Φώτης Κατσίγιαννης Πρόεδρος της ΑΕΠΠ: «Δεν έχει εμπεδωθεί απ` όλους η θεσμική διάσταση της αποστολής και των αρμοδιοτήτων της ΑΕΠΠ»

Συνέντευξη του Προέδρου της ΑΕΠΠ στο «Εργοληπτικόν βήμα Νο_121»

Σε 2.000 περίπου αναμένεται να ανέλθουν οι υποθέσεις που θα έχει κληθεί να επιλύσει η Αρχή Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών το 2020, όπως αναφέρει σε συνέντευξή του στο «Εργοληπτικόν βήμα Νο_121» ο Πρόεδρος της ΑΕΠΠ και Πρόεδρος Εφετών Δ.Δ. ε.τ.  κ. Φώτιος Κατσίγιαννης. Ο ίδιος, αποτιμά θετικά την πρώτη τριετία ζωής και λειτουργίας του «συσταθέντος εκ του μηδενός», όπως λέει, θεσμού. Δεν παραλείπει όμως, να κάνει λόγο για ατέλειες που διαπιστώθηκαν και χρήζουν βελτιωτικών παρεμβάσεων.

Έχουν συμπληρωθεί τρία και πλέον χρόνια από την έναρξη λειτουργίας της ΑΕΠΠ και από τότε που προΐστασθε αυτής: Ποια είναι η αποτίμηση αυτής της τριετούς διαδρομής εκ μέρους σας και εκ μέρους της ΑΕΠΠ;

Είχα την τιμή και την ευθύνη να αναλάβω την προεδρία της ΑΕΠΠ κατά την έναρξη λειτουργίας της. Με δεδομένο ότι η Αρχή αποτελεί έναν θεσμικό νεωτερισμό στην ελληνική έννομη τάξη, η ανάληψη της θέσης αυτής ήταν – και εξακολουθεί να είναι – μία πρόκληση θεσμική, διοικητική, αλλά και προσωπική.

Αποτιμώντας την πρώτη αυτή τριετία, εκτιμώ ότι η ίδια η απρόσκοπτη λειτουργία της Αρχής και η άσκηση της αρμοδιότητάς της σε πρωτοφανείς για τη Δημόσια Διοίκηση χρόνους είναι σημαντικά επιτεύγματα, ιδίως αν λάβουμε υπόψη όλα τα οργανωτικά και λειτουργικά προβλήματα ενός δημόσιου φορέα συσταθέντος εκ του μηδενός. Η ΑΕΠΠ ασκώντας την αρμοδιότητα επίλυσης όλων των διαφορών που δημιουργούνται στο πλαίσιο ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων άνω των 60.000 ευρώ πανελλαδικά, έχει ήδη συντελέσει στην ερμηνεία των ευρωπαϊκών και εθνικών διατάξεων που θεσπίστηκαν ή ενσωματώθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη ταυτόχρονα με την ίδρυση της Αρχής (Ν. 4412/2016, Οδηγίες 2014/24/ΕΕ, 2014/25/ΕΕ).      Χωρίς να υποτιμώ δε καμία μικρότερη διαγωνιστική διαδικασία, θα ήθελα να επισημάνω ότι έχουμε ήδη αντιμετωπίσει με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα υποθέσεις μεγάλης αναπτυξιακής σημασίας για τη χώρα (ΟΛΠ, Ελληνικό, ΤΡΑΙΝΟΣΕ, ΒΟΑΚ κ.λπ.).

Παράλληλα, αντιμετωπίσαμε όλα τα διοικητικά προβλήματα που αυτονόητα συνόδευαν τη νεοσύστατη Αρχή. Καταφέραμε να λειτουργήσουμε αρχικά με μη εξειδικευμένο προσωπικό αποσπασμένο και ΙΔΟΧ͘˙προχωρήσαμε σε προσλήψεις και διορισμούς σε συνεργασία με το ΑΣΕΠ και βρισκόμαστε σε διαδικασία εκπαίδευσης, αξιοποίησης και αξιολόγησης του νέου προσωπικού͘˙καλύψαμε τις λειτουργικές ανάγκες της ΑΕΠΠ φροντίζοντας πάντα για τη χρηστή διαχείριση των οικονομικών της πόρων͘˙παγιώσαμε διοικητικές διαδικασίες για την βέλτιστη λειτουργία της Αρχής. Ταυτόχρονα, εκπροσωπούμε τη χώρα στο δίκτυο ομόλογων αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ανταποκρινόμαστε στις προσκλήσεις κλαδικών και τοπικών φορέων για την παρουσίαση του έργου της Αρχής και την επιστημονική μας τοποθέτηση επί ζητημάτων δημοσίων συμβάσεων. Το 2019 πραγματοποιήσαμε ένα πολύ επιτυχημένο διήμερο συνέδριο και ετοιμάζαμε το δεύτερο, πριν μας σταματήσει ο κορωνοϊός.

Ευκαιρίας δοθείσης, θα ήθελα να επισημάνω ότι η ΑΕΠΠ είναι από τις ελάχιστες δημόσιες υπηρεσίες που δεν ανέστειλε ούτε μερικώς τη λειτουργία της κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης. Τηρώντας από την πρώτη στιγμή απολύτως όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα υγείας και ασφάλειας, λειτουργήσαμε πλήρως με πλήρη συνείδηση της αποστολής μας και του ρόλου μας και κατά τη δύσκολη αυτή περίοδο, ώστε να μην καθυστερήσουν οι εξελισσόμενες διαγωνιστικές διαδικασίες, να διεκπεραιωθούν διαδικασίες που αφορούσαν συμβάσεις σχετικές με τον COVID – 19 κ.λπ.

Ως επικεφαλής της προσπάθειας αυτής δεν μπορώ παρά να είμαι περήφανος για τον αριθμό και την ποιότητα των αποφάσεων της ΑΕΠΠ, για την ταχύτητα της διαδικασίας που κυμαίνεται σε 45 περίπου ημέρες για την έκδοση οριστικής απόφασης, για το γεγονός ότι η ΑΕΠΠ έχει λειτουργήσει ως φίλτρο μεταξύ αφενός αναθετουσών αρχών και οικονομικών φορέων και αφετέρου Δικαστηρίων, στα οποία καταλήγει μικρό ποσοστό από τις διαφορές που επιλύουμε.

Εξυπακούεται, όμως, ότι δεν στέκομαι μόνο στα θετικά. Θεωρώ ότι μπορούμε να βελτιώσουμε τόσο τον χρόνο έκδοσης όσο και την ποιότητα και το περιεχόμενο των αποφάσεων. Περαιτέρω, η λειτουργία της ΑΕΠΠ και οι όποιες «αρρυθμίες» παρατηρήθηκαν ανέδειξαν και τις ατέλειες του θεσμικού πλαισίου που τη διέπει. Όπως υποχρεούμαστε από το θεσμικό πλαίσιο, αλλά και έχοντας συνείδηση της αποστολής μας, υποβάλουμε προτάσεις βελτίωσης που περιέχονται και στις ετήσιες εκθέσεις πεπραγμένων τη Αρχής.

Συνολικά, λοιπόν, θεωρώ ότι η πρώτη τριετία λειτουργίας της ΑΕΠΠ έκλεισε με θετικό πρόσημο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επαναπαυόμαστε, αλλά αντιθέτως ότι, με αυτή την παρακαταθήκη, προσπαθούμε συνεχώς να βελτιωνόμαστε.

Η λειτουργία της ΑΕΠΠ έχει πλέον παγιωθεί και οι εργοληπτικές επιχειρήσεις θεωρούν ότι η ίδρυσή της υπήρξε ουσιαστική τομή στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων. Εσείς πως αξιολογείτε τον ρόλο της ΑΕΠΠ;

Πράγματι τα μηνύματα που λαμβάνουμε τόσο από τις αναθέτουσες αρχές όσο και από τους οικονομικούς φορείς είναι στην πλειονότητά τους θετικά. Φαίνεται ότι η ΑΕΠΠ έχει εδραιώσει την παρουσία της όχι μόνο θεσμικά, αλλά και στη συνείδηση των παραγόντων της αγοράς των δημοσίων συμβάσεων ως φορέας αμεροληψίας, διαφάνειας και ασφάλειας δικαίου. Ένδειξη της αυξανόμενης εμπιστοσύνης των οικονομικών φορέων έναντι της ΑΕΠΠ αποτελεί η συνεχής αύξηση του αριθμού των προσφυγών (ενδεικτικά από περίπου 1.600 το 2019 πλησιάζουμε τις 2.000 το 2020). Κατά το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς υπήρχε ταύτιση μεταξύ ελέγχοντος και ελεγχόμενου, αφού οι προδικαστικές προσφυγές κρίνονταν από όργανα της αναθέτουσας αρχής. Η αλλαγή του συστήματος αυτού και η ανάθεση της αρμοδιότητας σε ένα τρίτο όργανο, με αυξημένα θεσμικά εχέγγυα, φαίνεται να έχει λειτουργήσει θετικά, καθόσον εξοβελίζει τις παθογένειες του παρελθόντος και υπηρετεί τον αντικειμενικό και αμερόληπτο διοικητικό έλεγχο. Περαιτέρω, η επίλυση των διαφορών από νομικούς επιστήμονες αυξημένων προσόντων και εμπειρίας στο αντικείμενο των δημοσίων συμβάσεων περιορίζει ουσιωδώς την ανάγκη προσφυγής στο στάδιο της δικαστικής προστασίας και πραγματώνει τη νομοθετική στόχευση ταχείας και αποτελεσματικής επίλυσης των διαγωνιστικών διαφορών σε τομείς αιχμής της εθνικής οικονομίας με άμεση αντανάκλαση στους δείκτες οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.

Εκτιμώ ότι σ’ αυτά τα τρία χρόνια θα έχετε διαγνώσει και τα τυχόν προβλήματα στην λειτουργία της ΑΕΠΠ. Υπάρχουν τέτοια προβλήματα και εάν ναι σε ποιο βαθμό επηρεάζουν την λειτουργία της ΑΕΠΠ;

Όπως είπα και προηγουμένως, δεν στεκόμαστε μόνο στα θετικά. Είναι πρακτικά αδύνατο το σύνολο της δράσης της ΑΕΠΠ και ενός έκαστου των στελεχών της ατομικά να αποτιμώνται ως πλήρως επιτυχημένα. Κατ’ αρχάς, η εμπέδωση της θεσμικής διάστασης της θέσης μας, της αποστολής μας και των αρμοδιοτήτων μας ως Μελών ανεξάρτητης διοικητικής αρχής δεν είναι δεδομένη για όλους. Αυτό έχει δημιουργήσει διοικητικά προβλήματα, όπως κάποιες ελάχιστες περιπτώσεις σιωπηρών απορρίψεων, καθυστερήσεις, εμπλοκές και, σε ορισμένες περιπτώσεις, αδυναμία άσκησης των καθηκόντων. Θεωρώ ότι με το πέρασμα του χρόνου και την καθιέρωση του έργου της ΑΕΠΠ αφενός η συμμετοχή στις διαδικασίες πλήρωσης των θέσεων Μελών της ΑΕΠΠ θα είναι πιο συνειδητή εκ μέρους των υποψηφίων και αφετέρου η διαδικασία θα γίνεται όλο και πιο επιλεκτική. Στο ίδιο πνεύμα θεωρώ ότι και η δυνατότητα άπαξ ανανέωσης της θητείας των Μελών που αξιολογούνται θετικά θα παρείχε κίνητρο για την προσέλκυση στελεχών υψηλού επιπέδου.

Περαιτέρω, το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της ΑΕΠΠ χρειάζεται βελτίωση και αποσαφήνιση. Ενδεικτικά αναφέρω:

  • α) την ανάγκη βελτιώσεων στη διαδικασία εξέτασης των προδικαστικών προσφυγών (κατάθεση υπομνημάτων, συμμόρφωση της ΑΕΠΠ προς δικαστικές αποφάσεις, θέσπιση Τμημάτων Διακοπών, επιστροφή παραβόλων σε περιπτώσεις δικαστικής αναστολής ή ακύρωσης των αποφάσεων της ΑΕΠΠ κ.λπ.),
  • β) την ανάγκη λεπτομερέστερης διάκρισης των αρμοδιοτήτων μεταξύ των οργάνων της ΑΕΠΠ,
  • γ) τον εξορθολογισμό της στελέχωσής της και των περιγραμμάτων των αρχικά προβλεπόμενων θέσεων εργασίας βάσει της μέχρι τώρα εμπειρίας από τη λειτουργία και τις ανάγκες της,
  • δ) την ανάγκη πλήρους ψηφιοποίησης του συνόλου των διαδικασιών και την κατάργηση κάθε πρόβλεψης για έγχαρτη διαδικασία, μέχρι και την δικαστική επίλυση των διαφορών, ώστε να απελευθερωθούν ανθρώπινοι πόροι που θα αξιοποιηθούν στην εν γένει βελτίωση των υπηρεσιών μας.
Έχετε κάνει στατιστικές αξιολογήσεις σχετικά με τις αποφάσεις της ΑΕΠΠ και συγκεκριμένα πόσες αποφάσεις αυτής προσβάλλονται στα δικαστήρια και πόσες αποφάσεις της ΑΕΠΠ ανατρέπονται από τα δικαστήρια;
Η ΑΕΠΠ έχει από τον Οργανισμό της υποχρέωση να τηρεί στατιστικά στοιχεία σχετικά με την άσκηση της αρμοδιότητάς της. Πράγματι τηρούμε και επεξεργαζόμαστε τα στοιχεία σχολαστικά και, μάλιστα, αυτά αποδεικνύονται πολύ βοηθητικά για την αξιολόγηση της δραστηριότητάς μας. Από τα στατιστικά δεδομένα μας προκύπτει ότι 25% -30% των αποφάσεων της ΑΕΠΠ προσβάλλονται κατ’ έτος με αίτηση αναστολής ενώπιον των αρμόδιων Δικαστηρίων. Το ποσοστό των αποφάσεων της ΑΕΠΠ που αναστέλλονται δικαστικά δεν ξεπερνά κατ’ έτος το 5%.Περαιτέρω, με αίτηση ακύρωσης προσβάλλονται αποφάσεις σε ποσοστό μικρότερο του 10% και ακυρώνονται δικαστικά λιγότερες από 1% κατ’ έτος. Για περισσότερες λεπτομέρειες σας παραπέμπω στις αναρτημένες ετήσιες εκθέσεις πεπραγμένων της ΑΕΠΠ, όπου δημοσιεύουμε αναλυτικά στατιστικά στοιχεία επιβεβαιώνοντας την προσήλωσή μας στη διαφάνεια της δράσης της Δημόσιας Διοίκησης.

Υπάρχει μια γενική εντύπωση ότι στην ΑΕΠΠ εκδίδονται αντιφατικές αποφάσεις. Αυτό είναι αλήθεια και εάν ναι πως αυτό δικαιολογείται; Δεν θα έπρεπε να υπάρχει ενότητα νομολογιακή για λόγους ασφαλείας του δικαίου και προστασίας του κύρους του θεσμού;

Κατ’ αρχάς, θέλω να επισημάνω ότι τα Μέλη της ΑΕΠΠ απολαύουν λειτουργική ανεξαρτησία, δηλαδή αποφασίζουν δεσμευόμενα μόνο από το νόμο και τη συνείδησή τους, χωρίς να λαμβάνουν οδηγίες από οποιοδήποτε άλλο όργανο. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ερμηνείας του νόμου, ο κίνδυνος αντιφατικών αποφάσεων είναι πάντα υπαρκτός, αφού οι υποστηρίξιμες ερμηνείες μπορεί να είναι περισσότερες από μία. Από την άλλη πλευρά, αυτό που οι οικονομικοί φορείς αντιλαμβάνονται συχνά ως αντίφαση είναι, στην πραγματικότητα, η υπαγωγή στις ίδιες διατάξεις διαφορετικών πραγματικών στοιχείων, με αποτέλεσμα τη διαφοροποίηση των συμπερασμάτων.

Έχοντας αναφέρει τα ανωτέρω, οφείλω να ομολογήσω ότι εντοπίζονται και περιπτώσεις αυθεντικά αντιφατικών αποφάσεων της ΑΕΠΠ. Στο μέτρο που μας αφορά, δρώντας προληπτικά και αξιοποιώντας τη σχετική νομοθετική πρόβλεψη, όταν αναγνωρίζουμε τον κίνδυνο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, εισάγουμε τις σχετικές υποθέσεις προς κρίση από την Επταμελή Σύνθεση της ΑΕΠΠ. Περαιτέρω, αναρτούμε χωρίς καθυστέρηση (ανωνυμοποιημένες) τις αποφάσεις όλων των Κλιμακίων της ΑΕΠΠ, ώστε κάθε Μέλος να μπορεί να συμβουλεύεται τις αποφάσεις των λοιπών Κλιμακίων. Ζητούμενο είναι και η εναρμόνιση των αποφάσεων της ΑΕΠΠ με τη νομολογία των αρμόδιων Δικαστηρίων. Για τη διευκόλυνση του έργου αυτού, έχουμε ήδη προτείνει την ηλεκτρονική διασύνδεση της ΑΕΠΠ με τις βάσεις δεδομένων της Διοικητικής Δικαιοσύνης, ώστε να έχουμε πλήρη πρόσβαση στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και των Διοικητικών Δικαστηρίων περί Δημοσίων Συμβάσεων.

Παρατηρείται ότι η ΑΕΠΠ εκδίδει αποφάσεις πολυσέλιδες με επαναλαμβανόμενη αιτιολογία. Αυτό επιβάλλεται εκ του νόμου ή εκ των περιστάσεων ή αποτελεί υπερβάλλουσα εκδήλωση της ανάγκης αιτιολόγησης των αποφάσεων; Γιατί υπάρχει και ο αντίλογος, που θέλει οι αποφάσεις της ΑΕΠΠ να έχουν συντετμημένη αιτιολόγηση.

Πολύ συχνά καλούμαστε να αποφασίσουμε επί προσφυγών πολυσέλιδων, με πληθώρα προβαλλόμενων λόγων με λεπτομερειακά νομικά και τεχνικά ζητήματα. Αυτονόητα οι αποφάσεις επί των προσφυγών αυτών έχουν αντίστοιχο μέγεθος, οπότε, αν μου επιτρέπετε, θα ήθελα να ενθαρρύνω τους οικονομικούς φορείς και τους νομικούς τους παραστάτες να είναι προσεκτικοί κατά τη σύνταξη των προσφυγών και των λοιπών εγγράφων τους.

Περαιτέρω, όπως προανέφερα, στο πλαίσιο της ανεξαρτησίας τους, τα Μέλη της ΑΕΠΠ διαμορφώνουν τις αποφάσεις τους κατά τον τρόπο που τα ίδια θεωρούν προσφορότερο. Έχοντας δε υπόψη ότι ελάχιστες αποφάσεις της ΑΕΠΠ αναστέλλονται ή ακυρώνονται λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας, έχουμε σίγουρα αποφύγει τις αναπομπές για συμπλήρωση αιτιολογίας και την καθυστέρηση που αυτές συνεπάγονται.

Από εκεί και πέρα, κατά την προσωπική μου άποψη – και την πρακτική που και ο ίδιος ακολουθούσα ως Δικαστής – οι αποφάσεις πρέπει να περιέχουν, όχι συντετμημένη, αλλά την όλως απαραίτητη για τη τεκμηρίωσή τους αιτιολογία. Καλό είναι να έχουμε κατά νου ότι οι αποφάσεις της ΑΕΠΠ δεν είναι επιστημονικές δημοσιεύσεις, αλλά διοικητικές πράξεις, οι οποίες, στο πλαίσιο του διενεργούμενου ελέγχου νομιμότητας, πρέπει να περιέχουν όλα τα απαραίτητα, αλλά όχι περιττά, στοιχεία για την τεκμηρίωση του διατακτικού τους. Προς αυτή την κατεύθυνση ενθαρρύνω τα Μέλη, σεβόμενος πάντα, όπως προανέφερα, την ανεξαρτησία και την προσωπική νομική συγκρότησή τους.

Υπάρχει διαδικασία αξιολόγησης των μελών της ΑΕΠΠ; Με ποιόν τρόπο εσείς αντιμετωπίζετε το ζήτημα αυτό;

Τα Μέλη των ανεξάρτητων αρχών δεν υπόκεινται στην αξιολόγηση των στελεχών του Δημοσίου Τομέα κατά Ν. 4369/2016. Υπάρχει, βέβαια, πειθαρχική διαδικασία, η οποία εφαρμόζεται σε περίπτωση παραπτωμάτων και η οποία είναι αρκετά δυσκίνητη, όπως έχω επισημάνει και στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής. Προσωπικά, δεν είμαι αντίθετος στη θέσπιση συστήματος αξιολόγησης των Μελών με αντικειμενικά και μετρήσιμα κριτήρια.

Οι εργοληπτικές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν ένα σοβαρό πρόβλημα κατά την επίλυση των διαφορών, που αναφύονται κατά την εκτέλεση των δημοσίων συμβάσεων, και αυτό είναι η μεγάλη χρονική υστέρηση από πλευράς ενδικοφανούς διαδικασίας όσο και από πλευράς δικαστικής κρίσεως. Για να επιλυθεί δε μια τέτοια διαφορά χρειάζεται 5-6 χρόνια και σε πολλές περιπτώσεις 10 χρόνια. Ούτε ο νόμος 4412/2016 έλυσε το πρόβλημα αυτό, ούτε, εξ όσων γνωρίζουμε, ο υπό διαμόρφωση νέος νόμος περί των δημοσίων συμβάσεων λύνει το πρόβλημα. Εσείς με την εμπειρία σας πιστεύετε ότι υπάρχει λύση στο ζήτημα αυτό; Υπάρχουν προτάσεις, που θα βοηθήσουν στην απεμπλοκή του προβλήματος;

Κάποια βήματα έγιναν με τον Ν. 4412/2016, ο οποίος τουλάχιστον περιόρισε την ενδικοφανή διαδικασία σε ένα στάδιο. Πράγματι, το γεγονός ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων βλέπαμε τις αιτήσεις θεραπείας (ήδη ενστάσεις) να απορρίπτονται σιωπηρά από τη Διοίκηση ήταν αρνητικό. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που επιμένω πολύ στο γεγονός ότι η ΑΕΠΠ δεν αφήνει τις προσφυγές να απορρίπτονται σιωπηρά, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Θυμίζω, επίσης, ότι στις αγωγές δημοσίων συμβάσεων προβλέπεται και η δυνατότητα ενδοδικαστικής συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς. Με την προηγούμενη μου ιδιότητα ως Προέδρου Εφετών στο Διοικητικό Εφετείο Αθήνας μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι από πλευράς του Δικαστηρίου γινόταν πολύ σοβαρή προσπάθεια επιτάχυνσης των διαδικασιών με σύντομο προσδιορισμό (συνήθως εντός του ίδιου δικαστικού έτους από την κατάθεση), με περιορισμό των άσκοπων αναβολών και με προσωπική προσπάθεια από τους Δικαστές. Η λύση ως προς την επιτάχυνση των δικαστικών διαδικασιών είναι πάντα η ενίσχυση της Δικαιοσύνης με πόρους ανθρώπινους και υλικούς. Η εξειδίκευση των Δικαστών και η θέσπιση ειδικών τμημάτων δημοσίων συμβάσεων θα μπορούσε να επιταχύνει τις διαδικασίες υπό την ανωτέρω προϋπόθεση της ενίσχυσης των υποδομών. Επίσης, η εισαγωγή εναλλακτικών τρόπων επίλυσης των διαφορών, όπως η διαιτησία που προτείνεται να ενισχυθεί βάσει του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου για τις συμβάσεις άνω των 10 εκ. ευρώ, θα μπορούσε να παρέχει λύσεις. Η ενίσχυση, όμως, της κουλτούρας της εναλλακτικής επίλυσης των διαφορών είναι κάτι που επίσης απαιτεί χρόνο και συναίνεση των ενδιαφερόμενων μερών. 

Τα δημόσια έργα εμφανίζουν διάφορα εγγενή προβλήματα και κατά τη γνώμη μου το μεγαλύτερο απ’ αυτά είναι η έλλειψη γνώσης στα στελέχη των αναθετουσών αρχών και η έλλειψη ικανότητας διαχείρισης των έργων. Ποια είναι η δική σας γνώμη από την εμπειρία σας ως δικαστή ουσίας επί 35 χρόνια και ως Προέδρου της ΑΕΠΠ;

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι το ζήτημα της στελέχωσης των τεχνικών υπηρεσιών των αναθετουσών αρχών είναι ένα από τα πολλά προβλήματα του συστήματος παραγωγής δημοσίων έργων. Ο 4412/2016 επιχείρησε με πολλές διατάξεις να βελτιώσει την κατάσταση (προϋποθέσεις τεχνικής επάρκειας αναθετουσών αρχών, μητρώο στελεχών κ.λπ.). Στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο υπάρχουν διατάξεις για την ανάθεση της διοίκησης και της επίβλεψης των συμβάσεων σε ιδιώτες. Δεν είμαι κατ’ αρχήν αντίθετος σε αυτό, αλλά θυμίζω ότι και στην περίπτωση αυτή – και σωστά –  ο ιδιωτικός φορέας θα υπόκειται στον έλεγχο των στελεχών του κυρίου του έργου. Επομένως, πάντα θα είναι κρίσιμη η συμβολή των στελεχών των αναθετουσών αρχών. Αν, όμως, μου επιτρέπετε – και αυτό το αναφέρω και υπό τη σημερινή μου ιδιότητα ως επικεφαλής μίας δημόσιας Αρχής – η στελέχωση του Δημοσίου με ικανά και καταρτισμένα στελέχη είναι ένα διαρκές στοίχημα για τη Δημοσία Διοίκηση που συμπλέκεται με πολλά ζητήματα (προσλήψεις, αξιολόγηση, διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού, κίνητρα απόδοσης) και δεν επιδέχεται απλοϊκών λύσεων.

Υπάρχει ένα ζήτημα με το παράβολο που απαιτείται για την άσκηση προδικαστικής προσφυγής ενώπιον της ΑΕΠΠ, το οποίο είναι ιδιαίτερα υψηλό και αποτρέπει πολλούς από την άσκηση προσφυγής, μολονότι αισθάνονται ότι έχουν δίκιο. Το παράβολο αυτό δεν αποτελεί έναν σημαντικό περιορισμό του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας;
Να αναφέρουμε αρχικά ότι το παράβολο επιστρέφεται στις περιπτώσεις ολικής ή και μερικής αποδοχής της προδικαστικής προσφυγής. Σημειώνω δε ότι, αφουγκραζόμενοι τα σχετικά αιτήματα των οικονομικών φορέων, έχουμε προτείνει το παράβολο αυτό να επιστρέφεται στον προσφεύγοντα και στην περίπτωση δικαστικής αναστολής της βλαπτικής για τον ίδιο απόφασης της Αρχής. Ωστόσο, θα σας υπενθυμίσω ότι η συνταγματικότητα του παραβόλου έχει ήδη κριθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας, καθώς επίσης και ότι δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία. Στην Κύπρο, μία αγορά πολύ μικρότερη από την ελληνική, το ελάχιστο ποσό των σχετικών τελών είναι 4.000 ευρώ. Με τον τρόπο αυτό επιχειρείται να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο των αβάσιμων και, ορισμένες φορές, προσχηματικών προσφυγών που αποτελούν πληγή για το σύστημα παραγωγής δημοσίων συμβάσεων και για τον υγιή ανταγωνισμό. Σε αυτό το πλαίσιο θεωρώ ότι το παράβολο περισσότερο προστατεύει παρά βλάπτει τις υγιείς επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην αγορά αυτή.

Το 2016 ψηφίσθηκε ο Ν. 4412/2016, ο οποίος έχει 380 περίπου άρθρα. Τώρα η Κυβέρνηση ετοιμάζεται να φέρει ένα νομοθέτημα για τις δημόσιες συμβάσεις, και εξ όσων γνωρίζουμε, θα έχει πάλι την ίδια δομή και διάρθρωση. Παλαιότερα ο Ν. 1418/1984 για τα δημόσια έργα είχε 20 άρθρα και το εκτελεστικό ΠΔ 609/1985 είχε 70 περίπου άρθρα. Χρειάζονται κατά τη γνώμη σας νομοθετήματα με τέτοια δομή ή ο νομοθέτης πρέπει να περιορίζεται στη ρύθμιση βασικών ζητημάτων;

Για να απαντήσω στην ερώτησή σας είναι επιβεβλημένο να διευκρινίσουμε ορισμένα θέματα. Ο Ν. 4412/2016 δεν διέπει μόνο τις δημόσιες συμβάσεις έργων. Πρόκειται για ένα «σαρωτικό» νομοθέτημα, στο οποίο έγινε προσπάθεια να συγκεντρωθεί το σύνολο της νομοθεσίας ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, και μάλιστα και των συμβάσεων των τομέων ύδατος, ενέργειας και μεταφορών. Η συγκέντρωση σε ένα νομοθέτημα όλων των σχετικών διατάξεων βαίνει προς τη σωστή κατεύθυνση, ακολουθώντας της αρχές της καλής νομοθέτησης, γιατί μειώνει τον κίνδυνο συγκρούσεων και αλληλεπικαλύψεων μεταξύ διάσπαρτων νομοθετικών διατάξεων και αυξάνει την ασφάλεια δικαίου. Στο ίδιο πλαίσιο, σε επίπεδο νομοτεχνικό, με βρίσκει σύμφωνο η ένταξη των όποιων τροποποιήσεων ή συμπληρώσεων επιφέρει τελικά το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο.

Ειδικά όσον αφορά τα έργα, από την επισκόπηση των άρθρων 134 επ. του Ν. 4412/2016 περί δημοσίων συμβάσεων έργων προκύπτει ότι εκεί μεταφέρθηκαν σχεδόν αυτούσιες οι διατάξεις της Κωδικοποίησης Νομοθεσίας Δημοσίων Έργων του Ν. 3669/2008, όπου είχαν κωδικοποιηθεί τα νομοθετήματα που αναφέρετε. Κατά τούτο, ο Ν. 4412/2019 ούτε διεύρυνε ούτε περιόρισε το ρυθμιστικό πεδίο ως προς τα δημόσια έργα.

Βεβαίως είναι εύλογο το ερώτημα εάν πράγματι είναι χρήσιμη και αποτελεσματική η εξαντλητική ρύθμιση των ζητημάτων ανάθεσης και εκτέλεσης των συμβάσεων δημοσίων έργων. Στην ανάθεση είδαμε ότι οι ίδιες οι Οδηγίες του 2014 διεύρυναν σημαντικά τα ρυθμιζόμενα ζητήματα σε σχέση με τις προηγούμενες 2004/18/ΕΕ, 2004/17/ΕΕ. Περαιτέρω, το Δίκαιο της εκτέλεσης των δημοσίων συμβάσεων έργων έχει, κατά την άποψή μου, συντελέσει σε ασφάλεια δικαίου και σε κάποια σχετική βεβαιότητα των αναδόχων ως προς τον τρόπο εκτέλεσης των έργων, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους. Επομένως, δεν είμαι, κατ’ αρχήν, αντίθετος στη νομοθετική ρύθμιση του πεδίου αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι το νομοθετικό πλαίσιο θα ακολουθεί τις νομικές και τεχνολογικές εξελίξεις, θα αναθεωρείται ορθολογικά και θα προσαρμόζεται πάντα σε διάλογο με τους κοινωνικούς και οικονομικούς φορείς.

Πως βλέπετε την πορεία και τη θέση της ΑΕΠΠ μετά από τρία χρόνια από σήμερα; Ποιες είναι οι προσδοκίες σας εν σχέσει με την ΑΕΠΠ;

Είπα προηγουμένως ότι αποτιμώ θετικά την πρώτη τριετία, αλλά δεν αποφεύγω να αναγνωρίσω και τα προβλήματα. Με αυτές τις παραδοχές, θεωρώ ότι το κρίσιμο σταυροδρόμι βρίσκεται μπροστά μας. Πιστεύω ότι η ΑΕΠΠ έχει βρει τη θέση της στην ελληνική έννομη τάξη, αλλά δεν θα σταματήσω να προσπαθώ για τη βελτίωσή της και την ανάδειξή της σε πρότυπο σύγχρονης διοικητικής κουλτούρας και δημόσιας διακυβέρνησης. Η προσπάθεια και η φιλοδοξία μας είναι, με τη συμβολή στελεχών που να ανταποκρίνονται στις υψηλές προσδοκίες της έννομης τάξης έναντι της ΑΕΠΠ, οι αποφάσεις της Αρχής να καταστούν σημείο αναφοράς για την ερμηνεία του Δικαίου της ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων, στο οποίο προς το παρόν περιορίζεται η αρμοδιότητά μας.

πηγή: Εργοληπτικόν βήμα Νο_121 της ΠΕΣΕΔΕ

Διαβάστε επίσης

Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για λόγους επισκεψιμότητας και στατιστικών. Συνεχίζοντας την περιήγηση, αποδέχεστε τη χρήση αυτών των cookies Αποδοχή Περισσότερα