ecopress: Συνέντευξη της Μαρίας Τσιομπάνου προέδρου της ΠΕΣΕΔΕ, για δημόσιες συμβάσεις, ΣΔΙΤ, νέα έργα, είσοδο ξένων επενδυτών

πηγή: ecopress

Στα ερωτήματα του Αργύρη Δερμερτζή στο ecopress έδωσε αναλυτικές, τεκμηριωμένες και σε βάθος απαντήσεις η Μαρία Τσιομπάνου πρόεδρος της ΠΕΣΕΔΕ

Τις διαχρονικές παθογένειες, τη σημερινή κατάσταση, τις νέες δυσκολίες αλλά και συγκεκριμένες προτάσεις για την ανόρθωση του κατασκευαστικού κλάδου παρουσιάζει η Μαρία Τσιομπάνου πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Συνδέσμων Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (ΠΕΣΕΔΕ), φωτίζοντας τις εξελίξεις που διαμορφώνονται τόσο από το νέο νομοσχέδιο για τις δημόσιες συμβάσεις που ψηφίζεται στη Βουλή, όσο και από τον μετασχηματισμό του κλάδου, που επιφέρει η κατάρρευση παραδοσιακών σχημάτων και η επιβλητική είσοδος ξένων επενδυτών σε μεγάλους εγχώριους ομίλους.

-«Εν τέλει θα επικρατήσουν 2 ή 3 μεγάλοι παίκτες οι οποίοι σε καμία περίπτωση δεν θα διασφαλίζουν την ύπαρξη υγιούς και ανόθευτου ανταγωνισμού αλλά μάλλον θα ρέπουν προς τη δημιουργία κατασκευαστικών block με στόχο τον περαιτέρω περιορισμό του» τονίζει σε συνέντευξη της στο ecopress η Μαρία Τσιομπάνου έμπειρη μηχανικός, που έχει αναλάβει το τιμόνι της ΠΕΣΕΔΕ, εκπροσωπώντας τους χιλιάδες μικρομεσαίους εργολήπτες της χώρας, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του δοκιμαζόμενου κατασκευαστικού κλάδου και της οικονομίας.  

Η πρόεδρος της ΠΕΣΕΔΕ δίνοντας αναλυτικές, τεκμηριωμένες και σε βάθος απαντήσεις στα ερωτήματα του ecopress , αποκαθηλώνει τον μύθο των ΣΔΙΤ που προβάλλεται ως πανάκεια για την υλοποίηση των έργων,  επισημαίνοντας ότι «τα πορίσματα των ευρωπαίων ελεγκτών διαψεύδουν τα οφέλη των ΣΔΙΤ και όχι μόνο για την Ελλάδα». Μιλάει απροκατάληπτα για την μακρά πορεία κρίσης και αδιαφάνειας στη διαχείριση των έργων τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι «η βασικότερη πληγή και εστία αδιαφάνειας στην ανάθεση των έργων δεν άλλαξε σε όλη την περίοδο από το 1981 μέχρι σήμερα και το όνομα αυτής είναι οι αναθέσεις με το σύστημα «μελέτη – κατασκευή».

Η Μαρία Τσιομπάνου μιλάει ακόμη για το ρόλο της δημόσιας διοίκηση και της αυτοδιοίκησης στην παραγωγή των έργων ενόψει της πρόκλησης αξιοποίησης των πόρων του Αναπτυξιακού Ταμείου και της ΕΕ και παρουσιάζει τις θετικές πτυχές αλλά και τις αδυναμίες του νέου νομοσχεδίου για τις δημόσιες συμβάσεις και πως πρέπει να διορθωθούν για να μην συντηρήσουν και δημιουργήσουν νέα προβλήματα στις κατασκευές.

Ολόκληρη η συνέντευξη της Μαρίας Τσιομπάνου, προέδρου της ΠΕΣΕΔΕ στο ecopress   έχει ως εξής:

Ποια είναι η θέση σας για το νέο νομοσχέδιο για τις δημόσιες συμβάσεις, που συζητείται στη Βουλή; Ποια είναι τα θετικά σημεία του νομοσχεδίου;  

Ο ν4412/2016 έχει συμπληρώσει  τέσσερα χρόνια εφαρμογής και έχει ήδη  υποστεί αλλεπάλληλες αλλαγές και τροποποιήσεις, χωρίς, ωστόσο, να μπορεί ακόμη να θεωρηθεί ολοκληρωμένος. Με το νέο νομοσχέδιο επιχειρείται  μία σοβαρή προσπάθεια,  η οποία οδηγεί σε βελτίωση της νομοθεσίας περί των δημοσίων συμβάσεων και αίρει πολλές αντινομίες, που είχαν παρατηρηθεί κατά την εφαρμογή του ν.4412/2016. Παρόλα αυτά, απέχει αρκετά από αυτό που απαιτούν οι καιροί και ένας από τους πιο σημαντικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, αυτός των Κατασκευών.

Εστιάζοντας στις αλλαγές που φέρνει το νομοσχέδιο, μια  από τις βασικότερες θετικές αλλαγές είναι ότι επιτέλους μπαίνει φρένο στη χρήση πρόσθετων κριτηρίων καταλληλότητας από τις Αναθέτουσες Αρχές. Το τελευταίο χρονικό διάστημα έχουμε παρατηρήσει την δημοσίευση πληθώρας διακηρύξεων με «φωτογραφικούς» όρους επιλογής οικονομικών φορέων, που περιορίζουν τον ανταγωνισμό, παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας και δεν αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις. Είναι σαφές ότι  όλες οι  παραπάνω τακτικές από τις Αναθέτουσες Αρχές  παραβιάζουν τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας, νοθεύουν ευθέως τον ανταγωνισμό και κατευθύνουν τον διαγωνισμό σε συγκεκριμένους οικονομικούς φορείς. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι με την τροποποίηση του σχετικού άρθρου του νομοσχεδίου αυτά τα φαινόμενα αδιαφάνειας θα εξαφανισθούν.

Επίσης, αξίζει να σταθούμε στις καθοριστικές αλλαγές που φέρνει το νομοσχέδιο όσον αφορά την διαδικασία της εκτέλεσης των έργων. Οι αλλαγές που φέρνει το νομοσχέδιο είναι πολλές και αφορούν κυρίως την διαδικασία της εκτέλεσης. Οι πιο σημαντικές είναι : η «δηλωτική» επιμέτρηση, η εισαγωγή της «ιδιωτικής» επίβλεψης, η υποχρεωτικότητα αιτιολόγησης των ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών, η τροποποίηση των προθεσμιών, το ψηφιακό ημερολόγιο έργου, το ψηφιακό αρχείο βαθμολόγησης, η κατάργηση κάποιων γραφειοκρατικών διαδικασιών, το ενιαίο σύστημα τεχνικών προδιαγραφών και τιμολόγησης τεχνικών έργων και μελετών, η δυνατότητα διαιτησίας σε  έργα άνω των 10.000.000,00 ευρώ κ.ά.

Εάν αυτές οι αλλαγές φέρουν και τα επιθυμητά αποτελέσματα, μόνο η πράξη θα το δείξει. Την τελευταία πενταετία πλήθος μεταρρυθμίσεων, έχουν ψηφισθεί από το ελληνικό κοινοβούλιο. Έχουμε όμως διαπιστώσει  ότι, ενώ ο ιδιωτικός τομέας προσαρμόζεται σε αυτές σχετικά γρήγορα, ο δημόσιος τομέας δυσκολεύεται να ανταποκριθεί και πολλές φορές συνειδητά δεν τις υιοθετεί. Ισχυροί θεσμοί απαιτούν ισχυρούς κρατικούς μηχανισμούς και πλήρη σεβασμό, για να αυξήσουν την αποτελεσματικότητά τους και να φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, που δεν είναι άλλο από την ανάπτυξη και τον περιορισμό της διαφθοράς.

Ποιές είναι οι βασικές ρυθμίσεις του νομοσχεδίου για τις δημόσιες συμβάσεις, που αντί να λύσουν θα διαιωνίσουν ή θα δημιουργήσουν νέα προβλήματα; Τι προτείνετε για να διορθωθούν ή να βελτιωθούν;

Το βασικά θέματα που, κατά την γνώμη μας, είτε δεν ρυθμίζονται προς την σωστή κατεύθυνση είτε δεν ρυθμίζονται καθόλου με το παρόν  νομοσχέδιο είναι επιγραμματικά τα εξής :

  • Η διοικητική επίλυση των συμβατικών διαφορών
  • Η υπεργολαβία, επίσημη και ανεπίσημη
  • Ο έλεγχος της τεχνικής επάρκειας των αναθετουσών Αρχών
  • Η ρύθμιση για τον αποκλεισμό μείωσης του συνολικού εργολαβικού ανταλλάγματος, μέσω αρνητικής αναθεώρησης
  • Ο έλεγχος όλων των υπό δημοπράτηση έργων, ανεξαρτήτως ύψους προϋπολογισμού και πηγής χρηματοδότησης, ως προς την ορθότητα των όρων τους, ως προς την πληρότητα της μελέτης και την εξασφάλιση της χρηματοδότησης
  • Η δικαστική επίλυση διαφορών, ασχέτως του ύψους του προϋπολογισμού
  • Ο διαχωρισμός μιας δημόσιας σύμβασης σε έργο, προμήθεια και υπηρεσία
  • Η κατάργηση των δημοσιεύσεων των διακηρύξεων στον έντυπο τύπο

Από την πλευρά μας, έχουμε εισηγηθεί πολλές φορές στο παρελθόν με επιστολές μας στους αρμόδιους για τα ως άνω θέματα και έχουμε καταθέσει το σύνολο των προτάσεών μας για τις αναγκαίες τροποποιήσεις του θεσμικού πλαισίου. Είναι στην διακριτική ευχέρεια της Πολιτείας να τις λάβει υπόψιν της.

Ποιά είναι η κατάσταση του κατασκευαστικού κλάδου σήμερα; Και πως αυτή αξιολογείται σε συνδυασμό με την πορεία των χρηματοδοτήσεων από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και την Ευρωπαϊκή χρηματοδότηση;

Ο κατασκευαστικός τομέας σημείωσε ταχεία ανάπτυξη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 μέχρι το 2007, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η δημιουργία σύγχρονων τεχνικών εταιρειών, μελετητικών γραφείων, εξειδικευμένου τεχνικού προσωπικού, τεχνογνωσίας και τεχνικού εξοπλισμού. Η ύφεση, ωστόσο, στον τομέα των κατασκευών, από το 2007 και μετά ήταν βαθιά και κινδυνεύει να πάρει μόνιμα χαρακτηριστικά. Η περικοπή των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων, η έλλειψη ρευστότητας και τραπεζικής χρηματοδότησης, οι υψηλότατες προσφερόμενες εκπτώσεις και η δραστική αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης, άμεσης και έμμεσης, έχουν οδηγήσει τον τομέα των κατασκευών σε δεινή θέση. Οι προσπάθειες της δημοσιονομικής προσαρμογής των τελευταίων ετών είχαν άμεση επίδραση στον κλάδο μας και μάλιστα, δυσανάλογη με άλλους κλάδους. Πιο συγκεκριμένα, η σωρευτική μείωση της προστιθέμενης αξίας των Κατασκευών μεταξύ 2008 – 2019 έφτασε το 87,7%, ενώ της απασχόλησης το 61,8%, ξεπερνώντας σε μεγάλο βαθμό τη μείωση που καταγράφεται στο σύνολο και στους υπόλοιπους τομείς της ελληνικής οικονομίας (ΠΗΓΗ : ΕΛΣΤΑΤ). Η δυναμικότητα του τομέα σε ανθρώπινους πόρους, σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και τεχνογνωσία, υπό τις υφιστάμενες συνθήκες, σταδιακά απαξιώνεται. Πολλές επιχειρήσεις, και όχι αποκλειστικά εργοληπτικές,   είτε οδηγήθηκαν σε παύση της λειτουργίας τους είτε υπολειτουργούν.

Η Χώρα μας δε, βρισκόμαστε σε μια από τις κρισιμότερες καμπές της ιστορίας μας, εξαιτίας της πολυετούς οικονομικής κρίσης, αλλά και της πρόσφατης υγειονομικής κρίσης. Ουδείς γνωρίζει πώς θα κινηθεί η Κυβέρνηση όσο αφορά το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και μόνο για τις συμβάσεις, όπου υπάρχει η Ευρωπαϊκή  συμμετοχή, θεωρείται εξασφαλισμένη η χρηματοδότησή τους.

Σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο, ο τομέας των Κατασκευών αναζητεί κατεύθυνση και προοπτική για το μέλλον. Θα πρέπει  στο σημείο αυτό  να τονίσουμε ότι  η ανάπτυξη του Κατασκευαστικού κλάδου θα φέρει πολλαπλασιαστικά οφέλη στο κοινωνικό σύνολο και όχι μόνο οικονομικά. Συγκεκριμένα,

  • Ο κλάδος συνδέεται άμεσα με την εργασία, άρα και με τη μείωση της ανεργίας μεγάλου εύρους επαγγελμάτων όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης
  • Οι επιχειρήσεις του κλάδου έχουν παρουσία σε όλη την περιφέρεια και, κατά συνέπεια, συμβάλλουν στη δημιουργία εισοδήματος ανά την χώρα
  • Διευκολύνεται η ανάπτυξη και άλλων παραγωγικών κλάδων (Βιομηχανία, Τουρισμός, Εμπόριο κ.α.)
  • Ο κλάδος συμβάλλει στην ανάπτυξη της αγοράς ακινήτων και συνεπώς στη δημιουργία «πλούτου των νοικοκυριών» αυξάνοντας τις δυνατότητες χρηματοδότησης των πολιτών
  • Τέλος, συνεισφέρει σημαντικά στην αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των πολιτών, υλοποιώντας έργα υποδομής και πολιτισμού.

Είναι, επομένως, προφανές ότι η βελτίωση του κλάδου των Κατασκευών θα έχει μόνο θετικά αποτελέσματα για την ελληνική οικονομία και για την ελληνική κοινωνία.

Η στροφή υλοποίησης των έργων με ΣΔΙΤ είναι μία ώριμη και αποτελεσματική επιλογή;  Είναι σε θέση να ανταποκριθεί ο κατασκευαστικός κλάδος:  Υπάρχει συμμετοχή και στήριξη από τις Τράπεζες;

Όλες οι κυβερνήσεις στην προσπάθειά τους να εξοικειώσουν την κοινή γνώμη με τις ΣΔΙΤ, τις εμφανίζουν ως μια καινοτομία που αποβαίνει προς όφελος του ίδιου του δημοσίου. Πιο συγκεκριμένα, κατά τον ειδικό γραμματέα ΣΔΙΤ, στα προτερήματά τους είναι η αποπληρωμή των έργων σε βάθος χρόνου, η μόχλευση ιδιωτικών κεφαλαίων για τη υλοποίηση και παροχή δημόσιων υποδομών και υπηρεσιών, η εξασφάλιση προκαθορισμένου χρόνου και κόστους υλοποίησης, η σύνδεση αμοιβής αναδόχου και ποιότητας παρεχόμενων υπηρεσιών και, τέλος, η ενιαία σύμβαση μελέτης, κατασκευής και λειτουργίας.

Η αλήθεια όμως, είναι ότι η σημαντικότερη αιτία για την εμφάνιση των ΣΔΙΤ είναι η διευκόλυνση χρηματοδότησης που προσφέρουν στο δημόσιο και σε δήμους, σε μια εποχή στενότητας πόρων. Κατά κάποιο τρόπο, οι ΣΔΙΤ προβάλλονται ως σανίδα σωτηρίας, ειδικά για τα κράτη που αντιμετωπίζουν προβλήματα με υψηλό δημόσιο χρέος και μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα.

Παρ’ όλα αυτά, ασκείται ευρεία κριτική κατά πόσο τα έργα μέσω ΣΔΙΤ παρουσιάζουν όλα τα θετικά χαρακτηριστικά που τους προσδίδουν. Η κριτική αφορά το υψηλό τελικό κόστος, που σε κάθε περίπτωση θα πληρώσει ο φορολογούμενος πολίτης, τον χρόνο ολοκλήρωσή τους και το πραγματικό όφελος για το δημόσιο. Αξίζει να τονίσουμε μάλιστα ότι η πρώτη «αποκαθήλωση» των ΣΔΙΤ προήλθε από τα πλέον επίσημα χείλη, από ειδική έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, 2018). Ο έλεγχος επιδόσεων διενεργήθηκε από το Τμήμα Ελέγχου ΙΙ, που ειδικεύεται στους τομείς δαπανών, που αφορούν επενδύσεις υπέρ της συνοχής, της ανάπτυξης και της κοινωνικής ένταξης. Τα πορίσματα των ευρωπαίων ελεγκτών διαψεύδουν τα οφέλη των ΣΔΙΤ και όχι μόνο για την Ελλάδα. Μία από τις βασικότερες διαπιστώσεις είναι ότι η υλοποίηση έργων κλίμακας μεγαλύτερης από τη συνηθισμένη και η συνένωση της μελέτης, της χρηματοδότησης, της κατασκευής, της λειτουργίας και της συντήρησης του έργου σε μία και μόνη σύμβαση αυξάνουν τον κίνδυνο χαμηλών επιπέδων ανταγωνισμού, με αποτέλεσμα να περιέρχεται η δημόσια αρχή σε θέση εξάρτησης, αλλά και να αυξάνεται η συνολική πολυπλοκότητα του έργου.

Τέλος, όπως είναι λογικό,  στην περίπτωση συμβάσεων πολύ υψηλής αξίας, όπως συνήθως είναι οι συμβάσεις ΣΔΙΤ, μόνον ένας πολύ μικρός αριθμός οικονομικών φορέων, συχνά δε μόνον ένας, είναι σε θέση να προσφέρει όλα τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που προβλέπονται. Κανείς επομένως δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί ότι θα υπάρχει μεγάλη συμμετοχή είτε από κατασκευαστικές εταιρείες είτε από τραπεζικούς ομίλους.

Πως σχολιάζετε την είσοδο ξένων επενδυτικών σχημάτων σε μεγάλους εγχώριους κατασκευαστικούς ομίλους; Υπάρχουν στην ελληνική κατασκευαστική αγορά θεσμικές εγγυήσεις ελεύθερου και υγιούς ανταγωνισμού;

Η ερώτησή σας θα μπορούσε να διαχωριστεί σε δύο ενότητες οι οποίες μπορούν να απαντηθούν ανεξάρτητα, δηλαδή α) να σχολιασθεί η είσοδος ξένων κατασκευαστικών ομίλων στην Ελληνική αγορά και β) να σχολιασθεί η ποιότητα του λεγόμενου «υγιούς ανταγωνισμού» στον εγχώριο κατασκευαστικό κλάδο.

Θεωρώ ότι για καλύτερη κατανόηση των σχολίων καλό είναι να απαντηθεί αρχικά το 2ο υπο-ερώτημα διότι αυτό θα βοηθήσει και στη κατανόηση του σχολιασμού του 1ου.

Υπάρχουν λοιπόν θεσμικές εγγυήσεις ελεύθερου και υγιούς ανταγωνισμού στην χώρα μας; Ή καλύτερα λειτουργεί ο ελεύθερος ανταγωνισμός σήμερα ή λειτουργούσε ποτέ;

Για να αντιληφθεί κάποιος τις έννοιες θα πρέπει να έχει υπόψη του τα δεδομένα που είναι αμιγώς οικονομικά. Αν εξαιρέσουμε την τελευταία δεκαετία συρρίκνωσης της οικονομίας, οι δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές ανέρχονταν περίπου σε 6 δις ευρώ ετησίως. Κατά περιόδους και από τότε που η χώρα μας συμμετείχε στην Ε.Ε. ως ισότιμο μέλος, υπήρξαν τονωτικές ενέσεις χρηματοδότησης από την ΕΕ (Μεσογειακά Ολοκληρωμένα προγράμματα ΜΟΠ, Πακέτο Dellor, δράσεις ΕΣΠΑ κλπ.). Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα εκτόξευση των δαπανών για δημόσια έργα και υποδομές και δημιουργία μίας τεράστιας «πίτας» από την οποία όλοι οι εγχώριοι παίκτες, μικροί ή μεγάλοι διεκδικούσαν και ελάμβαναν κάποιο κομμάτι. Μέσα σε αυτό το κλίμα εφορίας, οι κατασκευαστές και η Διοίκηση πορεύτηκαν χέρι με χέρι και ο καθένας προσπαθούσε με κάθε τρόπο να δημιουργήσει προστιθέμενη αξία για τη δική του πλευρά.

Στο πέρασμα των χρόνων, πολλά φαινόμενα αδιαφάνειας ή και πρόδηλης διαφθοράς γίνονταν αντιληπτά και πάντοτε η διαπλοκή απαιτούσε συμμετοχή δύο πλευρών (εργολάβων – Διοίκησης), ιδίως κατά το προσυμβατικό στάδιο ανάθεσης των δημοσίων έργων-προμηθειών.

Αναφέρω χαρακτηριστικά την εποχή κατά την οποία με θεσμοθέτηση συστήματος ανάθεσης δημοσίων έργων δια της αιτιολόγησης υπερβολικά χαμηλών προσφορών, όπου οι επιτροπές διενέργειας διαγωνισμών του Δημοσίου, επέλεγαν τον ανάδοχο μεταξύ των διαγωνιζομένων με αμιγώς υποκειμενικά κριτήρια (είτε διαπλεκόμενους είτε κομματικούς είτε και τα δύο) και όχι φυσικά με κριτήριο τη μειοδοσία.

Στη συνέχεια, εφόσον το φαύλο σύστημα αυτό λειτούργησε περίπου επί 4 έτη, αντικαταστάθηκε, υπό το καθεστώς διαμαρτυριών των διαγωνιζομένων, με το επόμενο σύστημα ανάθεσης διαγωνισμών με τη μέθοδο του μαθηματικού τύπου (όπου ανάδοχος αναδεικνύονταν αυτός που είχε προσφορά πλησιέστερα σε ένα μαθηματικό μέσο όρο των προσφορών). Σε αυτή τη περίπτωση την διέξοδο και λύση για τους διαπλεκόμενους έδινε πολλές φορές η συνδρομή της αρμόδιας υπηρεσίας που διενεργούσε το διαγωνισμό, που διευκόλυνε τον επηρεασμό του μέσου όρου, ανοίγοντας φακέλους προσφορών και αλλάζοντας οικονομικές προσφορές καθ’ υπόδειξη των διαγωνιζομένων.

Σε όλα αυτά έβαλε τέλος η θεσμοθέτησης του μειοδοτικού συστήματος και επανήλθε σε κάποιο βαθμό η διαφάνεια τουλάχιστον κατά τις αναθέσεις των έργων.

Η βασικότερη όμως πληγή και εστία αδιαφάνειας στην ανάθεση των έργων δεν άλλαξε σε όλη την περίοδο από το 1981 μέχρι σήμερα και το όνομα αυτής είναι οι αναθέσεις με το σύστημα «μελέτη – κατασκευή». Στο σύστημα αυτό οι διαγωνιζόμενοι υποβάλουν εκτός από οικονομική προσφορά και σχετική προμελέτη. Αν αυτή η προμελέτη δεν κριθεί ποιοτική από την Διοίκηση η προσφορά απορρίπτεται και οικονομική προσφορά δεν ανοίγεται καν. Με το εργαλείο αυτό οι Διοικήσεις που δεν επιθυμούσαν τον υγιή ανταγωνισμό, κατεύθυναν τις αναθέσεις σε ημετέρους, περιβάλλοντας τις αποφάσεις τους με κάποιο μανδύα νομιμότητας. (υποκειμενική βαθμολόγηση της ποιότητας της μελέτης)

Επίσης, μέχρι πρόσφατα ήταν δυνατή η νόθευση του ανταγωνισμού μεταξύ των ενδιαφερομένων κατασκευαστών με προσυνεννόηση για το ύψος των προσφορών μεταξύ τους και αντιπαροχή ανταλλαγμάτων σε όσους δεν διεκδικούσαν κατασκευαστικό έργο. Πολλές φορές αυτές οι συνεννοήσεις γίνονταν έξω από την πόρτα της αίθουσας διενέργειας του διαγωνισμού και διαρκούσαν μέχρι το τελευταίο λεπτό πριν τη λήξη προθεσμίας υποβολής προσφορών. Αυτή ήταν και η μόνη διαδικασία νόθευσης του ανταγωνισμού που δε συμμετείχε η Διοίκηση παρά μόνον οι ιδιώτες κατασκευαστές, όπως εξάλλου έχει αποδειχθεί από τις πρόσφατες αποφάσεις της Επιτροπή Ανταγωνισμού.

Πρέπει δε να σημειωθεί ότι από τη θεσμοθέτηση του ν1418/84 (και μέχρι σχεδόν σήμερα), η Ελλάδα είχε από τις ποιο αυστηρές νομοθεσίες εκτέλεσης δημοσίων έργων στον κόσμο, ιδιαίτερα κατά το προσυμβατικό στάδιο.

Καθίσταται λοιπόν σαφές το πλαίσιο λειτουργίας ανάθεσης δημοσίων έργων την τελευταία 40ετία. Οι κατασκευαστές ήταν στη θέση του επιτιθέμενου για την εξασφάλιση μεγαλύτερου μεριδίου ενώ η Διοίκηση αμυνόμενη προσπαθούσε με τα θεσμικά εργαλεία που είχε να επιβάλει την τάξη. Η τελευταία όμως αδυνατούσε να υλοποιήσει την αποστολή της, λόγω κάποιων επίορκων υπαλλήλων και λόγω κάποιου μεγαλύτερου αριθμού αδιάφορων υπαλλήλων.

Όσον αφορά τις πολιτικές ηγεσίες, ανεξαρτήτως κομματικής προέλευσης, είτε δεν είχαν σαν στόχο την μακροπρόθεσμη εξυγίανση του χώρου διότι ενδιαφέρονταν για άμεσα αποτελέσματα εντός της υπουργικής θητείας τους, τα οποία θα μπορούσαν να επικοινωνήσουν στο κόμμα τους και στη κοινωνία, είτε ήταν απολύτως φαύλοι (συντριπτική μειοψηφία). Συγκεκριμένα οι πολιτικοί προϊστάμενοι των υπουργείων που ανέθεταν δημόσιες συμβάσεις δεν προέρχονταν από παρθενογένεση και οι πολιτικοί τους φίλοι ήδη ασκούσαν επιρροή πάνω τους είτε βοηθώντας προεκλογικά είτε μετεκλογικά.

Επιπρόσθετα, ήταν ζητούμενο από τη Διοίκηση η συνεργασία με μεγάλους ομίλους προκειμένου να υπάρχει άμεση κατασκευαστική δυνατότητα εντός της θητείας κάθε αξιωματούχου. Φυσικά το κόστος του κατασκευαστικού προϊόντος ήταν πάντοτε αυξημένο αλλά δεν αποτελούσε αυτό προτεραιότητα για κανένα.

Μέσα στον κυκεώνα αυτό και το άγριο τοπίο ανταγωνισμού με θεμιτά ή αθέμιτα μέσα, ήρθε η τελευταία δεκαετία, η οποία εύκολα χαρακτηρίζεται ως περίοδος ισχνών αγελάδων για τις κατασκευές είτε δημόσιες είτε ιδιωτικές.

Οι όμιλοι οι οποίοι «παχύνθηκαν» τις προηγούμενες δεκαετίας, δεν είχαν πραγματική δυνατότητα ανταγωνισμού σε χαμηλά κόστη και σιγά σιγά άρχισαν να εγκαταλείπουν το χώρο. Ακόμη και οι όμιλοι που παρέμειναν, ίσως με πολιτική στήριξη για αποφυγή δημιουργίας έκρηξης ανεργίας, συνέχισαν να σωρεύουν ζημίες. Αυτό και μόνο αποδεικνύει το επιχείρημα ότι οι όμιλοι οι οποίο βασίσθηκαν σε χαριστικές πράξεις για αναθέσεις έργων, ουδέποτε απέκτησαν ανταγωνιστικό προφίλ και δεν ασχολήθηκαν σοβαρά με τον έλεγχο κόστους και ποιότητας παραγωγής των έργων, παρά μόνο με τις εύκολές αναθέσεις.

Η ένδεια λοιπόν του ΠΔΕ και η ολοκλήρωση των Ευρωπαϊκών προγραμμάτων ΕΣΠΑ επέφεραν πλήθος λουκέτων. Σε συνδυασμό με την εναρμόνιση της Ελληνικής με την Ευρωπαϊκή νομοθεσία περί δημοσίων προμηθειών, οι παίκτες που απέμειναν όφειλαν να γνωρίζουν πραγματικά τι κάνουν και πώς το κάνουν ώστε να παραμείνουν στην αγορά. (Δειγματοληπτικά αναφέρω την υιοθέτηση πιο σύγχρονων προδιαγραφών, τον περιορισμό δυνατότητας προδικαστικών προσφυγών κλπ.)

Επιπρόσθετα το ψηφιακό άλμα που συντελέστηκε την τελευταία 3ετία με την εισαγωγή του θεσμού των ηλεκτρονικών διαγωνισμών, επέφερε μεγάλο πλήγμα σε όσους μεταξύ των κατασκευαστών προσπαθούσαν την προ συνεννόηση και χειραγώγηση των διαγωνισμών.

Αντιθέτως όμως με πλήθος αλλαγών που επέφερε η νομοθεσία και αφορούσε την υπόσταση των κατασκευαστικών εταιρειών και τις μεθόδους ανάθεσης έργων, ουδεμία μέριμνα  υπήρξε για τη μεταβολή του προφίλ των υπηρεσιών επίβλεψης έργων που ουσιαστικά διοικούν τα έργα.

Εκτός κάποιων κεντρικών υπηρεσιών, η πλειοψηφία των υπολοίπων είναι υποστελεχωμένες, με σχεδόν ανειδίκευτους μηχανικούς χωρίς εμπειρία και χωρίς καμία μέθοδο αξιολόγησης (είτε για επιβράβευση είτε για επίπληξη).

Επίσης ουδεμία μέριμνα δεν υπήρξε για την βελτίωση της ποιότητας των μελετών του δημοσίου βάσει των οποίων δημοπρατούνται τα δημόσια έργα.

Συνεπώς βρισκόμαστε σήμερα σε ένα τοπίο όπου οι κατασκευαστές έχουν στα χέρια τους λιγότερες συμβάσεις από την δυναμικότητά τους, με μικρό σε σύγκριση με παλαιότερα περιθώριο κέρδους και από την άλλη πλευρά μία Διοίκηση χωρίς εμπειρία και χωρίς εσωτερικό έλεγχο και αξιολόγηση που καλείται να υπερασπιστεί και να εφαρμόσει ανεπαρκείς μελέτες.

Είναι σαφές ότι σε αυτό το άρρωστο περιβάλλον αυτός που αισθάνεται στριμωγμένος στον τοίχο είναι διατεθειμένος να χρησιμοποιήσει όλες τις μεθόδους προκειμένου να επιβιώσει.

Η απάντηση λοιπόν του ερωτήματος σας περί ύπαρξης διαφάνειας είναι :όχι ακόμη αλλά γίνονται προσπάθειες που δεν φθάνουν αλλά κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Χρειάζονται παρεμβάσεις στον έλεγχο της Διοίκησης, στην γρήγορη απονομή Δικαιοσύνης στα Διοικητικά Δικαστήρια και στις επιτροπές επίλυσης διαφορών και νέο σύστημα ανάθεσης μελετών που να διασφαλίζει την ποιότητά τους με ευθύνη του μελετητή.

Όσον αφορά το 1ο ερώτημα περί της εισόδου των ξένων κατασκευαστικών ομίλων, κάποιος πρέπει να αναρωτηθεί «γιατί τώρα;»

Είναι βέβαιο ότι οι Ευρωπαϊκοί τουλάχιστον όμιλοι ενδιαφέρονταν πάντοτε να λάβουν μερίδιο από την Ελληνική αγορά, δεδομένου ότι πολλά από τα χρήματα που επενδύονταν ήταν Ευρωπαϊκά (δηλ. δικά τους)  ως επίσης και τα χρήματα μέσω των μνημονίων. Σαφώς και δεν επιθυμούσαν να νέμονται οι τοπικοί όμιλοι αυτά τα κονδύλια και αυτοί να έχουν θέση απλού παρατηρητή.

Όπως όμως προαναφέρθηκε το άγριο και αρρύθμιστο τοπίο στις κατασκευές δεν ευνοούσαν την δραστηριοποίηση ξένων ομίλων στην Ελλάδα.

Οι όμιλοι αυτοί ούτε υπερβολικές εκπτώσεις μπορούσαν να προσφέρουν στους διαγωνισμούς ούτε το προϊόν τους ήταν φθηνό για την Ελληνική αγορά, ούτε ακόμη ακόμη είχαν επιρροή σε στρώματα της Ελληνικής κοινωνίας και συνεπώς σε ψηφοφόρους.

Η αποδυνάμωση των εγχωρίων ομίλων και η αδυναμία ακόμη και των εγχωρίων τραπεζών να τις στηρίξουν, προσέφερε χρυσή ευκαιρία σε εύρωστους ευρωπαϊκούς ομίλους, που διαθέτουν χρηματοοικονομική επάρκεια, τεχνογνωσία και εμπειρία.

Ο δε καλύτερος και γρηγορότερος τρόπος για την είσοδο μίας αλλοδαπής εταιρείας σε μία εγχώρια αγορά είναι η εξαγορά ενός υπάρχοντος οχήματος εταιρείας που ενδεχομένως πωλείται λόγω οικονομικών προβλημάτων.

Οι δε επιπτώσεις αυτής της μεταβολής στην αγορά είναι προφανείς και πολύ γρήγορα θα γίνουν αντιληπτές από την Ελληνική κοινωνία.

Τα έργα θα γίνουν αρκετά ακριβότερα για τον Έλληνα φορολογούμενο με μία δυσανάλογα οριακή βελτίωση της ποιότητάς τους.

Οι ξένοι όμιλοι θα αναζητήσουν τεχνικό προσωπικό όχι απαραίτητα από την Ελλάδα αλλά από δεξαμενές χαμηλότερου κοστολογίου με αντίστοιχη αύξηση της εγχώριας ανεργίας.

Οι εγχώριοι μικροί και μεσαίοι κατασκευαστές  θα αδυνατούν να συμμετέχουν σε διαγωνισμούς λόγω αυξημένων χρηματοοικονομικών και τεχνικών κριτηρίων που θα τίθενται από τους εισαγόμενους κατασκευαστές με περαιτέρω αύξηση της ανεργίας στον τεχνικό κλάδο.

Εν τέλει θα επικρατήσουν 2 ή 3 μεγάλοι παίκτες οι οποίοι σε καμία περίπτωση δεν θα διασφαλίζουν την ύπαρξη υγιούς και ανόθευτου ανταγωνισμού αλλά μάλλον θα ρέπουν προς τη δημιουργία κατασκευαστικών block με στόχο τον περαιτέρω περιορισμό του.

Ποιος είναι ο ρόλος και τι δυνατότητες υπάρχουν να ανταποκριθεί η δημόσια διοίκηση και η αυτοδιοίκηση στις ανάγκες και τις αναπτυξιακές ευκαιρίες της νέας περιόδου, με αιχμή την αξιοποίηση των πόρων του Αναπτυξιακού Ταμείου και της ΕΕ;

Οι παθογένειες που παρουσιάζουμε ως Κράτος φάνηκαν τα τελευταία χρόνια με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο και αφορούν κάθε πτυχή της ελληνικής κοινωνίας. Από τις πιο σημαντικές είναι η πολυνομία, με πληθώρα ρυθμιστικών κειμένων, χωρίς κωδικοποίηση, η οποία οδηγεί σε ένα απολύτως δαιδαλώδες θεσμικό οικοδόμημα δίχως εσωτερική ανοχή. Εάν δε εδώ προστεθεί και  η μεγάλη ανοχή στην μη τήρηση και την καταστρατήγηση των θεσμικών υποχρεώσεων, πρώτα από το ίδιο το Κράτος αλλά και από τους πολίτες, όλοι αντιλαμβανόμαστε τι είναι αυτό που κρατά μία ολόκληρη χώρα καθηλωμένη.

Οι Θεσμοί αποτελούν τα θεμέλια πάνω στα οποία μία σύγχρονη κοινωνία θα «χτίσει» την λειτουργία της, την ευημερία της και την θέση της στην παγκόσμια κοινότητα. Επομένως, η ανάπτυξη αλλά και η ανεξαρτησία μιας χώρας στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην ποιότητα των θεσμών της, που δίνουν τα κίνητρα και τα αντικίνητρα για την συμπεριφορά των πολιτών και των πολιτικών. Η ποιότητα αυτή, για να παράγει το επιθυμητό αποτέλεσμα, πρέπει να συνοδεύεται και με συγκεκριμένη στόχευση. Δεν είναι τυχαίο που όλα τα νομοσχέδια συνοδεύονται από αιτιολογική έκθεση, στην οποία αναλύονται οι σκοποί και η στόχευση του κάθε νομοθετήματος.

H Ελλάδα  βρίσκεται σε ακριβώς αυτό το σημείο, όπου η όποια περαιτέρω εξασθένιση των Θεσμών μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλη και μακροπρόθεσμη απώλεια πλούτου και ευημερίας.  Ο επανασχεδιασμός των βασικών θεσμών του ελληνικού κράτους είναι  άμεσα απαιτητέος και φυσικά το ίδιο απαιτητέα είναι  η αυστηρή και συστηματική τήρησή τους από όλους ανεξαιρέτως.

Σε όλα τα παραπάνω, καταλυτικό ρόλο παίζει η αποτελεσματικότητα της Δημόσιας Διοίκησης. Ειδικότερα στην παρούσα χρονική στιγμή, η Δημόσια Διοίκηση είναι αυτή που θα  ενισχύσει όλες τις αναπτυξιακές δράσεις που θα παρουσιαστούν για να υλοποιηθούν  τα διορθωτικά μέτρα, που σκοπεύει να λάβει η Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να βοηθήσει τα κράτη – μέλη της στην αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας. Η Δημόσια Διοίκηση είναι αυτή που θα παρακολουθεί και θα βελτιώνει τα μέτρα, θα κατευθύνει συντονισμένες δράσεις, που θα έχουν ως στόχο την ανάπτυξη της Χώρας. Επομένως, η διοικητική και θεσμική ευστάθεια, ο συνεχής συντονισμός της διοίκησης και η αποτελεσματική διοίκηση θα οδηγήσουν και θα βοηθήσουν την Χώρα μας να ξεφύγει από την σημερινή κατάσταση. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι κράτη με αποτελεσματική Δημόσια Διοίκηση και ποιοτικούς και σταθερούς θεσμούς αναπτύσσονται και εξελίσσονται ταχύτερα.

Ποιες είναι οι βασικές προτάσεις σας για την αναδιάρθρωση και ανάπτυξη του κατασκευαστικού κλάδου; 

Πολύ συνοπτικά, οι απαιτούμενες διορθωτικές παρεμβάσεις που πρέπει να γίνουν ώστε να δούμε άμεσα να ανακάμπτει ο Κατασκευαστικό Κλάδος είναι οι παρακάτω:

  • Απλοποίηση και σταθεροποίηση του φορολογικού πλαισίου, και κυρίως, μείωση των φορολογικών συντελεστών. Είναι απαραίτητη η δημιουργία ενός σταθερού φορολογικού περιβάλλοντος, η απλοποίηση του φορολογικού συστήματος, με την καθιέρωση λίγων και διακριτών φόρων, η δημιουργία  φορολογικών κινήτρων σε επιχειρήσεις που αυξάνουν τις θέσεις εργασίας ή επενδύουν στον τόπο. Αντιθέτως, η υψηλή φορολογική επιβάρυνση λειτουργεί επιβαρυντικά στην ανάπτυξη του τομέα, και φυσικά, κανένας σοβαρός επενδυτής δεν θα έρθει να βάλει τα λεφτά του στη χώρα μας όταν είναι αβέβαιος για τα φορολογικά βάρη.
  • Κωδικοποίηση, απλοποίηση και σταθεροποίηση του συνόλου της νομοθεσίας. Οι Θεσμοί αποτελούν τα θεμέλια πάνω στα οποία μία σύγχρονη κοινωνία θα «χτίσει» την λειτουργία της, την ευημερία της και την θέση της στην παγκόσμια κοινότητα. Επομένως, η ανάπτυξη αλλά και η ανεξαρτησία μιας χώρας στηρίζεται, κατά κύριο λόγο, στην ποιότητα των θεσμών της, που δίνουν τα κίνητρα και τα αντικίνητρα για την συμπεριφορά των πολιτών και των πολιτικών.
  • Επιτάχυνση στην απονομή δικαιοσύνης. Η βραδύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς ανασταλτικούς παράγοντες στην ανάπτυξη της οικονομίας και στην προσέλκυση επενδύσεων.
  • Αναβάθμιση των υπηρεσιών από τη μεριά της Πολιτείας με εφαρμογή δράσεων εκσυγχρονισμού της Δημόσιας Διοίκησης. Η Δημόσια Διοίκηση είναι αυτή που θα ενισχύει τους θεσμούς, θα παρακολουθεί και θα βελτιώνει την λειτουργία τους και θα κατευθύνει συντονισμένες δράσεις, που θα έχουν ως στόχο την ανάπτυξη της χώρας.
  • Η προώθηση επενδυτικών σχεδίων. Για παράδειγμα, η αξιοποίηση του Ελληνικού αφορά αποκλειστικά κατασκευαστική δραστηριότητα, από την οποία, σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ, αναμένεται να δημιουργηθούν πάνω από 35 χιλ. θέσεις εργασίας, ενώ το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,2% λόγω επενδυτικής ζήτησης και ιδιωτικής κατανάλωσης. Έτσι, σε συνδυασμό με τα παραπάνω, θα δοθεί επιτελούς το μήνυμα στη διεθνή επενδυτική κοινότητα ότι η Ελλάδα είναι μια φιλική προς τις επενδύσεις χώρα.
  • Στήριξη του τομέα δημοσίων έργων με την αξιοποίηση των δημοσίων επενδύσεων ως βασικό εργαλείο αναθέρμανσης της οικονομίας, με όλα τα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα που επιφέρουν στην απασχόληση, στην τόνωση της αγοράς και στα δημόσια έσοδα. Για παράδειγμα, έργα ανάπλασης των αστικών μας κέντρων τονώνουν την αξία των ακινήτων στο κέντρο, αναβαθμίζουν το περιβάλλον, βοηθούν στην ανάπτυξη του τουρισμού και της εμπορικής δραστηριότητας. Η χρηματοδότηση τέτοιων αλλά και άλλων έργων υποδομών, μπορεί να επιτευχθεί με την συντονισμένη δράση των ΟΤΑ και των κεντρικών υπηρεσιών εκμεταλλευόμενοι όλα τα χρηματοδοτικά εργαλεία. Θα επιτευχθεί δε, το μέγιστο όφελος όταν αυτά τα έργα προκύψουν μέσα από έναν προσεκτικό σχεδιασμό και προγραμματισμό, με ιεράρχηση έργων υποδομής σε τοπικό επίπεδο και με μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Η εμπειρία ήδη υπάρχει, τόσο από τους εμπλεκόμενους φορείς όσο και από τον τεχνικό κόσμο. Είναι αναγκαία η, σε απόλυτο βαθμό, απορρόφηση κοινοτικών κονδυλίων και σε αυτόν τον τομέα ο ρόλος της κεντρικής διοίκησης, αλλά και των περιφερειών, είναι καταλυτικός.  Η εκκίνηση μικρών και μεσαίων έργων στην περιφέρεια θα συμβάλλει στην  δραστηριοποίηση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας που κινδυνεύει με μόνιμη απραξία.
  • Τέλος, αλλά εξίσου σημαντικό, για την αποτελεσματική συμμετοχή των Κατασκευών στο επιδιωκόμενο νέο αναπτυξιακό πρότυπο της χώρας, είναι η βελτίωση των ίδιων των κατασκευαστικών επιχειρήσεων. Η συσσωρευμένη εμπειρία τόσο των χρόνων της ευμάρειας όσο και των χρόνων της κρίσης πρέπει με κάποιο τρόπο να αξιολογηθεί και να επενδυθεί μέσα στις επιχειρήσεις του κλάδου και ιδιαίτερα από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η αύξηση και βελτίωση της παραγωγικότητάς μας (ως προς τους παράγοντες του κόστους, του χρόνου αποπεράτωσης, της ποιότητας και της καινοτομίας), η συμμετοχή μας στη διαρκή αναβάθμιση (ενεργειακή και όχι μόνο) της κατασκευής κατοικιών / κτισμάτων με στόχο την αύξηση της ζήτησης, η στροφή των μεγάλων και μεσαίων εταιρειών στη διεθνή αγορά των κατασκευών και η διασφάλιση της παροχής ευκαιριών στο ανενεργό ανθρώπινο δυναμικό, είναι αναγκαίες διαδικασίες, ώστε εμείς οι ίδιοι να συμμετάσχουμε και να ενισχύσουμε την ανάκαμψη του κατασκευαστικού τομέα.

Διαβάστε επίσης

Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για λόγους επισκεψιμότητας και στατιστικών. Συνεχίζοντας την περιήγηση, αποδέχεστε τη χρήση αυτών των cookies Αποδοχή Περισσότερα