα μας

Σωτήρης Ν. Μπρέγιαννος, Δικηγόρος Αθηνών παρ΄Αρείω Πάγω, Νομικός Σύμβουλος ΠΕΣΕΔΕ

1.Στο προηγούμενο σημείωμά μας αναφερθήκαμε στην πρόβλεψη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που συνιστά θεμελιώδη αρχή του δικαίου, για την εκδίκαση μιας υποθέσεως ΄΄εντός λογικής προθεσμίας΄΄. Η ίδια πρόβλεψη περιέχεται και σε άλλες διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος, όπως (α) στο άρθρο 14 παρ. 2 περ. γ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Πολιτικά Δικαιώματα, που προβλέπει για τις ποινικές υποθέσεις ότι θα πρέπει να εκδικάζονται ΄΄χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση΄΄ και (β) στο άρθρο 47 παρ. 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, που προβλέπει την εκδίκαση των υποθέσεων ΄΄εντός εύλογης προθεσμίας΄΄.

2΄΄λογική΄΄ ή η ΄΄εύλογη΄΄ προθεσμία για την εκδίκαση μιας υποθέσεως, που θεσπίζεται με τις ανωτέρω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, είναι συνάρτηση αποκλειστικώς και μόνον του χρόνου, που απαιτείται για την διάγνωση των πραγματικών και νομικών ζητημάτων της υποθέσεως και της ακολουθουμένης κάθε φορά διαδικασίας. Σε μία δε ευνομούμενη πολιτεία, της οποίας οι δικαστές σέβονται την αποστολή τους και απαιτούν από τους πολίτες να σέβονται τον ρόλο τους και το έργο τους, ο χρόνος αυτός λογικώς, ευλόγως και αντικειμενικώς θα πρέπει να διαμορφώνεται ως ακολούθως:

(α) Σε μία υπόθεση ασφαλιστικών μέτρων η αίτηση πρέπει να συζητείται εντός 5-10 ημερών από της καταθέσεως της σχετικής αιτήσεως και η απόφαση επ’ αυτής να εκδίδεται εντός 10-15 ημερών από την συζήτηση της υποθέσεως. Σε περίπτωση, που ο αιτών κατά την κατάθεση της αιτήσεως ζητεί την χορήγηση προσωρινής διαταγής, ο δικαστής θα πρέπει, εάν κρίνει αναγκαία την χορήγησή της, να χορηγεί προσωρινή διαταγή χωρίς κλήτευση του αντιδίκου και να ορίζει δικάσιμο εντός 5 ημερών.

(β) Σε μία αστική υπόθεση θα πρέπει η συζήτηση της αγωγής ή της αιτήσεως ή της εφέσεως να ορίζεται εντός 30-40 ημερών από την κατάθεση αυτής και η απόφαση να εκδίδεται εντός 1 έως 3 μηνών από την συζήτηση της υποθέσεως σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας (πρωτοδικείο, εφετείο).

(γ) Σε μία διοικητική υπόθεση θα πρέπει η συζήτηση της αγωγής ή της προσφυγής ή της ανακοπής ή της εφέσεως να ορίζεται εντός 30-40 ημερών από την κατάθεση αυτής και η απόφαση να εκδίδεται εντός 1 έως 3 μηνών από την συζήτηση της υποθέσεως σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας (διοικητικό πρωτοδικείο, διοικητικό εφετείο).

(δ) Σε μία δίκη ενώπιον των Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου η συζήτηση του οικείου ενδίκου βοηθήματος θα πρέπει να ορίζεται εντός 30-40 ημερών από της καταθέσεώς του και η απόφαση να εκδίδεται εντός 1 έως 3 μηνών από την συζήτηση της υποθέσεως.

(ε) Σε μία ποινική δίκη η προκαταρκτική έρευνα θα πρέπει να ολοκληρώνεται εντός προθεσμίας 20-30 ημερών, η ανάκριση θα πρέπει να ολοκληρώνεται εντός 1 έως 2 μηνών, τα βουλεύματα ή τα κλητήρια θεσπίσματα θα πρέπει να εκδίδονται εντός 30 ημερών μετά το πέρας της ανακρίσεως ή της προκαταρκτικής ερεύνης, η υπόθεση θα πρέπει να εκδικάζεται σε πρώτο βαθμό εντός 2 μηνών από της εκδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος ή του βουλεύματος και σε δεύτερο βαθμό εντός 3 μηνών από την έκδοση της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου.

(στ) Οι ακυρωτικές δίκες στο Συμβούλιο της Επικρατείας πρέπει να γίνονται εντός 2 μηνών από την κατάθεση της σχετικής αιτήσεως και η απόφαση πρέπει να εκδίδεται εντός 2-3 μηνών από της συζητήσεως της υποθέσεως.

(ζ) Οι αναιρετικές δίκες στον Άρειο Πάγο, στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στην Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου πρέπει να προσδιορίζονται εντός 2 μηνών από της καταθέσεως της αναιρέσεως και η απόφαση πρέπει να εκδίδεται εντός 2-3 μηνών από της συζητήσεως της υποθέσεως.

3.Όμως, τα πράγματα είναι απολύτως διαφορετικά και οι δίκες σε όλα τα δικαστήρια της χώρας γίνονται με πολύ μεγάλη καθυστέρηση σε βαθμό, που σε πολλές περιπτώσεις, η ολοκλήρωσή τους είναι για τον διάδικο χωρίς αποτέλεσμα. Συγκεκριμένως:

(α) Μία δίκη ασφαλιστικών μέτρων στα πολιτικά ή στα διοικητικά δικαστήρια διαρκεί, στο 80% των υποθέσεων, περισσότερο από 12 μήνες και όταν υπάρχει αίτημα χορηγήσεως προσωρινής διαταγής, εκδικάζεται δύο φορές και δη μία φορά κατά  την εκδίκαση του αιτήματος χορηγήσεως προσωρινής διαταγής, όπου οι διάδικοι κλητεύονται, παρίστανται με δικηγόρους και καταθέτουν φακέλους και έγγραφα σημειώματα, και μία φορά κατά την συζήτηση της αιτήσεως λήψεως ασφαλιστικών μέτρων. Η δίκη δε για την χορήγηση της προσωρινής διαταγής διεξάγεται συνήθως υπό άθλιες συνθήκες σε γραφεία δικαστών, τα οποία δεν επιτρέπουν την παραμονή ούτε των πληρεξουσίων δικηγόρων.

(β) Μία δίκη σε αστική υπόθεση ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων διαρκεί, μέχρι να εκδοθή τελεσίδικη απόφαση, από 3 έως 12 χρόνια και σε μερικές περιπτώσεις μέχρι 15 χρόνια, η δε σχετική αναιρετική δίκη διαρκεί από 15 μήνες έως 4 χρόνια.

(γ) Μία δίκη σε διοικητική υπόθεση ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων διαρκεί, μέχρι να εκδοθή τελεσίδικη απόφαση, από 3 έως 15 χρόνια, η δε αναιρετική δίκη διαρκεί από 2 έως 4 χρόνια. Για τον προσδιορισμό μιας υποθέσεως στο διοικητικό πρωτοδικείο χρειάζονται 12-18 μήνες και στο διοικητικό εφετείο 6-14 μήνες.

4.Οι παραπάνω χρόνοι αντιστρατεύονται προδήλως την αρχή της εκδικάσεως της υποθέσεως εντός ΄΄λογικής προθεσμίας΄΄ και έχουν έχουν γίνει κατ’ επανάληψη αντικείμενο προσφυγών ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο με πολλές αποφάσεις του καταδίκασε πολλές φορές την Ελλάδα για παραβίαση της αρχής της ΄΄εύλογης διαρκείας΄΄ της δίκης.

5.Προ του κινδύνου εκδόσεως καταδικαστικών αποφάσεων σε βάρος της χώρας μας θεσπίσθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 53-58 του Ν. 4055/2012, με τις οποίες προβλέφθηκε το δικαίωμα δίκαιης ικανοποιήσεως του διαδίκου διοικητικής δίκης, σε περίπτωση που η εκδίκαση της υποθέσεως καθυστέρησε ΄΄αδικαιολόγητα΄΄.

6.Όμως, το νομοθέτημα αυτό έφερε εξ αρχής το στίγμα της προσχηματικότητος και της βέβαιης αποτυχίας, διότι:

(α) Με το νομοθέτημα αυτό δεν θεσπίζονται χρόνοι, εντός των οποίων πρέπει να προσδιορίζεται η συζήτηση της υποθέσεως και εντός των οποίων πρέπει να εκδίδεται η απόφαση από το οικείο δικαστήριο, αλλά προβλέπεται μόνον η ικανοποίηση (αποζημίωση) του διαδίκου, η δίκη του οποίου καθυστέρησε αδικαιολογήτως. Ακόμη δε και για την αποζημίωση αυτή προβλέπονται ειδική διαδικασία και προαπαιτούμενα, που καθιστούν την σχετική αίτηση ατελέσφορη ή δυσχερώς υποστηρίξιμη, αφού ο αιτών πρέπει, εκτός των άλλων, να περιγράψει στην αίτησή του όλα τα νομικά και πραγματικά ζητήματα, που ανέκυψαν κατά την προηγηθείσα διοικητική δίκη, και να λάβει θέση επί της πολυπλοκότητος αυτών.

(β) Το νομοθέτημα αυτό εφαρμόζεται μόνον στις διοικητικές υποθέσεις, δηλαδή στις δίκες που διεξάγονται ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας, και δεν αφορά τις δίκες επί των αστικών και των ποινικών υποθέσεων.

 (γ) Με τα άρθρα 54 και 60 του ανωτέρω νομοθετήματος ρητώς προβλέπεται ότι επιτάχυνση της εκδικάσεως της διοικητικής υποθέσεως μπορεί να ζητηθή από διάδικο μόνον όταν η υπόθεση δεν έχει συζητηθή για διάστημα μεγαλύτερο των 24 μηνών (2 έτη) από την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου, η πρόβλεψη δε αυτή από μόνη της αναιρεί την βούληση του νομοθέτη για επιτάχυνση της εκδικάσεως των διοικητικών υποθέσεων, αφού επιτρέπει στα διοικητικά δικαστήρια και στο Συμβούλιο της Επικρατείας να θεωρούν ότι δεν έχουν υποχρέωση πρώτης εκδικάσεως των υποθέσεων επί 24 μήνες.

7.Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι ο πολίτης, που γίνεται διάδικος, τελεί υπό μακρά ομηρεία, παραμένοντας εγκλωβισμένος σε μία δίκη επί πολλά – πολλά χρόνια, χωρίς να μπορεί να αμυνθή σ’ αυτό.

Από την άλλη πλευρά, ο νομοθέτης αποφεύγει να καθορίσει το χρονικό πλαίσιο εκδικάσεως μιας υποθέσεως και εκδόσεως των δικαστικών αποφάσεων συναρτώντας  την εφαρμογή του με την πειθαρχική τιμωρία των δικαστών και, σε κάθε περίπτωση, με την αξιολόγησή τους, με αποτέλεσμα να έχουν δημιουργηθή δύο κατηγορίες δικαστών και δη εκείνοι, που, έχοντας επίγνωση της αποστολής τους και του ρόλου τους, εκδίδουν αποφάσεις εντός εύλογης προθεσμίας, και εκείνοι, που κρυπτόμενοι πίσω από τις αδυναμίες και τις ελλείψεις του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης, ολιγωρούν, αδρανούν, ραθυμούν και εκδίδουν αποφάσεις με πολύ μεγάλη ή με μεγάλη καθυστέρηση (πολλών μηνών ή και ετών). Σ’ αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι τα δικαστήρια αποφεύγουν να τηρήσουν τέτοια χρονικά όρια θεωρώντας τις τιθέμενες κάθε φορά προθεσμίες ως ΄΄ενδεικτικές΄΄ γι’ αυτά, αφού δεν συναρτώνται με την επιβολή κάποιου μέτρου σε βάρος των δικαστών, που παραβιάζουν τις προθεσμίες αυτές.

8.Όμως, η κατάσταση δεν επιτρέπει άλλες καθυστερήσεις και η πολιτεία καλείται να επιλύσει το ζήτημα της επιταχύνσεως της απονομής της δικαιοσύνης λαμβάνοντας όλα τα αναγκαία μέτρα, ακόμη και εάν αυτά αντιστρατεύονται την βούληση διαφόρων ΄΄συντεχνιών΄.

Διόρθωση ημαρτημένων: Στο προηγούμενο σημείωμά μας από παραδρομή αναφέρθηκαν (α) το άρθρο 13 παρ. 3 του Συντάγματος αντί του άρθρου 93 παρ. 3 και (β) ο Ν. 4055/2014 αντί του ορθού 4055/2012.

πηγή: Εργοληπτικόν Βήμα Νο_139 της ΠΕΣΕΔΕ

 Ακολουθήστε το gobhma.gr στο Google News για να έχετε έγκαιρη & έγκυρη τεχνική ενημέρωση

Αυτά και άλλα πολλά άκρως ενδιαφέροντα στο περιοδικό της ΠΕΣΕΔΕ που κυκλοφορεί – ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ! Καλή ανάγνωση!
Διαβάστε επίσης

Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για λόγους επισκεψιμότητας και στατιστικών. Συνεχίζοντας την περιήγηση, αποδέχεστε τη χρήση αυτών των cookies Αποδοχή Περισσότερα