75ο Συνέδριο της ΠΕΣΕΔΕ: «ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ: Αδιαφάνεια -Εκπτώσεις- Μαρασμός».

πηγή: Εργοληπτικόν βήμα Νο_115 της ΠΕΣΕΔΕ

Τους προβληματισμούς για τον ανολοκλήρωτο νόμο 4412/16 περί Δημοσίων Συμβάσεων, η απροθυμία που επιδεικνύει το Υπουργείο Υποδομών να ελέγξει τις απίστευτες εκπτώσεις στους διαγωνισμούς και το γεγονός ότι ο εργοληπτικός κόσμος ασφυκτιά στο παρόν αναζητώντας εναγωνίως προοπτική στο μέλλον ανέδειξε το 75ο Τακτικό Συνέδριο της ΠανελλήνιαςA Ένωσης Συνδέσμων Εργοληπτών Δημοσιών Έργων (ΠΕΣΕΔΕ) με τίτλο «Δημόσιες Συμβάσεις: αδιαφάνεια – εκπτώσεις – μαρασμός», που πραγματοποιήθηκε στην Κατερίνη (16-18 Μαΐου).

Πρόεδρος της ΠΕΣΕΔΕ, κ. Γιώργος Γάγαλης

Ανοίγοντας τις εργασίες του Συνεδρίου ο απερχόμενος Πρόεδρος της ΠΕΣΕΔΕ, κ. Γιώργος Γάγαλης  υπογράμμισε ότι : «Η ύφεση στον τομέα των κατασκευών, από το 2007 και μετά έχει πάρει μόνιμα χαρακτηριστικά. Επικρατούν συνθήκες άκρατου ανταγωνισμού παρούσης της κυβέρνησης που εδώ και καιρό έχει πάρει τη θέση του αδιάφορου θεατή. Καμία συντεταγμένη προσπάθεια για υγιές επιχειρηματικό περιβάλλον, για ένα κλάδο που συνεισφέρει σημαντικά στην ελληνική οικονομία.».

Για τις τεράστιες εκπτώσεις στους διαγωνισμούς το Συνέδριο ανέδειξε εκ νέου την πάγια πρόταση της Π.Ε.Σ.Ε.Δ.Ε. που είναι ο αντικειμενικός προσδιορισμός του πραγματικού κόστους υλοποίησης μίας δημόσιας σύμβασης και η δημιουργία ενός συγκεκριμένου και επίσης αντικειμενικού πλαισίου της αιτιολόγησης της Α.Χ.Π. ενός οικονομικού φορέα.

Οι εισηγητές υπογράμμισαν μεταξύ άλλων, πως ο  εξοντωτικός πλέον ανταγωνισμός μεταξύ των οικονομικών φορέων έχει οδηγήσει το φαινόμενο των «ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών» να αποτελεί συνήθη καθημερινότητα και όχι εξαίρεση. Σε όλη την ελληνική επικράτεια οι συνάδελφοί μας, προκειμένου να εξασφαλίσουν εργασία, να διατηρήσουν την απασχόληση του προσωπικού τους και να διατηρήσουν την παρουσία τους στην αγορά υποβάλλουν προσφορές  τόσο χαμηλού κόστους που εγείρουν αμφιβολίες για το τελικό αποτέλεσμα. Αυτές δηλαδή τις προσφορές μπορεί κάποιος να τις αξιολογήσει ως  «πολύ καλές για να είναι αληθινές» και να εκτιμήσει ότι θα έχουν ως αποτέλεσμα πολύ κακή σχέση ποιότητας / τιμής ή ακόμη ότι τα εν λόγω έργα δεν θα παραδοθούν καθόλου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η καθιέρωση του φαινομένου των ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών έχει ήδη οδηγήσει στην στρέβλωση της αγοράς του χώρου μας. Η μείωση του αριθμού των εργοληπτικών επιχειρήσεων εκτιμάται ότι φτάνει το 40 %. Από τις επιχειρήσεις που διατηρούν την παρουσία τους στο χώρο το μεγαλύτερο μέρος είτε δεν υποβάλλουν προσφορές είτε αδυνατούν να φτάσουν τα πολύ υψηλά ποσοστά εκπτώσεων. Οι δε Ανάδοχες εργοληπτικές επιχειρήσεις καλούνται να υλοποιήσουν δημόσιες συμβάσεις με μηδενικά κέρδη ή ζημίες σε ένα πολύ δύσκολο επιχειρηματικό περιβάλλον. Η δυναμικότητα του εργοληπτικών επιχειρήσεων  σε ανθρώπινους πόρους, κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και τεχνογνωσία, σταδιακά απαξιώνεται. Λόγω της «ασθένειας» των ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών ο κλάδος υποφέρει από συνθήκες  αθέμιτου ανταγωνισμού και έχουν χαθεί οι έννοιες της επαγγελματικής  δεοντολογίας και της συναδελφικότητας. Την εικόνα συμπληρώνει η αδιάφορη στάση της Κυβέρνησης και η αδυναμία της να αντιμετωπίσει τις παθογένειες του χώρου.

Το Συνέδριο εξήρε τον θεσμό των Ανεξάρτητων Αρχών και παρουσίασε τις δύο Αρχές, Ε.Α.Α.Δ.Η.ΣΥ. και Α.Ε.Π.Π., που έχουν άμεση σχέση με την παραγωγή του Δημόσιου Έργου και διαπίστωσε την ανάγκη επέκτασης της δράσης τους και στο στάδιο της εκτέλεσης μίας Δημόσιας Σύμβασης. 

Στο συνέδριο απεύθυναν χαιρετισμό ο κ. Μπουκώρος Χρήστος – Αναπληρωτής Τομεάρχης Μεταφορών & Υποδομών – Βουλευτής Μαγνησίας της Ν.Δ, ο κ. Νίκος Ζιώκας, εκπρόσωπος του Κ.Κ.Ε. & μέλος της αντιπροσωπείας του ΤΕΕ,η κ. Μαυρίδου Σοφία – Αντιπ/ρχης Πιερίας και ο κ. Λουρίκας Δημήτριος – Μέλος ΕΑΑΔΗΣΥ.

Τις εργασίες του 75ου Τακτικού  Συνεδρίου χαιρέτησε ο κ. Κοτσώνης Αντώνης – Γενικός Δ/ντής Υδραυλικών, Λιμενικών & Κτηριακών Υποδομών του Υπουργείου Υποδομών ο οποίος συμφώνησε ότι ο κατασκευαστικός κλάδος βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σημείο και ενημέρωσε τους Συνέδρους ότι το Υπουργείο αναγνωρίζοντας την πολυπλοκότητα του προβλήματος των Ασυνήθιστα Χαμηλών Προσφορών έχει αναθέσει στο Ε.Μ.Π. την μελέτη πρότασης αντιμετώπισης των υψηλών εκπτώσεων.

Η κ. Τόνια Μοροπούλου, Πρόεδρος της Αντιπροσωπίας του Τ.Ε.Ε.,  κατά τον χαιρετισμό της εστίασε στην ανάγκη αναμόρφωσης του νομοθετικού πλαισίου εντός του οποίου ασκείται ο ρόλος του ΤΕΕ ως θεσμικού συμβούλου της πολιτείας, ώστε, μεταξύ άλλων, να διασφαλίσει την λειτουργία οργάνων διαιτησίας για τις δημόσιες συμβάσεις στο πλαίσιο του ΤΕΕ.

ο Πρόεδρος του ΤΜΕΔΕ κ. Ντίνος Μακέδος τόνισε ότι «εντός του 2019 ο ρόλος του ΤΜΕΔΕ ισχυροποιείται με τη μεταβίβαση του συνόλου της περιουσίας του από την Πολιτεία, ενώ εγκρίθηκε η ειδική συμμετοχή του ΤΜΕΔΕ στην AΤTICA BANK».

ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ 75ο Τακτικό Συνέδριο της Π.Ε.Σ.Ε.Δ.Ε.

ΚΡΙΣΙΜΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΣΜΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ Μαρία Τσιομπάνου Β’ Αντιπρόεδρος Δ.Σ της Π.Ε.Σ.Ε.Δ.Ε

1.ΕΙΣΑΓΩΓΗ Δέκα χρόνια έχουν περάσει από την «έναρξη» της Ελληνικής Οικονομικής Κρίσης και σε πολλούς πολίτες έχει δημιουργηθεί η αίσθηση ότι δεν έχει αλλάξει τίποτα. Πολλοί πολίτες έχουν την πεποίθηση ότι οι «έξω» μας βαρέθηκαν, πείστηκαν ότι η Χώρα δεν ενέχεται Μεταρρύθμισης και απλώς προστατεύουν τα συμφέροντά τους. Πολλοί από εμάς κρυφοκοιτάμε με ζήλεια το επαγγελματικό περιβάλλον των «έξω» και αναρωτιόμαστε γιατί δεν μπορούμε να τους πλησιάσουμε έστω και λίγο.
Όταν δε εξετάσουμε με αντικειμενικότητα και ψυχραιμία την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο κλάδος μας σήμερα διαπιστώνουμε ότι :

• Η δυναμικότητα του τομέα σε ανθρώπινους πόρους, κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και τεχνογνωσία, υπό τις υφιστάμενες συνθήκες, σταδιακά απαξιώνεται. Πολλές επιχειρήσεις, και όχι αποκλειστικά εργοληπτικές, είτε οδηγήθηκαν σε παύση της λειτουργίας τους είτε υπολειτουργούν.
• Ο κλάδος συνεχώς αιμορραγεί από τη διαφυγή του επιστημονικού και όχι μόνο δυναμικού του στο εξωτερικό ως η μόνη προοπτική του Έλληνα Μηχανικού και Τεχνικού για μία αξιοπρεπή και με μέλλον διαβίωση.
• Τα επιτόκια δανεισμού παραμένουν απαγορευτικά υψηλά, η οικονομία της χώρας παραμένει βαλτωμένη σε μία υποτυπώδη – και επίσης θεωρητική – ανάπτυξη, το τραπεζικό σύστημα εξακολουθεί να υπολειτουργεί και η κυβέρνηση συνεχίζει να συρρικνώνει κατά εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ το πολύπαθες Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων για να ενισχύσει το αντιαναπτυξιακό πλεόνασμα – μαμούθ.
• Η γραφειοκρατία του κλάδου μας βρίσκεται στα «καλύτερά της». Οι χρόνοι υπογραφής μίας νέας Σύμβασης έχουν εκτιναχθεί στα υψηλότερα επίπεδα που έχουμε συναντήσει μέχρι σήμερα. Παρόλες τις εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις, όπως το ΕΣΗΔΗΣ, οι χρόνοι υπογραφής μίας σύμβασης είναι τραγικά μεγάλοι ο δε κυκεώνας των απαιτούμενων εγγράφων δεν έχει μειωθεί ούτε στο ελάχιστο. Η κατάσταση στους χρόνους υλοποίησης μίας σύμβασης και στην απαιτούμενη διακίνηση εγγράφων ακόμη χειρότερη. Κακές έως ανύπαρκτες χρηματοδοτήσεις, μεγάλοι χρόνοι ολοκλήρωσης διοικητικών διαδικασιών, αλλεπάλληλο έλεγχοι με αμφισβητούμενο αποτέλεσμα, έντονος ο φόβος των ευθυνών από τις Αναθέτουσες Αρχές και των Επιβλεπουσών Υπηρεσιών που έχει ως αποτέλεσμα και πάλι την αύξηση των χρόνων. • Το αποκορύφωμα σε όλα τα παραπάνω είναι οι συνθήκες άκρατου ανταγωνισμού που έχουμε δημιουργήσει εμείς οι ίδιοι. πάνω σε μία «πίτα» που ολοένα μικραίνει και μία κυβέρνηση που εδώ και καιρό έχει πάρει τη θέση του αδιάφορου παρατηρητή. Καμία συντεταγμένη προσπάθεια για το αυτονόητο : να μεγαλώσει η πίτα, να στηθεί ένα υγιές επιχειρηματικό περιβάλλον, να υποστηριχθεί και να ενισχυθεί ένας κλάδος που ακόμη και σήμερα, δηλαδή στα χειρότερά του, συνεισφέρει σημαντικά στην ελληνική οικονομία.

2.ΚΡΙΣΙΜΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΣΜΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ

Ο Ν4412/2016 σύντομα συμπληρώνει τρία χρόνια ισχύος. Ομοίως επί σχεδόν τρία χρόνια έχει υποστεί αλλεπάλληλες αλλαγές και τροποποιήσεις , προσφάτως δε μέσα σε ένα μόλις μήνα δύο, χωρίς ωστόσο να μπορεί ακόμη να θεωρηθεί ολοκληρωμένος. Το χειρότερο όμως δεν είναι οι ελλείψεις που παρουσιάζει το νέο θεσμικό πλαίσιο αλλά η μη αποτροπή αδιαφανών διαδικασιών και η μη υιοθέτηση και ενσωμάτωση σύγχρονων διαδικασιών στην υλοποίηση μίας σύμβασης. Πολύ πρόσφατα, μόλις πριν ένα μήνα όλοι μας καταλάβαμε ότι η διαδικασία της διαπραγμάτευσης αναβαθμίζεται με την πρόσφατη τροποποίηση του Νόμου στο νέο εργαλείο των αναθέσεων. Από την άλλη μεριά σειρά αλλαγών που περιμένει ο εργοληπτικός κόσμος ακόμη βρίσκονται επί του πιεστηρίου (βλ. νέο Μητρώο) ή ακόμη χειρότερα επικρατεί εκκωφαντική σιωπή (βλ. αίτηση θεραπείας). Τα θέματα που χρίζουν βελτίωσης και ολοκλήρωσης για να μπορούμε να μιλάμε για ένα εκσυγχρονισμένο θεσμικό πλαίσιο που συμβάλει και προωθεί την παραγωγή του Δημοσίου Έργου είναι πολυάριθμα. Επιλέξαμε να φωτίσουμε κάποια εξ αυτών που κατά τη γνώμη μας είναι τα πιο κρίσιμα.


2.1 ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΕΡΓΟΥ – ΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ – ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Μετά την εμπειρία τριών ετών περίπου ισχύος του 4412/16 και κατόπιν σχετικής έρευνας, η Ομοσπονδίας έχει εντοπίσει πλείστες περιπτώσεις διακηρύξεων όπου διαπιστώνεται η εξόφθαλμη κατάχρηση του Ν4412/2016 και η κατά το δοκούν διάκριση μίας Δημόσιας Σύμβασης σε Έργο – Προμήθεια – Υπηρεσία από Αναθέτουσες Αρχές. Έχουμε δε απευθυνθεί στο παρελθόν με επιστολές μας στα αρμόδια Υπουργεία για το ίδιο θέμα, φευ άνευ αποτελέσματος. Σε αυτές τις περιπτώσεις γίνεται, σκόπιμα κατά την γνώμη μας, λανθασμένα ο χαρακτηρισμός μίας Δημόσιας Σύμβασης αντί έργου σε προμήθεια ή υπηρεσία, που έχει ως αποτέλεσμα τον τεχνητό αποκλεισμό των Εργοληπτικών Επιχειρήσεων από τις διαδικασίες Ανάθεσης Δημόσιας Σύμβασης.
Παραδείγματα σειράς Έργων που κατά την άποψή μας «βαπτίζονται» Προμήθειες – Υπηρεσίες, κατά την τρέχουσα περίοδο, είναι :

• Βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας σε δημοτικές εγκαταστάσεις οδοφωτισμού
• Αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό υφιστάμενων μονάδων επεξεργασίας λυμάτων
• Συστήματα ελέγχου διαρροών σε υφιστάμενα δίκτυα μεταφοράς και διανομής νερού.

Είναι σαφές ότι οι παραπάνω τακτικές από τις Αναθέτουσες Αρχές παραβιάζουν τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας, νοθεύουν ευθέως τον ανταγωνισμό και κατευθύνουν τον διαγωνισμό σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις και μάλιστα εμπορικές.
Η μόνη διαδικασία που διασφαλίζει την έντεχνη, ασφαλή και έγκαιρη υλοποίηση μίας Σύμβασης Έργου είναι αυτή που προβλέπεται με τον Ν4412/2016 και όχι η βάφτισή της σε προμήθεια ή υπηρεσία. Η Ομοσπονδία μας θεωρεί απαραίτητη και επιτακτική την παρέμβαση αρχικά της Ε.Α.Α.ΔΗ.Σ.Υ ασκώντας τον ελεγκτικό ρόλο της απέναντι σε όσες Αναθέτουσες Αρχές υιοθετούν τις παραπάνω τακτικές ώστε να εξασφαλισθεί ο υγιής ανταγωνισμός και το Δημόσιο συμφέρον, αλλά και η έγκαιρη και έντεχνη εκτέλεση των έργων, όπως άλλωστε επιτάσσει η στοιχειώδης διαφάνεια και χρηστή Διοίκηση. Παρόλο που η Α.Ε.Π.Π. ήδη με αποφάσεις της δικαιώνει τις σχετικές επισημάνσεις μας, θεωρούμε ότι πρέπει να ελέγχονται οι Αναθέτουσες Αρχές ως προς την κατηγοριοποίηση μίας Δημόσια Σύμβασης κατά το αρχικό στάδιο της διατύπωσης της Διακήρυξης και πριν την ανάρτησή της.

2.2 ΑΙΤΗΣΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ – ΣΙΩΠΗΡΗ ΑΠΟΡΡΙΨΗ Άρθρο 174. Διοικητική επίλυση συμβατικών διαφορών

1.Κατά των εκτελεστών πράξεων ή παραλείψεων της διευθύνουσας υπηρεσίας, που προσβάλλουν για πρώτη φορά δικαίωμα του αναδόχου, χωρεί ένσταση. Η ένσταση απευθύνεται στον Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών ή στο κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις αρμόδιο αποφαινόμενο όργανο, και ασκείται με επίδοση σε αυτούς με δικαστικό επιμελητή μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο (2) μηνών από την κοινοποίηση της πράξης ή τη συντέλεση της παράλειψης, εκτός αν σε ειδικές περιπτώσεις ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα τίτλο I, κοινοποιείται δε εντός της ανωτέρω προθεσμίας και στην υπηρεσία που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη πράξη. Η ανωτέρω κοινοποίηση δύναται να διενεργηθεί και με ταχυδρομική αποστολή επί αποδείξει. Ένσταση ασκείται επίσης και κατά αποφάσεων ή πράξεων της προϊσταμένης αρχής ή του κυρίου του έργου, εφόσον με τις αποφάσεις ή πράξεις αυτές προκαλείται διαφωνία για πρώτη φορά. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η προθεσμία για την άσκηση της ένστασης αρχίζει από την κοινοποίηση της απόφασης ή της πράξης στον ανάδοχο. Η διευθύνουσα υπηρεσία ή η προϊσταμένη αρχή οφείλουν, κατά την έκδοση των πράξεων ή αποφάσεών τους, να μνημονεύουν τη δυνατότητα άσκησης ένστασης, την ανατρεπτική προθεσμία για την άσκησή της, το αποφαινόμενο όργανο, καθώς και τις συνέπειες από τη μη άσκησή της, κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 175 του παρόντος.

2.Με την ένσταση εξετάζεται τόσο η νομιμότητα της πράξης ή παράλειψης όσο και η ουσία της υπόθεσης. Ο Υπουργός ή το κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, αρμόδιο αποφαινόμενο όργανο υποχρεούται να εκδώσει και κοινοποιήσει την απόφασή του μέσα σε τρεις (3) μήνες από την κατάθεση της ένστασης, μετά από αιτιολογημένη γνώμη του Τεχνικού Συμβουλίου. …………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

12.Αν η ένσταση απορριφθεί εν όλω ή εν μέρει ή αν παρέλθει άπρακτη η τρίμηνη προθεσμία της παραγράφου 2, αυτός που υπέβαλε την ένσταση μπορεί να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 175. Η έκδοση ή κοινοποίηση απόφασης επί της ένστασης, μετά την πάροδο του τριμήνου, δεν μεταθέτει την έναρξη της προθεσμίας για άσκηση προσφυγής. Αν τα κατά περίπτωση αρμόδια υπηρεσιακά όργανα δεν προσκομίσουν μέχρι το δεύτερο δεκαήμερο του τρίτου μήνα το σχέδιο απόφασης επί της ένστασης στον Υπουργό ή το κατά περίπτωση αποφαινόμενο όργανο, επιβάλλονται οι πειθαρχικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 141.

Είναι τουλάχιστον προκλητικό ότι εδώ και τρία χρόνια δεν έχει εκδοθεί απόφαση που να ορίζει το αρμόδιο αποφαινόμενο όργανο που θα εξετάζει τις ενστάσεις των Αναδόχων κατά των εκτελεστών πράξεων ή παραλείψεων της Διευθύνουσας Υπηρεσίας. Στην πραγματικότητα η Κυβέρνηση τηρώντας σιγή ιχθύος εδώ και τρία χρόνια για την πολυαναμενόμενη απόφαση καταργεί το αναφαίρετο δικαίωμα του Αναδόχου να διεκδικήσει τη διοικητική επίλυση των διαφορών που προκύπτουν κατά την υλοποίηση μίας Σύμβασης. Το γεγονός δε ότι φυσικά «κάποιες» αιτήσεις θεραπείας εξετάζονται από το Συμβούλιο Τεχνικών Έργων του Υπουργείου ενώ το μεγαλύτερο μέρος εξ αυτών καταλήγει στον κάδο των αχρήστων με την ακόμη πιο προκλητική διαδικασία της σιωπηρής απόρριψης. Στην ουσία δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού, αναβαθμίζει την αδιαφάνεια σε άλλα επίπεδα και δημιουργεί Εργοληπτικές Επιχειρήσεις δύο ταχυτήτων : αυτών που μπορούν να γευτούν τα ευεργετικά αποτελέσματα μίας δίκαιης και δημοκρατικής νομοθεσίας και αυτών που βρίσκονται στην απέξω. Πιστεύουμε ότι η Χώρα μας για μία κόμη φορά πρωτοστατεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση για ακόμη μία φορά με την οπισθοδρομική πολιτική της να υιοθετεί διαδικασίες τύπου «σιωπηρής απόρριψης», νομιμοποιεί την αναλγησία και την ανευθυνότητα και ρίχνει στις καλένδες τα δικαιώματα των ελληνικών εργοληπτικών επιχειρήσεων.

2.3 ΑΣΥΝΗΘΙΣΤΑ ΧΑΜΗΛΕΣ ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ – ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ

Είναι αδύνατον να μην γίνει έστω και μία μικρή αναφορά στο τεράστιο ζήτημα των υπερβολικών εκπτώσεων που οδηγεί τον κλάδο σε σίγουρη καταστροφή. Εκτενή αναφορά έχει ήδη γίνει από τον συνάδελφο και μέλος του Δ.Σ. κ. Γιάννη Δερμεντζόγλου. Θέλουμε όμως στο σημείο αυτό να τονίσουμε την πολιτική ευθύνη της ελληνικής Κυβέρνησης για τη σημερινή κατάσταση του Κλάδου. Ουδείς μπορεί να κατανοήσει γιατί ένας κλάδος που παράγει θέσεις εργασίες, έχει άμεση αλληλεπίδραση με άλλους κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας αφήνεται σε μία κατηφορική καταστροφική πορεία. Είναι σε όλους τους άμεσα εμπλεκόμενους γνωστή η στενή διασύνδεση του κλάδου των κατασκευών με τη βιομηχανία, το εμπόριο, με την παροχή υπηρεσιών (μελέτες – επιβλέψεις) αλλά και η ουσιαστική στήριξη που παρέχει σε όλους τους κλάδους υλοποιώντας αναπτυξιακά και επενδυτικά προγράμματα και συνεπώς τον καθιστούν σε ένα ιδιαίτερα σημαντικό τομέα της ελληνικής οικονομίας. Όλοι γνωρίζουμε τι μπορεί να κάνει ο υγιής ιδιωτικός τομέας όταν τον αφήνουν ή ακόμη καλύτερα τον υποστηρίζουν με συγκεκριμένο και στοχευμένο σχεδιασμό, να κάνει την δουλειά του με επαγγελματισμό και κανόνες : μόνο όφελος προσφέρει στο σύνολο της Κοινωνίας. Πόσο μάλλον όταν αναφερόμαστε σε έναν κλάδο που κατέχει σημαντική θέση στη δημιουργία του Α.Ε.Π. της Χώρας μας.

Η Ένωσή μας έχει καταθέσει από το 2017 πρόταση αντιμετώπισης των Α.Χ.Π. με χρήση αντικειμενικών κριτηρίων στον Υπουργό. Στην πρόταση αυτή ήδη από το 2017 η ΠΕΣΕΔΕ εξειδικεύει τους όρους χαρακτηρισμούς μίας οικονομικής προσφοράς ως ασυνήθιστα χαμηλής και προτείνει «αντικειμενικούς» τρόπους εκτίμησης παρεχόμενων εξηγήσεων (αιτιολόγηση) και διαπιστώνουμε με χαρά ότι αντικειμενική προσέγγιση του θέματος ζητάνε πλέον και άλλες εργοληπτικές οργανώσεις. Συνάδελφοι έχοντας όλοι την εμπειρία των προηγούμενων δεκαετιών κατανοούμε ότι η αντιμετώπιση του προβλήματος των Α.Χ.Π. δεν είναι ούτε απλή ούτε εύκολη. Οι πυροσβεστικές προσεγγίσεις του προβλήματος, η δημιουργία αριθμητικών αλγορίθμων που δε συνοδεύονται με τη διευκρίνιση ότι ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Ο ΑΥΤΟΜΑΤΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΜΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ τόσο από τις Ευρωπαϊκές οδηγίες, την Ελληνική Νομοθεσία όσο και από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, οδηγούν σε παραπλάνηση των
Εργοληπτικών Επιχειρήσεων και βάζουν εμπόδια σε μία ουσιαστική προσπάθεια επίλυσης και αντιμετώπισης των Α.Χ.Π.

Θεωρητικά, τα τελευταία δέκα χρόνια όλοι οι Έλληνες Πολίτες, όλοι οι κλάδοι της οικονομίας και όχι μόνο ο δικός μας χώρος, προσπαθούμε να κατανοήσουμε τους λόγους και τις αιτίες της ελληνικής οικονομικής κρίσης και φυσικά να αλλάξουμε τα λανθασμένα, να προχωρήσουμε μπροστά. Αυτό όμως που αφουγκράζεται έντονα ο Πολίτης είναι ότι η όποια προσπάθεια γίνεται πρόχειρα, ασύντακτα, σπασμωδικά. Μόνο μία θεαματική και καλά σχεδιασμένη αλλαγή μπορεί να μας βγάλει από την κρίση.

Αυτό που πρέπει όλοι μας να συνειδητοποιήσουμε ότι το πρόβλημα δεν ήταν ποτέ θέμα προσώπων παρά σε ελάχιστες εξαιρέσεις. Το ζητούμενο είναι η αλλαγή νοοτροπίας. Μόνο αλλά μόνο τότε μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα κερδίσουμε το χαμένο χρόνο της τελευταίας δεκαετίας. Τα βήματα που πρέπει να γίνουν είναι λίγο πολύ γνωστά σε όλους μας. Πρέπει να ασκήσουμε την αυτοκριτική μας με θάρρος και εντιμότητα, να ζητήσουμε εμείς οι ίδιοι οι πολίτες την ενθάρρυνση της αξιοκρατίας και της υγιής επιχειρηματικότητας, να δοθούν ευκαιρίες στους νέους να αναπτύξουν τις καινοτόμες ιδέες τους, να καθιερωθεί ένα δίκαιο και σταθερό φορολογικό σύστημα που δε θα κλέβει τους πολίτες αλλά και που θα επιτρέπει το κράτος να ασκήσει την αναγκαία κοινωνική του πολιτική και τέλος ένα νέο εκπαιδευτικό σύστημα αντάξιο της ιστορίας αυτής της χώρας.

Είναι σαφές ότι συντελείται μία βασανιστικά αργή μεταβολή του Κλάδου μας. Αυτό δεν είναι υποχρεωτικά αρνητικό · πολύ πιθανά να είναι και απαραίτητο. Τι θα μείνει τελικά όρθιο μέχρι αυτή να ολοκληρωθεί ; Το κρίσιμο τελικά ερώτημα είναι εάν αυτή η μεταβολή θα οδηγήσει στην ακμή ή στην περαιτέρω παρακμή του Κλάδου. Για αυτό ακριβώς το λόγο πρέπει όλοι μας να συνδράμουμε με τα μέγιστα των δυνατοτήτων μας ώστε αυτή η μεταβολή να δώσει στον κλάδο μας σύγχρονα και βελτιωμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά αντάξια των δυνατοτήτων των ελληνικών εργοληπτικών επιχειρήσεων και του Ελλήνων Μηχανικών. Σε αυτή την προσπάθεια όχι μόνο δεν περισσεύει κανείς αλλά είναι απαιτητή η συνεργασία μας διότι στην αντίθετη περίπτωση θα γίνουμε θεατές της κατάρρευσής μας.

ΑΣΥΝΗΘΙΣΤΑ ΧΑΜΗΛΕΣ ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ – ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ Ιωάννης Δερμεντζόγλου Μέλος Δ.Σ. της Π.Ε.Σ.Ε.Δ.Ε.

1.ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Είναι γεγονός ότι η Πολιτεία είναι αυτή που καθορίζει τους Κανόνες και τους Στόχους της οικονομικής ανάπτυξης μίας χώρας, με γνώμονα πάντα τη σωστή και ωφέλιμη εκμετάλλευση των συντελεστών παραγωγής. Αυτό ενισχύεται ιδιαίτερα όσο αφορά τη διαχείριση του Δημοσίου Κεφαλαίου. Για το λόγο αυτό η Πολιτεία αλλά και οι Ευρωπαϊκές Οδηγίες δίνουν μεγάλη βαρύτητα στο νομικό πλαίσιο που διέπει τις Δημόσιες Συμβάσεις καθώς ένα σημαντικό μέρος των χρημάτων των φορολογουμένων δαπανάται στην υλοποίηση αυτών.
Προκειμένου να εξασφαλισθεί :
• η αύξηση της αποδοτικότητας των δημοσίων δαπανών ιδίως με τη διευκόλυνση της συμμετοχής μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ)
• η ίση και μη διάκριση των οικονομικών φορέων
• ότι το ενδοκοινοτικό εμπόριο δεν περιορίζεται από διακρίσεις
• η μεγαλύτερη ευχέρεια διαπραγμάτευσης των αναθετουσών αρχών και τέλος
• ότι το παραγόμενο «έργο» θα επιτευχθεί με την καλύτερη σχέση ποιότητας – τιμής.
ο Νομοθέτης εισάγει την έννοια των κριτηρίων ανάθεσης (βλ. άρθρο 86 /4412) Τα κριτήρια ανάθεσης είναι τα κριτήρια που αποτελούν τη βάση με την οποία μια αναθέτουσα αρχή επιλέγει την καλύτερη προσφορά και επιλέγει τον Ανάδοχο. Τα κριτήρια αυτά πρέπει να καθοριστούν εκ των προτέρων από την αναθέτουσα αρχή και δεν πρέπει να θίγουν τον θεμιτό ανταγωνισμό.
Η οδηγία περιορίζει τα κριτήρια που μπορεί να υποβάλει μια αναθέτουσα αρχή για την ανάθεση μίας σύμβασης:
• το κριτήριο χαμηλότερης τιμής. ή
• το κριτήριο της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφορά

Η επιλογή μεταξύ του κριτηρίου χαμηλότερης τιμής και του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφορά γενικά παραμένει στη διακριτική ευχέρεια της αναθέτουσας αρχής, εκτός από την περίπτωση του ανταγωνιστικού διαλόγου ή όταν η αναθέτουσα αρχή αποδέχεται παραλλαγές, οπότε το κριτήριο της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφορά πρέπει να χρησιμοποιείται.
Για τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων που απαιτούν προκήρυξη διαγωνισμού, η αναθέτουσα αρχή πρέπει να αναγγέλλει στην προκήρυξη του διαγωνισμού εάν πρόκειται να εφαρμόσει το κριτήριο της χαμηλότερης τιμής ή το κριτήριο της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφορά.

1.ΑΣΥΝΗΘΙΣΤΑ ΧΑΜΗΛΕΣ ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ

Έχουν περάσει ήδη σχεδόν τρία χρόνια από την εφαρμογή του Ν4412/2016 και στις Δημόσιες Συμβάσεις Έργων το μοναδικό κριτήριο ανάθεσης που χρησιμοποιείται από τις Αναθέτουσες Αρχές είναι αυτό της χαμηλότερης τιμής, δηλαδή η τιμή είναι ο μόνος παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη κατά την επιλογή του Αναδόχου.
Το κριτήριο της χαμηλότερης τιμής έχει το πλεονέκτημα της απλότητας και της ταχύτητας και οι αναθέτουσες αρχές ή ο Κύριος του Έργου μπορούν να υποστηρίξουν ότι η λιγότερο δαπανηρή προσφορά διασφαλίζει την επίτευξη του σημαντικού δημοσιονομικού στόχου της εξοικονόμησης του προϋπολογισμού. Παρουσιάζει όμως και σημαντικούς περιορισμούς, συμπεριλαμβανομένων των εξής:
• Δεν επιτρέπει στην αναθέτουσα αρχή να λαμβάνει υπόψη τις ποιοτικές εκτιμήσεις. Εκτός από τους παράγοντες ποιότητας που ενσωματώνονται στις προδιαγραφές, οι οποίες πρέπει να πληρούνται από όλες τις προσφορές, η ποιότητα που απαιτείται δεν είναι υπόκεινται σε αξιολόγηση. • Δεν επιτρέπει στην αναθέτουσα αρχή να λαμβάνει υπόψη την καινοτομία και την καινοτόμες λύσεις. Η απαίτηση περιορίζεται στο να πληρούν οι προσφορές τις καθορισμένες προδιαγραφές. • Η χαμηλότερη τιμή δεν είναι πάντα η προσφορά που εξασφαλίζει την καλύτερη σχέση ποιότητας / τιμής μακροπρόθεσμα. Η οδηγία του 2014/24/Ε.Ε. αναγνωρίζοντας τα παραπάνω απαιτεί από τις αναθέτουσες αρχές να βασίσουν τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά και όχι στην χαμηλότερη τιμή». Η οδηγία παρέχει επίσης ένα πλαίσιο για τη χρήση των μεθόδων κοστολόγησης κύκλου ζωής και άλλων προσεγγίσεων κόστους-αποτελεσματικότητας, ενθαρρύνοντας τις αναθέτουσες αρχές να εξετάζουν κάτι περισσότερο από την αρχική τιμή αγοράς και να λαμβάνουν υπόψη ποιοτικά ζητήματα κατά την αξιολόγηση των προσφορών.
Στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα, στη δική μας πραγματικότητα, όπου έχουμε συμπληρώσει δέκα χρόνια οικονομικής κρίσης και πρωτοφανούς ύφεσης στον κλάδο των κατασκευών, ο εξοντωτικός πλέον ανταγωνισμός μεταξύ των οικονομικών φορέων έχει οδηγήσει το φαινόμενο των “ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών” να αποτελεί συνήθη καθημερινότητα και όχι εξαίρεση. Σε όλη την ελληνική επικράτεια οι συνάδελφοί μας, προκειμένου να εξασφαλίσουν εργασία, να διατηρήσουν την απασχόληση του προσωπικού τους και να διατηρήσουν την παρουσία τους στην αγορά υποβάλλουν προσφορές τόσο χαμηλού κόστους που εγείρουν αμφιβολίες για το τελικό αποτέλεσμα. Αυτές δηλαδή τις προσφορές μπορεί κάποιος να τις αξιολογήσει ως “πολύ καλές για να είναι αληθινές” και να εκτιμήσει ότι θα έχουν ως αποτέλεσμα πολύ κακή σχέση ποιότητας / τιμής ή ακόμη ότι τα εν λόγω έργα δεν θα παραδοθούν καθόλου.

2. ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΑΣΥΝΗΘΙΣΤΑ ΧΑΜΗΛΕΣ ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ

Η ανάθεση σύμβασης σε έναν οικονομικό φορέα που προσφέρει μια ασυνήθιστα χαμηλή προσφορά είναι επικίνδυνη για την αναθέτουσα αρχή (και γενικά για το δημόσιο συμφέρον) για διάφορους λόγους, όπως :
• Κίνδυνος αθέτησης: Μια ασυνήθιστα χαμηλή προσφορά συνεπάγεται κίνδυνο αθέτησης, ιδίως σε περίπτωση που ένας οικονομικός φορέας έχει παρανοήσει την πολυπλοκότητα της σύμβασης ή δεν έχει λάβει υπόψη όλους τους κινδύνους που σχετίζονται με την ολοκλήρωση και παράδοση του αντικειμένου της σύμβασης. Η αναθέτουσα αρχή θα πρέπει στη συνέχεια να αναθέσει εκ νέου τις υπηρεσίες ή τα έργα που ο οικονομικός φορέας δεν έχει παραδώσει. Το αποτέλεσμα θα ήταν ο χαμένος χρόνος, καθώς και η πρόσθετη διαχείριση και τα έξοδα της αναθέτουσας αρχής.
• Πρόσθετες επιβαρύνσεις ή προσαυξήσεις τιμών: Γνωρίζουμε όλοι όσοι εμπλεκόμαστε στην υλοποίηση δημοσίων συμβάσεων ότι όταν οι εκπτώσεις είναι πολύ υψηλές ξεκινάει ένας αέναος κύκλος διεκδικήσεων νέων τιμών από τον Ανάδοχο που έχει ως κατάληξη πρόσθετες επιβαρύνσεις και την αύξηση του τελικού κόστους.
• Κίνδυνος ποιότητας: Πολύ συχνά οι πολύ χαμηλές προσφορές έχουν επίπτωση στην ποιότητα του έργου με ότι αυτό συνεπάγεται.
• Αποφυγή κοινωνικών, εργασιακών και περιβαλλοντικών υποχρεώσεων: Με ασυνήθιστες χαμηλές προσφορές υπάρχει επίσης ο κίνδυνος να μην εφαρμοστούν σωστά οι δεσμευτικοί κοινωνικοί, εργατικοί και περιβαλλοντικοί κανονισμοί.
Το σημαντικότερο όλων όμως είναι ότι ο ίδιος ο Κλάδος μας κινδυνεύει από τις ασυνήθιστα χαμηλές προσφορές και φυσικά σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από αυτό των αναθετουσών αρχών. Η καθιέρωση του φαινομένου των ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών έχει ήδη οδηγήσει στην στρέβλωση της αγοράς του χώρου μας. Η μείωση του αριθμού των εργοληπτικών επιχειρήσεων εκτιμάται ότι φτάνει το 40 %. Από τις επιχειρήσεις που διατηρούν την παρουσία τους στο χώρο το μεγαλύτερο μέρος είτε δεν υποβάλλουν προσφορές είτε αδυνατούν να φτάσουν τα πολύ υψηλά ποσοστά εκπτώσεων. Οι δε Ανάδοχες εργοληπτικές επιχειρήσεις καλούνται να υλοποιήσουν δημόσιες συμβάσεις με μηδενικά κέρδη ή ζημίες σε ένα πολύ δύσκολο επιχειρηματικό περιβάλλον. Η δυναμικότητα του εργοληπτικών επιχειρήσεων σε ανθρώπινους πόρους, κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και τεχνογνωσία, σταδιακά απαξιώνεται. Λόγω της «ασθένειας» των ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών ο κλάδος υποφέρει από συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού και έχουν χαθεί οι έννοιες της επαγγελματικής δεοντολογίας και της συναδελφικότητας. Την εικόνα συμπληρώνει η αδιάφορη στάση της Κυβέρνησης και η αδυναμία της να αντιμετωπίσει τις παθογένειες του χώρου.

3.ΤΡΟΠΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΤΩΝ Α.Χ.Π.

ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ :
ΑΡΘΡΟ88/Ν4412/2016 (ΑΡΘΡΟ69 ΕΟ24/2014)

1. Όταν οι προσφορές φαίνονται ασυνήθιστα χαμηλές σε σχέση με τα έργα, τα αγαθά ή τις υπηρεσίες, οι αναθέτουσες αρχές απαιτούν από τους οικονομικούς φορείς να εξηγήσουν την τιμή ή το κόστος που προτείνουν στην προσφορά τους, εντός αποκλειστικής προθεσμίας, κατά ανώτατο όριο δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση της σχετικής πρόσκλησης της αναθέτουσας αρχής.

2. Οι εξηγήσεις που αναφέρονται στην παράγραφος 1 μπορεί να αφορούν ιδίως: α) τα οικονομικά χαρακτηριστικά της μεθόδου κατασκευής, της διαδικασίας παρασκευής ή των παρεχόμενων υπηρεσιών, β) τις επιλεγείσες τεχνικές λύσεις ή τις εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες που διαθέτει ο προσφέρων για την παροχή των προϊόντων ή την παροχή των υπηρεσιών ή την εκτέλεση του έργου, γ) την πρωτοτυπία του έργου, των αγαθών ή των υπηρεσιών που προτείνονται από τον προσφέροντα, δ) τη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις της παρ. 2 του άρθρου 18, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 89, ε) τη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις του άρθρου 131, στ) το ενδεχόμενο χορήγησης κρατικής ενίσχυσης στον προσφέροντα, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 8

3. Η αναθέτουσα αρχή αξιολογεί τις παρεχόμενες πληροφορίες, σε συνεννόηση με τον προσφέροντα. Μπορεί να απορρίψει την προσφορά μόνο εάν τα παρεχόμενα στοιχεία δεν εξηγούν κατά τρόπο ικανοποιητικό το χαμηλό επίπεδο της τιμής ή του κόστους που προτείνεται, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Οι αναθέτουσες αρχές απορρίπτουν την προσφορά, εάν διαπιστώσουν ότι η προσφορά είναι ασυνήθιστα χαμηλή, διότι δεν συμμορφώνεται με τις ισχύουσες υποχρεώσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 1

4. Εάν η αναθέτουσα αρχή διαπιστώνει ότι μια προσφορά είναι ασυνήθιστα χαμηλή λόγω χορήγησης κρατικής ενίσχυσης στον προσφέροντα, η προσφορά μπορεί να απορρίπτεται αποκλειστικά για αυτό τον λόγο, μόνο μετά από διαβούλευση με τον προσφέροντα και εφόσον αυτός δεν είναι σε θέση να αποδείξει, εντός επαρκούς προθεσμίας, την οποία ορίζει η αναθέτουσα αρχή, ότι η εν λόγω ενίσχυση είναι σύμφωνη με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107 της ΣΛΕΕ. Σε περίπτωση που η αναθέτουσα αρχή απορρίπτει προσφορά υπό τις συνθήκες αυτές, ενημερώνει σχετικώς την Επιτροπή.

5. Εφόσον ζητηθεί, η Αρχή θέτει στη διάθεση άλλων κρατών μελών, στο πλαίσιο διοικητικής συνεργασίας, κάθε πληροφορία που η Ελλάδα έχει στη διάθεσή της όπως νόμους, κανονισμούς,
συλλογικές συμβάσεις καθολικής ισχύος ή εθνικά τεχνικά πρότυπα— σχετικά με τα δικαιολογητικά και τα έγγραφα που προσκομίζονται σε σχέση με τις λεπτομέρειες που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

6. Στις δημόσιες συμβάσεις έργων, μελετών, παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών, μπορεί να εκδίδονται εγκύκλιοι του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων για την εξειδίκευση των όρων χαρακτηρισμού μίας οικονομικής προσφοράς ως ασυνήθιστα χαμηλής ανά κατηγορία έργου και μελέτης και ανά εκτιμώμενη αξία σύμβασης και για την εκτίμηση των παρεχόμενων κατά τα ανωτέρω εξηγήσεων. Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να αποκλίνει από τα οριζόμενα στις ανωτέρω εγκυκλίους, έπειτα από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου τεχνικού συμβουλίου.

Η νομοθεσία δεν ορίζει τι συνιστά μια προσφορά ως ασυνήθιστα χαμηλή ούτε παρέχει συγκεκριμένες μεθόδους για τον εντοπισμό τέτοιων προσφορών. Η νομοθεσία αναφέρει μόνο ότι μια αναθέτουσα αρχή θα πρέπει να απαιτεί εξηγήσεις από οικονομικούς φορείς που προτείνουν τιμές ή δαπάνες που «φαίνεται να είναι ασυνήθιστα χαμηλές σε σχέση με τα έργα, τις προμήθειες ή τις υπηρεσίες».
Στην πράξη, μπορούν να χρησιμοποιηθούν διάφορες μέθοδοι για τον προσδιορισμό των προσφορών που φαίνεται να είναι ασυνήθιστα χαμηλές: Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), μπορούν να εφαρμοστούν αριθμητικές μέθοδοι για τον εντοπισμό ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών, αλλά δεν επιτρέπεται να οδηγήσουν στον «αυτόματο» αποκλεισμό αυτών των προσφορών. Το ΔΕΚ κατέστησε σαφές ότι μια αναθέτουσα αρχή που έλαβε προσφορά που υποψιάζεται ότι είναι ασυνήθιστα χαμηλή πρέπει να ζητήσει εξηγήσεις σχετικά με την προσφορά του σχετικού οικονομικού φορέα. Ο οικονομικός φορέας πρέπει να έχει την ευκαιρία να εξηγήσει γιατί ήταν σε θέση να υποβάλει μια τέτοια προσφορά και δεν μπορεί να αποκλειστεί αυτομάτως χωρίς να είχε την ευκαιρία να εξηγήσει την εν λόγω προσφορά..

Σε κάθε περίπτωση, μια αριθμητική μέθοδος θα πρέπει να εφαρμόζεται με προσοχή για διάφορους λόγους, όπως έχει επανειλημμένα επισημαίνει η ομοσπονδία μας με επιστολές της :
• Μια τέτοια μέθοδος μπορεί να είναι παραπλανητική σε περιπτώσεις που υποβλήθηκε πολύ μικρός αριθμός προσφορών.
• Η μέση τιμή των προσφορών που χρησιμοποιούνται ως σημείο αναφοράς μπορεί να επηρεαστεί από τις “υπερβάσεις”. Ο όρος αυτός αναφέρεται σε πολύ υψηλές προσφορές “ευγένειας”, στις οποίες ένας οικονομικός φορέας συμμετέχει σε διαδικασία σύναψης συμβάσεων με σκοπό να προσελκύσει την προσοχή της αναθέτουσας αρχής στην ύπαρξή του, αλλά δεν αναμένει να λάβει τη σύμβαση. Για το λόγο αυτό, η νομοθεσία σε ορισμένα κράτη μέλη αποκλείει τέτοιες υπερβάσεις από μια μέση αξιολόγηση τιμών.
• Μία σημαντικά χαμηλότερη τιμή μπορεί να είναι μια πραγματική και σωστή τιμή, όπου, για παράδειγμα, ορισμένοι οικονομικοί φορείς συνεννοήθηκαν σε ένα σύστημα εξειδικευμένων προσφορών και πρότειναν διογκωμένες τιμές, ενώ η προσφορά με σημαντικά χαμηλότερη τιμή έγινε από έναν πλειοδότη δεν συμμετέχουν στο εν λόγω καθεστώς.

Η πάγια πρόταση της ομοσπονδίας μας είναι ο αντικειμενικός προσδιορισμός του πραγματικού κόστους υλοποίησης μίας δημόσιας σύμβασης και η δημιουργία ενός συγκεκριμένου και επίσης αντικειμενικού πλαισίου της αιτιολόγησης της Α.Χ.Π. ενός οικονομικού φορέα. Όλοι έχουμε αντιληφθεί ότι οι Αναθέτουσες Αρχές δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την «ασθένεια» των Α.Χ.Π. είτε από ατολμία είτε από ευθυνοφοβία είτε από αδιαφορία. Εξάλλου δεν είναι η πρώτη φορά που ο Κλάδος έρχεται αντιμέτωπος με αυτή την παθογένεια. Το παρελθόν μας έχει δείξει ότι οποιαδήποτε πρόχειρη και επιφανειακή μέθοδος αντιμετώπισης του φαινομένου των Α.Χ.Π. δεν αποτελεί λύση. Στη σημερινή δε κατάσταση του Κλάδου ούτε καν βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα δεν θα υπάρξουν με μία πρόχειρη προσέγγιση.

Είναι γεγονός ότι η λύση θα προκύψει μόνο με συντονισμένες προσπάθειες της Πολιτείας και όλων των εμπλεκόμενων φορέων. Είναι γεγονός ότι όλοι μας, τόσο ο εργοληπτικός κόσμος όσο και η Πολιτεία, βρισκόμαστε σε ένα κομβικό σημείο και προκειμένου να μην οδηγηθεί ένας τόσο σημαντικός κλάδος της ελληνικής οικονομίας σε κατάρρευση πρέπει να συνεργαστούμε για να πετύχουμε την εξυγίανση και τον εκσυγχρονισμό του. Φυσικά τον πρωταγωνιστικό ρόλο έχει η Πολιτεία που παρ΄όλες τις συγκροτήσεις ειδικών ομάδων εργασίας από το Υπουργείο, τρία χρόνια μετά την ψήφιση του Ν4412 ο εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου δεν έχει ολοκληρωθεί, ο δε διάλογος του Υπουργείου με τον εργοληπτικό κόσμο είναι σχεδόν ανύπαρκτος. Η Πολιτεία οφείλει να συνδράμει τα μέγιστα στην :

• Αναβάθμιση των τεχνικών υπηρεσιών με εφαρμογή δράσεων εκσυγχρονισμού της Δημόσιας Διοίκησης με στόχο την ουσιαστική και όχι τυπολατρική Επίβλεψη των Έργων και τη σημαντική μείωση του απαιτούμενου χρόνου για την ολοκλήρωση των απαραίτητων διαδικασιών .
• Διάκριση των ρόλων των διαχειριστικών αρχών και αρμόδιους φορέων
• Κάλυψη των κενών σε στελέχωση των τεχνικών υπηρεσιών και συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στη διαχείριση και επίβλεψη των Δημοσίων Έργων
• Κωδικοποίηση, απλοποίηση και σταθεροποίηση του συνόλου της νομοθεσίας για τα Δημόσια Έργα
• Βελτιώσεις στο θεσμικό πλαίσιο των τεχνικών προδιαγραφών των υλικών και εκσυγχρονισμός των Τιμολογίων των Έργων.
• Δημιουργία μόνιμου οργανισμού παρακολούθησης κοστολόγησης έργων, επικαιροποίησης τεχνικών προδιαγραφών και Τιμολογίων Εργασιών

Τέλος και εξίσου σημαντικό είναι η βελτίωση των ίδιων των κατασκευαστικών επιχειρήσεων. Πρέπει πρώτα εμείς οι ίδιο να κατανοήσουμε τις αλλαγές που συντελούνται αλλά και αυτές που έπονται και να αποφασίσουμε τις δικές μας αλλαγές που αποτελούν προϋπόθεση για την επιβίωσή μας. Η ενεργή συμμετοχή μας στη διαρκή αναβάθμιση του χώρου με κανόνες διαφάνειας, ισονομίας και υγιούς ανταγωνισμού είναι η μόνη οδός για την επιχειρηματική επιβίωσή μας. Οφείλουμε πρώτοι εμείς να βάλουμε ένα τέλος στην επιχειρηματική «ανοησία» που διακρίνει στις μέρες μας τον Κλάδο. Οφείλουμε να κάνουμε την αυτοκριτική μας, να εντοπίσουμε τις δικές μας παθογένειες και να συμβάλλουμε σε όλες τις απαιτούμενες δράσεις και διαδικασίες για να αποτρέψουμε την πλήρη απαξίωσή μας.

ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟ ΕΡΓΟ Απόστολος Τσιακίρης Μέλος Ε.Ε. της Π.Ε.Σ.Ε.Δ.Ε.

  1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Οι Ανεξάρτητες (Διοικητικές) Αρχές αποτελούν νεοπαγή θεσμό για τα ελληνικά δεδομένα, προερχόμενο από αντίστοιχα Ευρωπαϊκά κι Αμερικανικά μοντέλα. Στο θεσμικό αυτό νεωτερισμό έχει ανατεθεί η κρατική εποπτεία επί ευαίσθητων τομέων της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής, με σκοπό αφενός την κοινωνική ρύθμιση και αφετέρου την προστασία των ατομικών ελευθεριών αλλά και των κοινωνικών δικαιωμάτων. Για να επιτευχθεί καλύτερα η αποστολή των Ανεξάρτητων Αρχών έχουν προικισθεί με εγγυήσεις πλήρους ανεξαρτησίας απέναντι στην κυβέρνηση και διακρίνονται από την εξειδίκευση, την εμπειρία και την τεχνοκρατική γνώση των προσώπων – μελών που τις απαρτίζουν σε σχέση με το συγκεκριμένο τομέα που εποπτεύουν. Οι Α.Α. παραμένουν αντικείμενο ενδιαφέροντος και λόγω της ιδιαίτερης φύσης τους και λόγω του δύσκολου πλην ουσιωδέστατου έργου που καλούνται να επιτελέσουν.

Η πρώτη Ανεξάρτητη Αρχή ιδρύεται το 1887 από το Κογκρέσο στις ΗΠΑ και είναι η Interstate Commerce Commission. Σκοπό είχε την αντιμετώπιση των μονοπωλιακών τάσεων στους σιδηροδρόμους και τη διασφάλιση του διαπολιτειακού εμπορίου. Η λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών εξαπλώθηκε κατά τη δεκαετία του 1930 με το New Deal του Φραγκλίνου Ρούσβελτ. Στην Ευρώπη με αρκετά μεγάλη χρονική καθυστέρηση – μόλις το 1950 – κάνει την εμφάνισή του ο θεσμός στη Γαλλία που άρχισε να δημιουργεί τις Autorites Administratives Independantes. Στη Βρετανία με αφορμή την αντιμετώπιση των κρατικών μονοπωλίων, τη δεκαετία του 1980, ξεκινά η σύσταση αντίστοιχων Ανεξάρτητων Αρχών που πήραν κυρίως τη μορφή ανεξάρτητων γραφείων. Στη σύγχρονη Ελλάδα οι Ανεξάρτητες Αρχές ξεκίνησαν να υφίστανται από το 1977 με την ίδρυση της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Αργότερα με το N.1866/89 ιδρύθηκε το ΕΣΡ και μόλις το 2001 το Ελληνικό Κοινοβούλιο προχώρησε στην Συνταγματική και Νομοθετική κατοχύρωσή τους.
Οι βασικοί λόγοι που οδήγησαν τις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες στην καθιέρωση και αποδοχή των ανεξάρτητων αρχών είναι οι παρακάτω :

• Η κρίση αναξιοπιστίας των σύγχρονων πολιτικών συστημάτων και η αποτυχία των αντιπροσωπευτικών θεσμών σε πολύ σημαντικούς τομείς. Εδώ μπορεί κάποιος, επεκτείνοντας τον παραπάνω λόγο να μιλήσει για ανάγκη πολιτικής ουδετεροποίησης κάποιων ευαίσθητων ζητημάτων της κοινωνικοοικονομικής ζωής.
• Η ανεπάρκεια της Δημόσιας Διοίκησης να διαχειριστεί νέα προβλήματα που προκύπτουν από τις συνεχώς αυξανόμενες προκλήσεις της σύγχρονης ζωής, κυρίως με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, σε ευαίσθητες περιοχές της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής. Τα νέα αυτά προβλήματα επιβάλλουν να θεσπιστούν νέου τύπου όργανα και θεσμοί που να υπερβαίνουν τους κλασικούς τρόπους αντιμετώπισης.
• Φιλελευθεροποίηση της οικονομίας, η οποία εκφράζεται με την οικοδόμηση ενιαίας αγοράς και την αναγόρευση του ελεύθερου κι ανόθευτου ανταγωνισμού σε καταστατική αρχή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. • Τέλος, η υποχρέωση της προσαρμογής της εθνικής μας νομοθεσίας ως προς την λειτουργία των νέων αυτών Διοικητικών Αρχών. Για παράδειγμα η δημιουργία της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η δημιουργία της Αρχής Προστασίας Δεδομένων, η δημιουργία του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης κλπ. επιβάλλεται από κανόνες τόσο του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου όσο και του εθνικού δικαίου.

2. Χαρακτηριστικά, Δομή και Λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών στην Ελλάδα.

Μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 δεν αμφισβητείται η ένταξη των Ανεξάρτητων Αρχών στην έννομη τάξη. Η συζήτηση, πλέον, περιστρέφεται γύρω από την καλύτερη δυνατή οριοθέτηση των σχέσεων μεταξύ νομοθετικής λειτουργίας – κυβερνητικής εξουσίας και Ανεξάρτητων Αρχών (π.χ. ορισμένο της θητείας των μελών, τρόπος εκλογής των μελών, έκταση κι ένταση του κοινοβουλευτικού ελέγχου κ.λπ.). Αφενός, η διασφάλιση της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας των Αρχών (άμεσα κρατικά όργανα μετά την αναθεώρηση του 2001) και, αφετέρου, η κανονιστική υπαγωγή των Α.Α. στα άρθρα 1 παρ. 2 και 3 Συντ. (δημοκρατική αρχή), 26 Συντ. (διάκριση των εξουσιών) και 43 Συντ. (νομοθετική εξουσιοδότηση)
καθιστούν τις Ανεξάρτητες Αρχές καταρχήν συμβατές με την –δυναμικώς ερμηνευόμενη- έννοια του κράτους δικαίου. Ως προς τη νομική φύση των Ανεξάρτητων Αρχών, μετά την αναθεώρηση του 2001, τίθεται το ερώτημα αν πρόκειται για ιδιόμορφα διοικητικά όργανα ή για «τέταρτη εξουσία». Η ένταξή τους στη διοικητική μηχανή του Κράτους, δηλαδή στην ιεραρχική δομή της εκτελεστικής εξουσίας, μοιάζει ασύμβατη με την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των μελών τους, η οποία λειτουργεί ως θεσμική εγγύηση της δράσης τους. Αντί να τις θεωρήσουμε «νομικά υβρίδια», δυσχερώς εναρμονισμένα με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, θα ήταν προτιμότερο να αντιμετωπίσουμε τις Α.Α. ως δημόσιες (με την ευρεία του όρου έννοια) παρά ως διοικητικές αρχές. Διά την εις άτοπον απαγωγή, οι Ανεξάρτητες Αρχές μπορούν να θεωρηθούν όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, καθώς δεν ανήκουν ούτε στη νομοθετική ούτε στη δικαστική λειτουργία. Η κατεξοχήν ρυθμιστική αρμοδιότητα των Α.Α. αποτελεί, συνεπώς, μια ενδιάμεση λύση που τοποθετείται ανάμεσα στην –συνήθη- κανονιστική δράση της διοίκησης και την δικαιοδοτική/κυρωτική δράση των δικαστηρίων. Εν κατακλείδι, οι Ανεξάρτητες Αρχές έχουν τρισυπόστατο χαρακτήρα, δηλαδή:

• είναι πολιτικά Ανεξάρτητες χάριν της προστασίας του μεμονωμένου ατόμου-πολίτη
• είναι Διοικητικές υπό την ευρεία έννοια του όρου, με ρυθμιστικά και εποπτικά καθήκοντα για την εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματος
• είναι Αρχές, εξοπλισμένες με επαρκείς αρμοδιότητες, προκειμένου να φέρουν εις πέρας την συνταγματική αποστολή τους.

Οι Ανεξάρτητες Αρχές διακρίνονται σε τέσσερις κατηγορίες:

1.Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν όσες έχουν ρόλο θεσμικής εγγύησης. Σε αυτή την κατηγορία εντάσσεται η Α.Δ.Α.Ε. (Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών) κι η Α.Π.Δ.Π.Χ. (Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα)

2.Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν αυτές που ασκούν εποπτεία, με σκοπό την εξασφάλιση αξιοπιστίας, αξιοκρατίας, διαφάνειας. Εδώ υπάγεται ο Σ. τ. Π. (Συνήγορος του Πολίτη).

3.Η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει τις Ανεξάρτητες Αρχές που σχετίζονται με τη ρύθμιση της αγοράς (μη συνταγματικά κατοχυρωμένες). Τέτοιες είναι για παράδειγμα η Επιτροπή Ανταγωνισμού κι η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας. Λόγω του ευμετάβλητου της αγοράς, θεωρήθηκε μη σκόπιμη η συνταγματική πρόβλεψή τους, που θα σήμαινε πιθανότατα αγκύλωσή τους.

4.Η τέταρτη κατηγορία εμπεριέχει αυτές που επιτελούν δύο ή περισσότερες από τις παραπάνω λειτουργίες, όπως για παράδειγμα το Ε.Σ.Ρ.

Όλες οι Α.Α διαθέτουν ορισμένα χαρακτηριστικά, που αποτελούν και κριτήρια ιδιότητας. Είναι όργανα συλλογικά, εθνικής εμβέλειας, με διοικητική, οικονομική και λειτουργική αυτοτέλεια. Σκοπός τους είναι η κοινωνική ρύθμιση, η προστασία των ατομικών ελευθεριών και των κοινωνικών δικαιωμάτων. Η συνταγματική αποστολή τους είναι η εξασφάλιση εγγυήσεων υπέρ του ατόμου και ο έλεγχος, δηλαδή η λογοδοσία και η διαφάνεια του κρατικού μηχανισμού. Τα μέλη τους απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική αυτοτέλεια, ορίζονται δε για ορισμένη θητεία από μη κυβερνητικούς φορείς. Δεν υπόκεινται σε ιεραρχικό έλεγχο ή στην εποπτεία της κεντρικής διοίκησης και υπόκεινται μόνο σε δικαστικό έλεγχο νομιμότητας. Έτσι δεν έχουν υποχρέωση υπακοής έναντι των οργάνων της εκτελεστικής λειτουργίας. Οι Α.Α. διαθέτουν γνωμοδοτικές, διαιτητικές, εξελεγκτικές και κανονιστικές (εκτός του Σ.τ.Π) αρμοδιότητες. Επιπλέον, οι αποφάσεις τους λειτουργούν δεσμευτικά για τα υπόλοιπα κρατικά όργανα.

3. Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. και Α.Ε.Π.Π.

Οι δύο Ανεξάρτητες Αρχές στην Ελλάδα που σχετίζονται άμεσα με την παραγωγή του Δημόσιου Έργου είναι η Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων και η Αρχή Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών.

3.1 Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων – Σκοπός – Αρμοδιότητες

Με τον υπ’αριθμ. 4013 Νόμο (ΦΕΚ Α΄ 204/15.09.2011) ψηφίστηκε η Σύσταση της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων :

Άρθρο 1 Σύσταση της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων – Σκοπός Συνιστάται Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων (στο εξής Αρχή), η οποία έχει σκοπό την ανάπτυξη και προαγωγή της εθνικής στρατηγικής, πολιτικής και δράσης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, τη διασφάλιση της διαφάνειας, αποτελεσματικότητας, συνοχής και εναρμόνισης των διαδικασιών ανάθεσης και εκτέλεσης των δημοσίων συμβάσεων προς το εθνικό και ευρωπαϊκό δίκαιο, τη διαρκή βελτίωση του νομικού πλαισίου των δημοσίων συμβάσεων, καθώς και τον έλεγχο της τήρησης του από τα δημόσια όργανα και τις αναθέτουσες αρχές. Η Αρχή απολαύει λειτουργικής ανεξαρτησίας, διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας και δεν υπόκειται σε έλεγχο ή εποπτεία από κυβερνητικά όργανα ή άλλη ανεξάρτητη ή διοικητική αρχή. Η Αρχή υπόκειται στον έλεγχο της Βουλής των Ελλήνων σύμφωνα με το άρθρο 138Α του Κανονισμού της Βουλής.

Άρθρο 2 Πεδίο εφαρμογής – Αρμοδιότητες της Αρχής «1. Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου ως δημόσιες συμβάσεις νοούνται οι δημόσιες συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο την εκτέλεση έργων, την προμήθεια αγαθών και την παροχή υπηρεσιών, κατά την εκάστοτε έννοια αυτών στην ισχύουσα νομοθεσία για τις δημόσιες συμβάσεις, όπως σήμερα ορίζεται στο Ν. 4412/2016 (Α΄147) και στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ ανεξαρτήτως όμως της εκτιμώμενης αξίας των συμβάσεων αυτών. Στον παρόντα νόμο υπάγονται και οι συμφωνίες – πλαίσιο, τα δυναμικά συστήματα αγορών, καθώς και οι συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων και υπηρεσιών κατά την έννοια της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας και ιδίως σήμερα κατά την έννοια του Ν. 4413/2016 (Α΄ 148) και της Οδηγίας 2014/23/ΕΕ. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται στις συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3978/2011 (Α΄ 137), στις συμβάσεις που εξαιρούνται από το νόμο αυτόν σύμφωνα με τα άρθρα 17 και 24 αυτού, καθώς και στις συμβάσεις που συνάπτονται δυνάμει του άρθρου 346 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).»

2.Η Αρχή έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

α) Εποπτεύει και συντονίζει τη δράση των φορέων της κεντρικής διοίκησης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων και μπορεί να συμμετέχει σε συλλογικά κυβερνητικά όργανα με αρμοδιότητα επί των δημοσίων συμβάσεων, τα οποία συνιστώνται σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 περίπτωση βτου π.δ. 63/2005 (Α 98). Επίσης, με σκοπό την ενοποίηση και ομοιόμορφη ανάπτυξη και εφαρμογή του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων, η Αρχή μπορεί να συγκαλεί συσκέψεις συντονισμού με εκπροσώπους των φορέων της κεντρικής διοίκησης και να συγκροτεί ομάδες εργασίας με τη συμμετοχή εκπροσώπων όλων των συναρμόδιων Υπουργείων. Με την απόφαση συγκρότησης των ομάδων εργασίας καθορίζονται το έργο κάθε ομάδας, ο χρόνος και ο τρόπος λειτουργίας της. Τα αρμόδια όργανα της κεντρικής, περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης προγραμματίζουν τις ανάγκες τους σχετικά με την εκτέλεση έργων, μίσθωση υπηρεσιών και προμήθεια αγαθών για το επόμενο έτος και διαβιβάζουν σχετικό πίνακα στην Αρχή για ενημέρωση της. β) Προάγει την εθνική στρατηγική στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων και μεριμνά για την τήρηση των κανόνων και αρχών της ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων. Ειδικότερα εισηγείται ρυθμίσεις προς τα αρμόδια εθνικά όργανα για την προσήκουσα εναρμόνιση της εθνικής έννομης τάξης προς το ευρωπαϊκό δίκαιο, την απλούστευση, συμπλήρωση, αναμόρφωση, κωδικοποίηση και ενοποίηση των σχετικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων του εθνικού δικαίου, καθώς και τον εξορθολογισμό των διοικητικών πρακτικών με σκοπό την ομοιόμορφη, ταχεία και προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος εφαρμογή αυτών και τη διασφάλιση της τήρησης προσηκουσών διαδικασιών ανάθεσης και εκτέλεσης των δημοσίων συμβάσεων. γ) Γνωμοδοτεί για τη νομιμότητα κάθε διάταξης σχεδίου νόμου ή κανονιστικής πράξης που αφορά στις δημόσιες συμβάσεις και συμμετέχει στις οικείες νομοπαρασκευαστικές επιτροπές. Τα αρμόδια όργανα οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τη γνώμη της Αρχής. Ειδικότερα: δ) Η Αρχή εκδίδει και αναρτά στην ιστοσελίδα της κανονισμούς για ειδικότερα τεχνικά ή λεπτομερειακά θέματα σχετικά με ζητήματα δημοσίων συμβάσεων που αφορούν ιδίως στην ερμηνεία της σχετικής εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας, λαμβανομένης υπόψη της εθνικής νομολογίας και της νομολογίας των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρέχει κατευθυντήριες οδηγίες προς τους αρμόδιους δημόσιους φορείς και τις αναθέτουσες αρχές με το ανωτέρω περιεχόμενο και εισηγείται στους αρμόδιους Υπουργούς την έκδοση σχετικών εγκυκλίων. Οι κατευθυντήριες οδηγίες αφορούν ιδίως θέματα ενοποίησης των διαδικασιών ελέγχου στο στάδιο που προηγείται της σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Οι αρμόδιοι δημόσιοι φορείς υποχρεούνται να διαβουλεύονται εγγράφως ή προφορικά με την Αρχή πριν την έκδοση οποιασδήποτε εγκυκλίου ή κατευθυντήριας οδηγίας. Σε περίπτωση διαφωνίας, οι εν λόγω φορείς οφείλουν να λάβουν υπόψη τη γνώμη της Αρχής και να αιτιολογούν εγγράφως τις θέσεις τους. ε) Η Αρχή εκδίδει πρότυπα τεύχη δημοπράτησης και σχέδια συμβάσεων μετά από διαβούλευση με τους κατά περίπτωση αρμόδιους δημόσιους φορείς. Διατάξεις νόμων που εξουσιοδοτούν άλλα όργανα για την έκδοση πρότυπων τευχών, όπως ιδίως οι διατάξεις των άρθρων 15 παρ. 2 του ν. 3669/2008 (Α116) και 11 παρ. 4 του ν. 3316/2005 (Α 42), παύουν να ισχύουν από το χρόνο που θα ορισθεί με τον Κανονισμό του άρθρου 7. Πρότυπα τεύχη δεσμευτικού χαρακτήρα που τυχόν έχουν εκδοθεί κατ` εξουσιοδότηση των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την έκδοση νέων προτύπων από την Αρχή. Η Αρχή διαμορφώνει επίσης κανόνες για την τυποποίηση των τεχνικών προδιαγραφών σε συνεργασία με τους αρμόδιους φορείς και ελέγχει την εναρμόνιση αυτών με τις γενικές αρχές του εθνικού και κοινοτικού δικαίου. στ) Η Αρχή παρακολουθεί και αξιολογεί την αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα των δράσεων των δημοσίων φορέων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, συμπεριλαμβανομένων των συναρμόδιων Υπουργείων, των αρμόδιων διοικητικών οργάνων άσκησης ελέγχου και εποπτείας, καθώς και των αναθετουσών αρχών, στο πλαίσιο του ισχύοντος εθνικού και ευρωπαϊκού νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου περί ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και γνώμη της Αρχής, μπορούν να προσδιορίζονται τα όργανα και η διαδικασία παρακολούθησης και αξιολόγησης των ανωτέρω δράσεων. ζ) Ασκεί δειγματοληπτικούς ελέγχους, αναζητώντας αυτεπαγγέλτως πληροφορίες και στοιχεία σχετικά με τις εν εξελίξει διαδικασίες προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων από τις αναθέτουσες αρχές και τους εμπλεκόμενους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς και καλεί σε ακρόαση τους εκπροσώπους τους για την παροχή πληροφοριών και στοιχείων. «Στο πλαίσιο της εν λόγω αρμοδιότητας η Αρχή δύναται να παραγγέλλει στα αρμόδια ελεγκτικά διοικητικά όργανα τη συλλογή στοιχείων και υποβολή πορισμάτων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων.» Τα αρμόδια δημόσια όργανα και οι αναθέτουσες αρχές οφείλουν να συνεργάζονται με την Αρχή, να παρέχουν σε αυτήν κάθε αναγκαία ή απαραίτητη σχετική πληροφορία και να συμμορφώνονται προς τις υποδείξεις της. Η Αρχή, εφαρμόζοντας μεθόδους αποτίμησης κινδύνων, εξετάζει ιδίως διαδικασίες προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ευρωπαϊκής νομοθεσίας ή συγχρηματοδοτούνται από ευρωπαϊκά προγράμματα. Εξετάζει επίσης όλες τις διαδικασίες προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων που αποτελούν αντικείμενο διερεύνησης εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης για φερόμενες παραβάσεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Τα πορίσματα της έρευνας της Αρχής επί των κατά τα ανωτέρω ελεγχόμενων διαδικασιών προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων κοινοποιούνται στην οικεία αναθέτουσα αρχή. Αν διαπιστωθεί από την Αρχή παραβίαση του εθνικού ή του ευρωπαϊκού δικαίου επί των δημοσίων συμβάσεων, η πρόοδος των διαδικασιών προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων που αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας από την Αρχή διακόπτεται με σχετική απόφαση της και δεν μπορεί να συνεχιστεί χωρίς απόφαση της που να παρέχει την έγγραφη συναίνεση της για την πρόοδο της σχετικής διαδικασίας. Τα εν λόγω πορίσματα μπορεί περαιτέρω να διαβιβάζονται στα αρμόδια δικαστήρια, ύστερα από αίτημα τους, και να παρέχονται, με μέριμνα της αναθέτουσας αρχής, σε κάθε ενδιαφερόμενο που αποδεικνύει έννομο συμφέρον για την άσκηση των νόμιμων δικαιωμάτων του. Επίσης, η Αρχή ενημερώνει άμεσα τα αρμόδια όργανα εποπτείας και ελέγχου, προκειμένου αυτά να επιληφθούν για την άσκηση των κατά το νόμο αρμοδιοτήτων τους και, σε περίπτωση παραβίασης του εθνικού και ευρωπαϊκού δικαίου, συντάσσει και αναρτά στην ιστοσελίδα της ειδική έκθεση, η οποία διαβιβάζεται στον Πρόεδρο της Βουλής και κοινοποιείται στα ως άνω αρμόδια όργανα. η) Εποπτεύει και αξιολογεί τα, κατά περίπτωση, αρμόδια ελεγκτικά διοικητικά όργανα στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων ως προς την άσκηση των καθηκόντων τους σύμφωνα με το ισχύον εθνικό και ευρωπαϊκό νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο και τις κατευθυντήριες οδηγίες της Αρχής. Τα εν λόγω όργανα οφείλουν να συμμορφώνονται προς τις οδηγίες της Αρχής. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και γνώμη της Αρχής, μπορούν να προσδιορίζονται τα όργανα και η διαδικασία εποπτείας και αξιολόγησης των ως άνω ελεγκτικών οργάνων. θ) Μπορεί να υποβάλει παρατηρήσεις για θέματα δημοσίων συμβάσεων, ιδίως δε για την ερμηνεία του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων, είτε γραπτά είτε προφορικά με δική της πρωτοβουλία ή ύστερα από αίτημα των αρμόδιων δικαστηρίων σε δίκες που διεξάγονται ενώπιον τους. Στην περίπτωση προφορικής διατύπωσης γνώμης την Αρχή εκπροσωπεί ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος, ή κατόπιν εξουσιοδότησης του Προέδρου, μέλος της Αρχής. Η Αρχή μπορεί να ζητεί, από το κατά περίπτωση αρμόδιο δικαστήριο, κάθε έγγραφο που κρίνεται αναγκαίο για τη διατύπωση της γνώμης της κατά τα προηγούμενα εδάφια. ι) Τηρεί Εθνική Βάση Δεδομένων Δημοσίων Συμβάσεων κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στον Κανονισμό Λειτουργίας της. Ιδίως: ια) Παρέχει συμβουλές στις αναθέτουσες αρχές με δική της πρωτοβουλία ή ύστερα από αιτήματα των τελευταίων, ιδίως κατά το στάδιο εκδίκασης ή εξέτασης προδικαστικών προσφυγών, σχετικά με τη νόμιμη διεξαγωγή των διαδικασιών ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων και την ομοιόμορφη εφαρμογή της ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων. ιβ) Συμμετέχει στα αρμόδια ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, ως πρωτεύουσα εθνική αρχή επικοινωνίας σχετικά με την ανταλλαγή απόψεων, πληροφοριών και στοιχείων που αφορούν την εθνική στρατηγική, το νομικό πλαίσιο και τις διαδικασίες προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων. Επίσης, συμμετέχει στην εκπροσώπηση της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς και συναντήσεις στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων. Στο πλαίσιο των παραπάνω αρμοδιοτήτων της αποτελεί το κεντρικό σημείο επικοινωνίας και συντονισμού των ελληνικών αρχών με τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σχετικά με φερόμενες παραβάσεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας επί των δημοσίων συμβάσεων, με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών περί παραβιάσεων της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και δικαστικής εκπροσώπησης της χώρας στα δικαστικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης Στην απάντηση των ελληνικών αρχών προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σχετικά με φερόμενες παραβάσεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας επί των δημοσίων συμβάσεων, προσαρτώνται υποχρεωτικά τα αποτελέσματα έρευνας της Αρχής, σχετικά με την προσήκουσα ερμηνεία, τήρηση και εφαρμογή των εν λόγω κανόνων στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στην υπό περίπτωση ζ αρμοδιότητάς της. ιγ) Συντάσσει και υποβάλλει στον Πρόεδρο της Βουλής, μέσα στο πρώτο τρίμηνο κάθε ημερολογιακού έτους, ετήσια έκθεση η οποία δημοσιεύεται στο διαδίκτυο και περιλαμβάνει αποτίμηση των πεπραγμένων της Αρχής, σύμφωνα με το σκοπό και τις αρμοδιότητες της, τις προτάσεις βελτίωσης του νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου και των διαδικασιών προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων που έχουν διατυπωθεί προς τους αρμόδιους φορείς και όργανα, καθώς και την πρόοδο της συμμόρφωσης των αρμόδιων φορέων και οργάνων με τις εν λόγω προτάσεις.

«3. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από σύμφωνη γνώμη της Αρχής με πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης, Υποδομών και Μεταφορών και του τυχόν κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, μπορεί να ανατίθενται στην Αρχή και άλλες αρμοδιότητες για την εκπλήρωση του σκοπού της. Για την επιστημονική υποστήριξη των αρμοδιοτήτων της Αρχής και τη διευκόλυνση της ασκήσεως τους, η Αρχή έχει πρόσβαση στο Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα της Διοικητικής Δικαιοσύνης και σε αυτό του Ελεγκτικού Συνεδρίου σύμφωνα με όρους που τίθενται από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα κατόπιν σχετικού αιτήματος της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. προ της υποβολής της σχετικής αιτήσεως προς τα οικεία ανώτατα δικαστήρια». Έχουμε όλοι διαπιστώσει στην πράξη τον κρίσιμο ρόλο της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. και τη συμβολή της στην παραγωγή του δημόσιου Έργου. Ιδιαίτερα μετά την ψήφιση του Ν4412/2016 η συμβολή της ήταν καθοριστική τόσο για τις Αναθέτουσες Αρχές όσο και για τους Οικονομικούς Φορείς, εξειδικεύοντας το νομοθετικό πλαίσιο, ενημερώνοντας και καθοδηγώντας τους εμπλεκόμενους φορείς μέσω των γενικών οδηγιών της. Βοήθησε στην εφαρμογή του νέου νόμου τόσο με την έκδοση των γνωστών πλέον σε όλους μας Πρότυπων Τευχών και Υποδειγμάτων , με πολλά διευκρινιστικά έγγραφα, με Κατευθυντήριες Οδηγίες, Συμβουλές και Τεχνικές Οδηγίες και κυρίως με διαρκή και ουσιαστική επικοινωνία. Η Ιστοσελίδα της Αρχής είναι ένα σημαντικό εργαλείο για όλου μας , εύκολη στη χρήση, ανοικτή και άμεση σε πληροφόρηση και υποστηρικτή στην υλοποίηση μίας Δημόσιας Σύμβασης.

3.2 Αρχή Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών – Σκοπός – Αρμοδιότητες

ΝΟΜΟΣ 4412/2016

ΒΙΒΛΙΟ IV : ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΝΑΨΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ

Ο Νόμος 4412/2016 στα άρθρα 345 έως 374 προσαρμόζεται στις επιταγές της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2007/66/ΕΟΚ και συστήνει ένα νέο όργανο, την Αρχή Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών, το οποίο έχει απώτερο στόχο να συμβάλλει στην αποτελεσματικότητα των διαδικασιών ανάθεσης. Ο Νομοθέτης δημιουργεί το νέο θεσμικό όργανο το οποίο θα παρέχει την προδικαστική προστασία και θα επιλύει διαφορές που ανακύπτουν κατά το στάδιο που προηγείται της σύναψης της σύμβασης. Αφαιρεί από την αναθέτουσα αρχή την αρμοδιότητα να κρίνει την προδικαστική προσφυγή καθώς πιστεύει ότι είναι αναποτελεσματικό το ίδιο όργανο που εκδίδει την αμφισβητούμενη πράξη να αποφαίνεται σε περίπτωση προσβολής της περί της εγκυρότητάς της.
Η αναθέτουσα αρχή σε περίπτωση ασκήσεως προδικαστικής προσφυγής έχει πλέον μόνο αρμοδιότητα να συντάσσει και να υποβάλλει τις απόψεις της στην ΑΕΠΠ.
Συνοπτικά ο Ν. 4412/2016 προβλέπει :

α) την άσκηση προδικαστικής προσφυγής με αίτημα :

  • έκδοσης προσωρινών μέτρων. Ο προσφεύγων καταθέτει αίτημα στην ΑΕΠΠ για την έκδοση πράξης αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης (366)
  • την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης (367)
  • την ακύρωση της καταρτισμένης σύμβασης (368)

β) Αίτηση αναστολής κατά της απόφασης της ΑΕΠΠ (372)
γ) Αίτηση ακύρωσης κατά της απόφασης της ΑΕΠΠ
δ) Αξίωση αποζημίωσης (373)

Άρθρο 347 : Σύσταση της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών

  1. Συνιστάται Αρχή Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών (ΑΕΠΠ), η οποία έχει ως έργο την επίλυση των διαφορών που ανακύπτουν κατά το στάδιο που
    προηγείται της σύναψης των συμβάσεων δημοσίων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, έπειτα από την άσκηση προδικαστικής προσφυγής. Η ΑΕΠΠ έχει ως έδρα την Αθήνα.

2. Η ΑΕΠΠ απολαύει λειτουργικής ανεξαρτησίας, διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας και δεν υπόκειται σε έλεγχο ή εποπτεία από κυβερνητικά όργανα ή άλλες διοικητικές αρχές. Υπόκειται μόνο στον έλεγχο της Βουλής, σύμφωνα με τον Κανονισμό της.


Η Αρχή συστάθηκε με το άρθρο 347. Είναι ένα ανεξάρτητο όργανο με υψηλά εχέγγυα θεσμικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Τα μέλη της δεσμεύονται μόνο από το Νόμο και τη συνείδησή τους και δεν δέχονται οδηγίες κατά την άσκηση των καθηκόντων τους . Έχει δικά της κονδύλια για εξασφαλίσει τη λειτουργία της τα οποία προέρχονται από την κράτηση 0,06 υπέρ ΑΕΠΠ επί όλων των συμβάσεων ανεξαρτήτου ποσού και ανεξάρτητα της πηγής χρηματοδότησης, εφόσον έχουν συναφθεί μετά την 22 Μαρτίου 2017. Υπόχρεος για την παρακράτηση είναι ο φορέας που πραγματοποιεί την πληρωμή

Η Αρχή αποτελείται από 31 μέλη από τα οποία ένα μέλος είναι ο Πρόεδρος της Αρχής ο οποίος διορίζεται με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου κατόπιν γνώμης των Θεσμών Επιτροπής και Διαφάνειας της Βουλής. Τα υπόλοιπα μέλη πρέπει να είναι νομικοί που έχουν τα προσόντα που απαιτεί ο Νόμος και επιλέγονται από το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού, τον ΑΣΕΠ. Η θητεία των μελών και του Προέδρου είναι πενταετής. Για κάθε παράβαση των υποχρεώσεων τους υπέχουν πειθαρχική ευθύνη.

Η ΑΕΠΠ συνεδριάζει σε 10 κλιμάκια και κάθε κλιμάκιο αποτελείται από 3 μέλη. Οι αποφάσεις λαμβάνονται με πλειοψηφία κατόπιν φανερής ψηφοφορίας και πρέπει να είναι αιτιολογημένες. Η γνώμη της μειοψηφίας αναγράφεται στην απόφαση υποχρεωτικά. Κάτι ακόμα που αξίζει να σημειώσουμε είναι ότι σε περίπτωση που κάποιο θέμα είναι μεγάλης σπουδαιότητας ή προκειμένου να αποφευχθεί η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων η ΑΕΠΠ θα συνεδριάσει με αυξημένη σύνθεση. Πολλοί έχουν χαρακτηρίσει τα καθήκοντα της Αρχής ως «Οιονεί δικαστικά καθήκοντα».

Μία σημαντική καινοτομία του νέου νόμου είναι ότι οι διατάξεις που αφορούν την έννομη προστασία εφαρμόζονται σε διαφορές που προκύπτουν κατά τη διαδικασία ανάθεσης συμβάσεων έργων, μελετών, προμηθειών και υπηρεσιών και τροποποίησης αυτών με εκτιμώμενη αξία άνω των 60.000 ευρώ χωρίς το ΦΠΑ και ανεξάρτητα από τη φύση τους. Είναι σημαντικό να
προσέξουμε ότι ενώ ο Ν. 4412/2016 θα μπορούσε να εφαρμόζεται σε συμβάσεις που εμπίπτουν στα χρηματικά κατώφλια των οδηγιών 2014/24 και 2015/25, ο έλληνας νομοθέτης επέλεξε να παρέχει την προστασία της προδικαστικής προσφυγής σε όλες τις συμβάσεις με εκτιμώμενη αξία προ ΦΠΑ ανώτερη των 60.000 ευρώ και ανεξάρτητα από τη φύση τους.

Μέσα σε δύο χρόνια η Αρχή έχει να επιδείξει ένα πολύ σημαντικό έργο. Μέχρι σήμερα και με ενεργοποίηση της πλήρους αρμοδιότητάς της μόλις το Μάρτιο 2018, η ΑΕΠΠ εξέδωσε περίπου 1151 αποφάσεις, εκ των οποίων μόλις για τις 290 έγιναν αιτήσεις αναστολής και μόλις οι 65 έγιναν δεκτές. Εν ολίγοις η ΑΕΠΠ ικανοποιεί πλήρως τη νομοθετική επιταγή για επίκαιρη επίλυση των εν λόγω διαφορών Οι αποφάσεις της ΑΕΠΠ, η οποία ελέγχει τη νομιμότητα του προσυμβατικού σταδίου των δημοσίων συμβάσεων, εκδίδονται σε μέσο χρόνο 37 ημερών, ενώ οι αντίστοιχες των προσωρινών μέτρων σε αντίστοιχο 7 ημερών. Η Αρχή ως ανεξάρτητο και αμερόληπτο όργανο, εξετάζει τις προσφυγές κατά πράξεων των Αναθετουσών Αρχών, τις οποίες οι οικονομικοί φορείς ασκούν υποχρεωτικά πριν την προσφυγή τους στα αρμόδια δικαστήρια, καταβάλλοντας υπέρ της το εκ του ν. 4412/2016 παράβολο, προκειμένου να αποφεύγονται προδήλως απορριπτέες προσφυγές. Ασκεί «οιονεί δικαιοδοτικό έργο», χωρίς όμως να χαίρει «ασυλίας», μιας και οι αποφάσεις της ελέγχονται δικαστικά από το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα Διοικητικά Εφετεία. Το έργο της δεν συγκλίνει, ούτε συγκρούεται με το αντικείμενο της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων, η οποία έχει γνωμοδοτικό και ελεγκτικό χαρακτήρα.

Η άποψη της Π.Ε.Σ.Ε.Δ.Ε. είναι ότι η θέσπιση των δύο Αρχών της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. και της Α.Ε.Π.Π. είναι ένα πολύ θετικό βήμα για το θεσμό των Δημοσίων Συμβάσεων διότι ασκούν εποπτεία στη Δημόσια Διοίκηση, προστατεύουν και τα δύο συμβαλλόμενα μέρη και διευρύνουν τη Δημοκρατία αφού είναι ένας ακόμη θεσμός ελέγχου του πολιτικού συστήματος. Επιθυμία της δε είναι η επέκταση της δράσης τους – κυρίως της Α.Ε.Π.Π. – και στο στάδιο της εκτέλεσης μίας Δημόσιας Σύμβασης. Πιστεύουμε ότι ο «εγγυητικός» ρόλος των Α.Α., ο γνωμοδοτικός και ελεγκτικός ρόλος της Ε.Α.ΔΗ.ΣΥ. και το «δικαιοδοτικό» έργο της Α.Ε.Π.Π., και κυρίως η θωράκιση του έργου τους με τα εχέγγυα της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας, θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στα πλαίσια της υλοποίησης μίας Δημόσιας Σύμβασης . Υπό τις τρέχουσες δύσκολες επαγγελματικές συνθήκες η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα που έχουν επιδείξει οι Αρχές ήταν για τον εργοληπτικό κόσμο μία «όαση». Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι Αρχές δεν θα μπορούσαν να γίνουν ακόμη καλύτερες σε δομικό ή νομικό επίπεδο. Η ενίσχυση της Α.Ε.Π.Π. με ανθρώπινο δυναμικό όπως και ο περαιτέρω εξοπλισμός της, είναι κατά τη γνώμη μας απαραίτητη ώστε να μην περιορίζεται ο ρόλος της στο προσυμβατικό στάδιο, σε τέτοιο όμως βαθμό που να μην προϊδεάζει ως δημιουργία άλλης μιας «δημόσιας υπηρεσίας».

Για την επιτυχημένη διοργάνωση του 75ου Συνεδρίου θα θέλαμε να εκφράσουμε τις θερμές ευχαριστίες στους ΧΟΡΗΓΟΥΣ μας: THRAKON YTONG, ΥΔΑΤΩΡ AE, STAHLWELD AE, ΙΩΑΝΝΗΣ Α. ΣΙΑΓΚΡΗΣ ΕΠΕ, FIBRAN AE, SALFO ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΑΕ, TRUCK & CARGO INSURANCE SAMOLADAS, ΟΛΥΜΠΙΟ ΒΗΜΑ, FOCUS 103.6 fm, VORIA.GR.

Διαβάστε επίσης

Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για λόγους επισκεψιμότητας και στατιστικών. Συνεχίζοντας την περιήγηση, αποδέχεστε τη χρήση αυτών των cookies Αποδοχή Περισσότερα