Π. Καπόπουλος: Οι τράπεζες πρέπει να στηρίξουν την μικρομεσαία επιχειρηματικότητα με όλους τους τρόπους

Ο Chief Economist της Alpha Bank Παναγιώτης Καπόπουλος, μιλάει στο Εργοληπτικόν βήμα Νο_131 για την πορεία της ελληνικής οικονομία, τις προκλήσεις αλλά και τις ευκαιρίες που δημιουργούνται εν μέσω διαδοχικών κρίσεων.

Στην ανάγκη οι τράπεζες να υποστηρίξουν την μικρομεσαία επιχειρηματικότητα που αποτελεί τη «ραχοκοκαλιά» της ελληνικής οικονομίας αναφέρεται ο Chief Economist της Alpha Bank Παναγιώτης Καπόπουλος τονίζοντας πως οι τράπεζες πρέπει να αναλάβουν ρόλο, όχι απλώς δανειστών αλλά συμβούλων τους. Όπως λέει, θα πρέπει η στήριξη αυτή να έρθει όχι απλώς με δάνεια κεφαλαίου κίνησης, αλλά και με επενδυτικά δάνεια που χρηματοδοτούν επενδύσεις σε εξοπλισμό και κτιριακές εγκαταστάσεις, αλλά και στην αειφορία τους, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια ESG. Αναφερόμενος στην πορεία της ελληνικής οικονομίας σημειώνει πως το πρώτο εξάμηνο του έτους, παρά την υψηλή αβεβαιότητα στο διεθνές περιβάλλον, το ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε κατά 7,8% σε ετήσια βάση. Η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε κατά 11,4%, ενώ και οι επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 11%. Ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να διατηρηθεί ισχυρός και το τρίτο τρίμηνο του έτους, με αρωγό τις εξαιρετικές επιδόσεις του κλάδου του τουρισμού και τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης του διαθέσιμου εισοδήματος. Ωστόσο, ο κ. Καπόπουλος τονίζει πως οι υψηλές επιδόσεις του 2022 δεν πρέπει να προκαλούν εφησυχασμό. Όπως λέει, η υψηλή αβεβαιότητα από το ενεργειακό σοκ και τις ισχυρές γεωπολιτικές εντάσεις  καθιστά ιδιαίτερα επισφαλή την αναπτυξιακή πορεία για το επόμενο έτος, καθώς διαμορφώνουν δυσχερείς συνθήκες για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Με το ενεργειακό σοκ να αποτελεί κοινό παρονομαστή για όλη την Ευρώπη, ο κ. Καπόπουλος σημειώνει ότι θα απαιτηθεί δημοσιονομική ευελιξία προς όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και το επόμενο έτος. Αναφερόμενος στο ζήτημα της επενδυτικής βαθμίδας τονίζει ότι μία λελογισμένη χρήση του δημοσιονομικού χώρου δε θα μας εκθέσει στις αγορές και δε θα μας απομακρύνει από την απόκτηση της. ‘Όπως λέει, οι αγορές εξετάζουν την Ελλάδα πάντα συγκριτικά – για να τοποθετήσουν το ένα επιπλέον ευρώ ρευστότητάς τους – και όπως είδαμε στην πανδημία, παρά τη μεγάλη αύξηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ περί τα 20%, η χώρα μάλλον προσέγγισε έτι περαιτέρω, παρά απομακρύνθηκε, από την επενδυτική βαθμίδα. Οι δημοσιονομικές δαπάνες θα είναι αυξημένες για να στηριχθούν νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αλλά αυτό δε θα είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Η διαφαινόμενη ανθεκτικότητα έναντι της κρίσης σε σχέση με άλλες χώρες, σύμφωνα με τον κ. Καπόπουλο, προστατεύει σημαντικά την εικόνα της χώρας στο επενδυτικό κοινό. Είναι σημαντικό, επίσης, ότι σε ένα περιβάλλον αύξησης των επιτοκίων, η Ελλάδα έχει ένα μεγάλο μέρος του χρέους της συνδεδεμένο με σταθερά και χαμηλά επιτόκια, απότοκο της περιόδου των μνημονίων, με μακρά ληκτότητα.

H ελληνική οικονομία και το τραπεζικό σύστημα δοκιμάστηκαν τα τελευταία χρόνια από διαδοχικές κρίσεις. Πού βρισκόμαστε σήμερα, ποιες οι προοπτικές και ποιες οι βασικές προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν;

Πράγματι, η ελληνική οικονομία βρέθηκε στο επίκεντρο των προηγούμενων κρίσεων, που την έπληξαν στα αδύναμα σημεία της. Η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008 βρήκε τη χώρα με τεράστια δίδυμα ελλείματα – εμπορικό και δημοσιονομικό – και υψηλό δημόσιο χρέος, απότοκο του μεταπολιτευτικού μοντέλου ανάπτυξης. Η πανδημική κρίση έπληξε σφοδρά την ελληνική οικονομία εξαιτίας της υψηλής της εξάρτησης από τον τουρισμό. Αυτή τη φορά, η ύφεση ήταν απότομη και βαθιά, αλλά όχι μακράς διάρκειας. Τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις τη βίωσαν λιγότερο επώδυνα, καθώς η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ και η ευελιξία στους δημοσιονομικούς κανόνες, επέτρεψαν στην Ελληνική Κυβέρνηση να λάβει γενναία μέτρα περιορισμού των επιπτώσεων της πανδημίας στην οικονομική δραστηριότητα.

Η νέα ενεργειακή κρίση, λοιπόν, μας βρήκε σε μία φάση μεταπανδημικής «ευφορίας», με υψηλή ροπή για κατανάλωση η οποία χρηματοδοτείται εν μέρει από την ανάλωση αποταμιεύσεων που σωρεύθηκαν λόγω των lockdowns και τη σχεδόν αναγκαστική αποχή από την κατανάλωση. To πρώτο εξάμηνο του έτους, παρά την υψηλή αβεβαιότητα που κυριάρχησε στο διεθνές περιβάλλον, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 7,8% σε ετήσια βάση με την ιδιωτική κατανάλωση να αποτελεί τον βασικότερο πυλώνα της οικονομικής μεγέθυνσης, καθώς αυξήθηκε κατά 11,4%, ενώ και οι επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 11%. Ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να διατηρηθεί ισχυρός και το τρίτο τρίμηνο του έτους, με αρωγό αφενός τις εξαιρετικές επιδόσεις του κλάδου του τουρισμού και αφετέρου τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης του διαθέσιμου εισοδήματος. Τα μέτρα αυτά, επί του παρόντος είναι – συγκριτικά με το ΑΕΠ μας – από τα υψηλότερα στην Ευρώπη.

Οι υψηλές επιδόσεις του 2022 ωστόσο δεν πρέπει να μας προκαλούν εφησυχασμό. Η υψηλή αβεβαιότητα – που πηγάζει από το ενεργειακό σοκ και τις ισχυρές γεωπολιτικές εντάσεις – καθιστά ιδιαίτερα επισφαλή την αναπτυξιακή πορεία για το επόμενο έτος, καθώς διαμορφώνουν – τουλάχιστον στον μεσοχρόνιο ορίζοντα – δυσχερείς συνθήκες για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Οι αυξημένες τιμές ενέργειας συμπιέζουν το κόστος παραγωγής, επηρεάζοντας την κερδοφορία και τον επενδυτικό σχεδιασμό τους. Παράλληλα, εξασθενίζουν την αγοραστική δύναμη των ελληνικών νοικοκυριών και – στην προσπάθεια προστασίας τους – επιβαρύνεται για τρίτη συνεχή χρονιά το δημόσιο ταμείο.

Ένα ήπιο σενάριο για την κρίση θα υπέθετε ότι οι χώρες της Ε.Ε. θα καταφέρουν να διατηρήσουν υψηλά ποσοστά πληρότητας των ταμιευτήρων φυσικού αερίου, παρά τη διακοπή της παροχής φυσικού αερίου μέσω του αγωγού Nord Stream. Αυτό το σενάριο προβλέπει πιθανότατα επιβράδυνση της αύξησης του ΑΕΠ, σε σταθερές τιμές, αλλά όχι ύφεση. Το σενάριο ισχυρού σοκ βραχείας διάρκειας στηρίζεται στην υπόθεση ανεπαρκούς πλήρωσης της αποθήκευσης φυσικού αερίου ή μη τακτικής αναπλήρωσης, που θα υποχρέωνε σε περισσότερα από τα προγραμματισμένα μέτρα περιορισμού της κατανάλωσης. Σε αυτό το σενάριο οι προσπάθειες των ευρωπαϊκών οικονομιών να μειώσουν την εξάρτησή τους από το ρωσικό αέριο θα ολοκληρώνονταν σε ικανοποιητικό βαθμό μέχρι το τέλος του επόμενου έτους, αντικαθιστώντας σε πολύ υψηλό βαθμό το ρωσικό φυσικό αέριο από άλλες πηγές ή προμηθευτές. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, η Ε.Ε. θα δεχτεί ένα βραχύβιο σοκ στασιμοπληθωρισμού, ενώ το ΑΕΠ, σε σταθερές τιμές, αναμένεται να επιστρέψει σε ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2024.

Δεδομένων του πολέμου στην Ουκρανία και της ενεργειακής κρίσης, πόσο εφικτή είναι η επίτευξη του στόχου για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας; Γιατί αυτό είναι σημαντικό;

Οι παράγοντες που θα προσδιορίσουν το χρονικό σημείο κάμψης του πληθωρισμού είναι τρεις:

Πρώτον, ο βαθμός επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας και ενδεχομένως της ύφεσης της ευρωπαϊκής οικονομίας, εξαιτίας των υψηλών τιμών ενέργειας.

Δεύτερον, η ταχύτητα μείωσης της εξάρτησης των βόρειο-ευρωπαϊκών χωρών και, κυρίως, της Γερμανίας, από το ρωσικό φυσικό αέριο, εξέλιξη που συναρτάται με την εύρεση εναλλακτικών προμηθευτών. Η επίδραση αυτού του παράγοντα μπορεί να είναι ταχεία, αν προεξοφληθεί από τις αγορές πριν ακόμη συμβεί.

Τρίτον, το ύψος των δευτερογενών επιπτώσεων που συναρτάται από την ταχύτητα των μισθολογικών προσαρμογών και του βαθμού μετακύλισης του αυξημένου κόστους στον τελικό καταναλωτή. Προσώρας, δε φαίνεται να έχει αναπτυχθεί μία σπειροειδής εξέλιξη μισθών-τιμών όμοια με εκείνη της δεκαετίας του 1980 – στην προηγούμενη μεγάλη ενεργειακή κρίση.

Κατά την εκτίμησή μου, θα απαιτηθεί δημοσιονομική ευελιξία προς όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και το επόμενο έτος. Εκτιμώ ότι μία λελογισμένη χρήση του δημοσιονομικού χώρου δε θα μας εκθέσει στις αγορές και δε θα μας απομακρύνει από την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Οι αγορές εξετάζουν την Ελλάδα πάντα συγκριτικά – για να τοποθετήσουν το ένα επιπλέον ευρώ ρευστότητάς τους – και όπως είδαμε στην πανδημία, παρά τη μεγάλη αύξηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ περί τα 20%, η χώρα μάλλον προσέγγισε έτι περαιτέρω, παρά απομακρύνθηκε, από την επενδυτική βαθμίδα. Οι δημοσιονομικές δαπάνες θα είναι αυξημένες για να στηριχθούν νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αλλά αυτό δε θα είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Η διαφαινόμενη ανθεκτικότητα έναντι της κρίσης σε σχέση με άλλες χώρες προστατεύει σημαντικά την εικόνα της χώρας στο επενδυτικό κοινό. Είναι σημαντικό, επίσης, ότι σε ένα περιβάλλον αύξησης των επιτοκίων, η Ελλάδα έχει ένα μεγάλο μέρος του χρέους της συνδεδεμένο με σταθερά και χαμηλά επιτόκια, απότοκο της περιόδου των μνημονίων, με μακρά ληκτότητα.

Την τελευταία 2ετία καταγράφεται σημαντική αύξηση των επενδύσεων στη χώρα. Ποιες είναι οι προοπτικές και οι προϋποθέσεις ώστε να ενισχυθεί η θέση της χώρας ως επενδυτικού προορισμού;

Έχετε απόλυτο δίκιο. Παρά την πανδημική κρίση, οι επενδύσεις αυξήθηκαν στην Ελλάδα κατά 2,3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ την τελευταία διετία, δηλαδή από 10,6% του ΑΕΠ το 2019 σε 12,9% το 2021.

Όλες οι επιμέρους κατηγορίες κατέγραψαν αύξηση, θέλω όμως να σταθώ στις επενδύσεις μηχανολογικού και τεχνολογικού εξοπλισμού, εξέλιξη που συμβαδίζει με την άνοδο του δείκτη μεταποιητικής παραγωγής κατά σχεδόν 9% το 2021. Επίσης, αύξηση κατέγραψαν για τέταρτη συνεχή χρονιά και οι επενδύσεις σε κατοικίες.

Παράλληλα, η Ελλάδα έχει εξασφαλίσει ένα σημαντικό πακέτο στήριξης από την Ε.Ε., ύψους € 70 δισ. (Next Generation EU και διαρθρωτικά ταμεία), ενώ ο τουρισμός επιβεβαιώνει και φέτος τον ρόλο του ως βραχίονας στήριξης της οικονομικής μεγέθυνσης. Παράλληλα, σημειώστε πως έχουν γίνει αξιόλογες κινήσεις για τη διαμόρφωση ενός ευνοϊκού επενδυτικού περιβάλλοντος με την εισαγωγή μέτρων, όπως η μείωση του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων και η παροχή κινήτρων για συνενώσεις και συνεργασίες μεσαίων, μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, ώστε να αυξηθεί το μέσο μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων. Εδώ αξίζει να σημειώσω ότι η Ελλάδα πέτυχε το 2021 την καλύτερη επίδοση εισροής άμεσων ξένων επενδύσεων από το 2006.

Θα πρέπει ωστόσο, παράλληλα με την ταχεία υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου «Ελλάδα 2.0», να αρθούν πολλά ακόμη από τα θεσμικά εμπόδια που συνδέονται με τη διευκόλυνση του επιχειρείν, τη μείωση της γραφειοκρατίας και, το κυριότερο, την ταχεία υιοθέτηση βασικών οριζόντιων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων (όπως η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και των διαδικασιών επίλυσης διαφορών, αλλά και η επίτευξη σταθερού φορολογικού καθεστώτος).

Πολλές προσδοκίες έχουν δημιουργηθεί για το Ταμείο Ανάκαμψης. Είναι δικαιολογημένες αυτές οι προσδοκίες και πώς μπορούν οι πόροι του Ταμείου να επιταχύνουν την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας;

Πράγματι, η ελληνική οικονομία έχει εξασφαλίσει ένα σημαντικό ποσοστό πόρων μέσω των διαρθρωτικών ταμείων και κυρίως του Ταμείου Ανθεκτικότητας και Ανάπτυξης (ΤΑΑ). Βρίσκεται λοιπόν μπροστά σε μια μοναδική ευκαιρία να μετασχηματίσει το παραγωγικό της πρότυπο, με γνώμονα την εξωστρέφεια και τις επενδύσεις, αντί για την κατανάλωση που χρηματοδοτούνταν από το υψηλό δημόσιο χρέος, μία ιστορική παθογένεια του οικονομικού μοντέλου μας. Ο στόχος είναι άμεσα συνυφασμένος με την περαιτέρω αύξηση του ποσοστού επενδύσεων, ώστε να υπερβεί το 20% το 2027 από 12,9% το 2021.

Η σωστή αξιοποίηση του ΤΑΑ είναι καταλυτικής σημασίας για την αποκατάσταση του επενδυτικού κενού που μας κληροδότησε η κρίση και την επάνοδο – 20 χρόνια μετά – σε τροχιά σύγκλισης με το ευρωπαϊκό μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα. Το επενδυτικό κενό της περασμένης δεκαετίας είναι αποτέλεσμα της μακροχρόνιας διατήρησης της επενδυτικής δαπάνης σε επίπεδο χαμηλότερο από το ύψος των αποσβέσεων του παγίου κεφαλαίου, με αποτέλεσμα την εξασθένιση του αποθέματος του παραγωγικού κεφαλαίου της χώρας. Η αποεπένδυση της τελευταίας δεκαετίας είχε – όχι μόνο ποσοτικά – αλλά και ποιοτικά αρνητική επίδραση στην αξία του φυσικού κεφαλαίου της χώρας, καθώς πλέον ενσωματώνει σχετικά παλαιότερη τεχνολογία.

Το ΤΑΑ, με την ενσωμάτωση ψηφιακών τεχνολογιών με έμφαση στη βιωσιμότητα και την πράσινη μετάβαση, θα είναι ο στυλοβάτης αυτής της προσπάθειας. Απαραίτητη προϋπόθεση για να πετύχει αυτός ο υπαρξιακής σημασίας μετασχηματισμός, είναι το σύνολο των εμπλεκομένων στο ΤΑΑ – δημόσια διοίκηση, επιχειρήσεις και τραπεζικό σύστημα – να αναλάβουν το φορτίο που τους αναλογεί και να στηρίξουν ενεργά την εθνική προσπάθεια.

Διατυπώνεται κριτική προς τις τράπεζες για τις δυσκολίες πρόσβασης σε δανεισμό πολλών επιχειρήσεων ειδικά μικρού μεγέθους. Έχει βάση η κριτική αυτή; Υπάρχει υπερβολική γραφειοκρατία;

Η μακροχρόνια ύφεση άφησε βαριά κληρονομιά στην ελληνική οικονομία, με πολλές επιχειρήσεις να κλείνουν προκαλώντας υψηλές ζημίες για τους πιστωτές. Σήμερα, το χρηματοπιστωτικό σύστημα οφείλει να στηρίζει την πραγματική οικονομία και την υγιή επιχειρηματικότητα, σεβόμενο τα αυστηρά πλέον πιστωτικά κριτήρια και κατ’ επέκταση τους κόπους των αποταμιευτών. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι από τους πλέον βαριά εποπτευόμενους κλάδους, με πολιτικές που διαμορφώνονται όχι στο επίπεδο εθνικών συστημάτων, αλλά πανευρωπαϊκά, από τις εποπτικές αρχές. Ξέρετε, στον πυρήνα της σκέψης των εποπτικών αρχών, υπάρχει ένας εξαιρετικά απλός και στοιχειώδης συλλογισμός. Οι τράπεζες δέχονται καταθέσεις και αναλαμβάνουν την υποχρέωση να τις επιστρέψουν όταν αυτό τους ζητηθεί. Τα δάνεια που δίνουν πρέπει, συνεπώς, να είναι εισπράξιμα, αλλιώς υπονομεύεται η ικανότητα τους να επιστρέψουν τις καταθέσεις. Ενδεχομένη αστάθεια του χρηματοοικονομικού συστήματος – όπως καλά γνωρίζουμε – μπορεί να οδηγήσει σε κατάρρευση της οικονομικής δραστηριότητας.

Είναι βέβαιο ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις που επιβίωσαν της κρίσης, και άλλες που γεννήθηκαν μέσα στην κρίση, έχουν ένα ανθεκτικό γονιδίωμα. Έχουν, ούτως ή άλλως, επενδυτικά πλάνα, ώριμα σχέδια και τη δυνατότητα να τα χρηματοδοτήσουν με καλύτερους όρους μέσω του ΤΑΑ. Ωστόσο, αν παρατηρήσει κανείς τη δομή της οικονομίας μας, θα διαπιστώσει ότι η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα είναι η ραχοκοκαλιά της. Θα πρέπει να στηριχθεί από τις τράπεζες με όλους τους τρόπους. Όχι απλώς με δάνεια κεφαλαίου κίνησης, αλλά και με επενδυτικά δάνεια που χρηματοδοτούν επενδύσεις σε εξοπλισμό και κτιριακές εγκαταστάσεις, αλλά και στην αειφορία τους, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια ESG.

Στο πεδίο αυτό, οι τράπεζες εξετάζουν την ικανότητα του επιχειρηματία και της διοικητικής του ομάδας, λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία τους και τα αποτελέσματα των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, και όχι μόνο την αξιοπιστία των οικονομικών τους στοιχείων και την ιστορικότητα της συναλλακτικής τους συμπεριφοράς. Οφείλουν να εξετάζουν ενδελεχώς τη βιωσιμότητα του επενδυτικού σχεδίου (business plan), στο οποίο παρουσιάζεται ο τρόπος χρηματοδότησης της επένδυσης από ίδια κεφάλαια και τραπεζικό δανεισμό, καθώς και οι μελλοντικές ταμειακές ροές. Με άλλα λόγια, οφείλουν να γίνουν σύμβουλοί τους, όχι απλά δανειστές τους.

πηγή: Εργοληπτικόν Βήμα Νο_131 της ΠΕΣΕΔΕ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ: ΤΑ ΝΕΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΟΜΕΝΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Αυτά και άλλα πολλά άκρως ενδιαφέροντα στο περιοδικό της ΠΕΣΕΔΕ που κυκλοφορεί – ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ! Καλή ανάγνωση!

Διαβάστε επίσης

Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για λόγους επισκεψιμότητας και στατιστικών. Συνεχίζοντας την περιήγηση, αποδέχεστε τη χρήση αυτών των cookies Αποδοχή Περισσότερα