Μαρία Τσιομπάνου: Γυρνάμε σελίδα για μία ακόμα πιο δυνατή, σύγχρονη και εξωστρεφή ΠΕΣΕΔΕ

Αναλαμβάνοντας για μία ακόμα τριετία τον ρόλο της Προέδρου της ΠΕΣΕΔΕ, η Μαρία Τσιομπάνου επισημαίνει τις προκλήσεις του κλάδου στο νέο οικονομικό περιβάλλον που δημιουργείται και υπογραμμίζει τα βήματα που πρέπει να κάνει η Πανελλήνια Ένωση Συνδέσμων Εργοληπτών Δημοσίων Έργων προκειμένου να βγει πιο δυνατή και αποτελεσματική την επόμενη ημέρα.

Αναλαμβάνοντας για μία ακόμη μία θητεία το «τιμόνι» της ιστορικής επαγγελματικής οργάνωσης, της ΠΕΣΕΔΕ, η Μαρία Τσιομπάνου σημειώνει πως και η επόμενη τριετία θα χαρακτηριστεί από την ίδια προσπάθεια για εξωστρέφεια,  ανταπόκριση στα προβλήματα, ενημέρωση και παροχή υποστηρικτικών υπηρεσιών στα μέλη των μελών της καθώς και από τον συνεχή διάλογο με την Πολιτεία για την προώθηση των προτάσεων της. Ωστόσο, τώρα, όπως επισημαίνει είναι η ώρα για το επόμενο βήμα για την Ένωση, η ώρα για τον εκσυγχρονισμό της «δομής» της αξιοποιώντας την συσσωρευμένη εμπειρία της πολυετούς δράσης της Οργάνωσής και διατηρώντας φυσικά  τον «χαρακτήρα» της αντιπροσωπευτικότητάς της. Όπως σημειώνει, οι αλλαγές αυτές είναι πολύ σημαντικές σε ένα περιβάλλον όπου φαίνεται, πως οι όποιες μεταβολές υπήρξαν λόγω των συνεχόμενων γεωπολιτικών και υγειονομικών κρίσεων λαμβάνουν, πλέον, μόνιμο χαρακτήρα.

Μιλώντας για τις προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει ο εργοληπτικός κόσμος, η κ. Τσιομπάνου αναφέρεται στο κρίσιμο ζήτημα των αυξήσεων των πρώτων υλών και στη δυσκολία από πλευράς της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει το πρόβλημα με σφαιρικές πολιτικές και όχι «πυροσβεστικές λύσεις». Σημειώνει, ωστόσο πώς, οι δυσκολίες σήμερα δεν είναι ίδιες για όλες τις εργοληπτικές επιχειρήσεις. «Νομίζω ότι είναι για όλους κατανοητό ότι είναι πολύ διαφορετική η συνθήκη που καλούνται να διαχειριστούν οι πέντε μεγάλοι κατασκευαστικοί όμιλοι που έχουν αναλάβει, μέχρι σήμερα, 13 δισεκατομμύρια ευρώ συμβάσεις έργων με μέση έκπτωση 10%,  από όλες τις υπόλοιπες επιχειρήσεις που οι εκπτώσεις τους φθάνουν σε δυσθεώρητα νούμερα» υπογραμμίσει και τονίζει ότι η οικονομική ισορροπία των μεταξύ των Αναδοχών και του Δημοσίου συμβάσεων έχει πλέον ανατραπεί, με συνέπεια να τίθεται σε διακινδύνευση η επαγγελματική επιβίωση των Αναδόχων αλλά και η ομαλή ολοκλήρωση των έργων. Παράλληλα, όπως εξηγεί, οι κινήσεις που έκανε η κυβερνηση για την την αντιμετώπηση του ράλι των τιμών έως σήμερα δεν έχουν εφαρμοστεί.

Η Πρόεδρος της ΠΕΣΕΔΕ επισημαίνει πως είναι απαραίτητος επίσης ο εκσυγχρονισμός του Δημόσιου Τομέα ώστε να μπορεί να προσαρμόζεται ταχύτερα και αποτελεσματικότερα στις αλλαγές και προκλήσεις. «Ισχυροί θεσμοί απαιτούν ισχυρή και αποτελεσματική δημόσια διοίκηση με πλήρη σεβασμό απέναντι στην νομοθεσία, για να αυξήσουν την δυναμική και την ταχύτητα ανάπτυξης της οικονομίας μίας Χώρας. Καμία διοικητική μεταρρύθμιση δε θα φέρει αποτελέσματα, καμία πολιτική δε θα φέρει ανάπτυξη εάν προηγουμένως δεν επιχειρηθεί η αναβάθμιση και ο εκσυγχρονισμός με όρους αξιοκρατίας της δημόσιας διοίκησης» τονίζει.

Οι ανατιμήσεις των πρώτων υλών παραμένουν ένα από τα σημαντικότερα «αγκάθια» που έχει να αντιμετωπίσει ο κλάδος. Η κυβέρνηση έχει κάνει κάποια βήματα έως τώρα, πόσο όμως αυτά είναι αποτελεσματικά και τί άλλο θα μπορούσε να γίνει ακόμα.

Σήμερα, βρισκόμαστε ακριβώς στο σημείο που μπορούμε με σιγουριά να θεωρούμε ότι έχει διαμορφωθεί ένα νέο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον. Όλες οι παρατηρούμενες αλλαγές στην Αγορά και στην Οικονομία, λόγω της πανδημίας, της ενεργειακής κρίσης και του πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, τείνουν πλέον να αποκτήσουν μόνιμα χαρακτηριστικά. Επομένως, πρέπει όλοι μας να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε, να συζητάμε και να ενεργούμε με βάση τις νέες συνθήκες, που όλα δείχνουν ότι δεν θα είναι προσωρινές.

Το πιο κρίσιμο σημείο, που πρέπει να αναγνωριστεί και να αποσαφηνιστεί μεταξύ της Κυβέρνησης  και των Εργοληπτικών Επιχειρήσεων είναι ότι, οι δυσκολίες που καλούμαστε να διαχειριστούμε δεν είναι ίδιες για όλες τις εργοληπτικές επιχειρήσεις. Η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών εργοληπτικών επιχειρήσεων υλοποιούν σήμερα συμβάσεις τις οποίες έχουν αναλάβει με πολύ μεγάλη έκπτωση και δεν έχουν απολύτως κανένα περιθώριο να αντέξουν το απρόσμενα υψηλό κύμα ανατιμήσεων. Νομίζω ότι είναι για όλους κατανοητό ότι είναι πολύ διαφορετική η συνθήκη που καλούνται να διαχειριστούν οι πέντε μεγάλοι κατασκευαστικοί όμιλοι που έχουν αναλάβει, μέχρι σήμερα, 13 δισεκατομμύρια ευρώ συμβάσεις έργων με μέση έκπτωση 10%,  από όλες τις υπόλοιπες επιχειρήσεις που οι εκπτώσεις τους φθάνουν σε δυσθεώρητα νούμερα.  Όλες εργοληπτικές επιχειρήσεις έχουν να αντιμετωπίσουν μία  αιφνίδια και εκρηκτική ανατίμηση των υλικών και της εργασίας, που ήταν αδύνατον  να την προβλέψουν κατά την υποβολή των οικονομικών τους προσφορών. Η οικονομική ισορροπία των μεταξύ των Αναδοχών και του Δημοσίου συμβάσεων έχει πλέον ανατραπεί, με συνέπεια να τίθεται σε διακινδύνευση η επαγγελματική επιβίωση των Αναδόχων αλλά και η ομαλή ολοκλήρωση των έργων. Η εμμονή στην συνέχιση των συμβάσεων με τους ίδιους οικονομικούς όρους είναι αντίθετη στην καλή πίστη και στα συναλλακτική ήθη διότι έχει ανατραπεί το οικονομικό περιβάλλον, στο οποίο βασίστηκαν οι προσφορές των Αναδόχων.

Στις  6 Ιουνίου ψηφίστηκαν από την Βουλή τρεις νομοθετικές ρυθμίσεις που διορθώνουν ως ένα βαθμό την οικονομική αυτή ανατροπή. Ενώ όμως, έχουν περάσει σχεδόν δύο μήνες από την ψήφιση του ν4938/2022, δεν κατέστη εν τοις πράγμασι δυνατή η εφαρμογή του. Οι Ανάδοχοι τελούν υπό πλήρη «αμηχανία» διότι πρακτικά δεν μπορούν να διεκδικήσουν την απολογιστική τους αποζημίωση  και οι αιτήσεις για την καταβολή του πρίμ έγκαιρης παράδοσης του έργου συσσωρεύονται χωρίς να διεκπεραιώνονται.  Αναμένουμε την έκδοση κοινής υπουργικής απόφασης που θα διασαφηνίσει τις διαδικασίες ώστε να πάμε στο παρακάτω βήμα, η οποία, δυστυχώς, έχει καθυστερήσει σημαντικά.

Αυτό όμως που απαιτείται, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε  επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι  μία συντονισμένη και κοινή πολιτική απέναντι στον κίνδυνο που απειλεί έναν πολύ σημαντικό παραγωγικό κλάδο της ελληνικής οικονομίας, αυτό των Κατασκευών. Δεν αρκούν οι «πυροσβεστικές» νομοθετικές ρυθμίσεις. Ειδικότερα, σε εθνικό επίπεδο, πρέπει να «τρέξουν» όλες οι απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις που θα εκσυγχρονίσουν περαιτέρω το σύστημα παραγωγής δημόσιων έργων. Κάποιες από αυτές ενώ έχουν ήδη νομοθετηθεί με τον ν4782, όπως για παράδειγμα το Εθνικό Σύστημα Τιμολόγησης Τεχνικών Έργων και Τεχνικών Προδιαγραφών, «λιμνάζουν» στα «γρανάζια» της αργοκίνητης ελληνικής δημόσιας διοίκησης.

Έγγραφο της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων (ΕΑΑΔΗΣΥ) με θέμα την αύξηση των τιμών και τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα λόγω της ενεργειακής κρίσης, της κρίσης στην Ουκρανία και των συνεχιζόμενων συνεπειών του COVID-19 προσφέρει τρόπους αντιμετώπισης των ανατιμήσεων. Πόσο μπορούν να συμβάλουν αυτές στη βελτίωση της σημερινής κατάστασης;

Η Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων, με την υπ’αρ.2040/13-04-2022 επιστολή της προς όλους τους αρμόδιους φορείς, επιβεβαίωσε με τον πλέον επίσημο τρόπο τις διαπιστώσεις της ΠΕΣΕΔΕ για τις συνέπειες των ανατιμήσεων και τους τρόπους, που εξαρχής πρότεινε, διαχείρισής τους. Η ΕΑΑΔΗΣΥ τήρησε στο έπακρο τον ρόλο της και έδωσε σαφέστατες διευκρινήσεις και κατευθύνσεις  επισημαίνοντας τις διατάξεις του θεσμικού πλαισίου οι οποίες δύναται να χρησιμοποιηθούν από τις Αναθέτουσες Αρχές, ώστε να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί  και να επιτευχθεί η ομαλή εξέλιξη των συμβάσεων.

Όλα όσα υπέδειξε η ΕΑΑΔΗΣΥ με την διευκρινιστική της επιστολή στις Αναθέτουσες Αρχές είναι ήδη θεσμοθετημένες διατάξεις. Δηλαδή, ενώ κανονικά θα έπρεπε ήδη οι Αναθέτουσες Αρχές να τις έχουν ενεργοποιήσει και να τις έχουν εφαρμόσει, ως οφείλουν, χρειάστηκε η παρέμβαση της Ανεξάρτητης Αρχής για να αναγνωρίσει η Δημόσια Διοίκηση τα θεσμικά εργαλεία που έχει στη διάθεσή της. Το αποκορύφωμα, δε, είναι ότι  πολύ συχνά οι Ανάδοχοι των Έργων αντιμετωπίζουν την απροθυμία των Αρχών να εφαρμόσουν την νομοθεσία, όπως για παράδειγμα την  εφαρμογή των συντελεστών αναθεώρησης.

Η νέα αυτή κρίση ανέδειξε, για άλλη μία φορά, τις παθογένειες που παρουσιάζουμε ως Κράτος και ως Πολίτες.  Μία από αυτές είναι ο διαφορετικός βηματισμός του Ιδιωτικού και του Δημόσιου Τομέα. Ενώ, τα τελευταία χρόνια έχουν ενσωματωθεί στην εθνική μας νομοθεσία πλήθος μεταρρυθμίσεων, που πράγματι κινούνται προς την κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού και της αποτελεσματικότητάς μας ως κράτος, ο ιδιωτικός τομέας προσαρμόζεται σε αυτές σχετικά γρήγορα σε αντίθεση με τον δημόσιο τομέα ο οποίος δυσκολεύεται να ανταποκριθεί και πολλές φορές συνειδητά δεν τις υιοθετεί. Όλοι αναγνωρίζουν την ανάγκη του θεσμικού εκσυγχρονισμού της Χώρας αλλά στην πράξη οι μεταρρυθμίσεις συντελούνται με απελπιστικά αργούς ρυθμούς και δυστυχώς σε αρκετές περιπτώσεις υπονομεύονται «εκ των έσω». Ισχυροί θεσμοί απαιτούν ισχυρή και αποτελεσματική δημόσια διοίκηση με πλήρη σεβασμό απέναντι στην νομοθεσία, για να αυξήσουν την δυναμική και την ταχύτητα ανάπτυξης της οικονομίας μίας Χώρας. Καμία διοικητική μεταρρύθμιση δε θα φέρει αποτελέσματα, καμία πολιτική δε θα φέρει ανάπτυξη εάν προηγουμένως δεν επιχειρηθεί η αναβάθμιση και ο εκσυγχρονισμός με όρους αξιοκρατίας της δημόσιας διοίκησης.

Στο σημείο αυτό θέλω να επισημάνω τον ουσιαστικό και αποτελεσματικό ρόλο της ΕΑΑΔΗΣΥ στην υλοποίηση των δημόσιων συμβάσεων και το κενό που υπάρχει αυτή την στιγμή διότι δεν έχει ολοκληρωθεί η σύσταση και λειτουργία της νέας Ενιαίας Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων.

Έχετε αναφερθεί αρκετές φορές στον μεγάλο αριθμό καταγγελιών που φθάνουν σε εσάς για έλλειψη χρηματοδότησης έργων που είτε βρίσκονται σε εξέλιξη είτε έχουν περαιωθεί. Ποια είναι η εικόνα της αγοράς και πόσο κοντά είμαστε σε ένα ντόμινο κατάρρευσης εταιρειών;

Πρόσφατα, συγκεκριμένα το τελευταίο τρίμηνο του 2021, οι εργοληπτικές επιχειρήσεις βρέθηκαν αντιμέτωπες, για ακόμη μία φορά, με μία άτυπη στάση πληρωμών.  Η κακή χρηματοδότηση των δημόσιων συμβάσεων δεν είναι κάτι καινούριο για τον κλάδο μας και φυσικά δημιουργεί σωρεία προβλημάτων στην έγκαιρη υλοποίησή τους.  Η λειτουργία της εγχώριας αγοράς, όπως έχει διαμορφωθεί μετά από την πολυετή οικονομική κρίση, αυξάνει το βαθμό δυσκολίας για τις εργοληπτικές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι σχεδόν αδύνατον να ανταποκριθούν στις συμβατικές τους υποχρεώσεις εάν δεν αποζημιώνονται για τις εργασίες τους στον σωστό χρόνο. Εάν προσθέσουμε, δε,  την δύσκολη και «ακριβή» πρόσβαση που έχουν οι εργοληπτικές επιχειρήσεις στην τραπεζική χρηματοδότηση αντιλαμβάνεστε πόσο σημαντική για την επιβίωσή τους αποτελεί η σωστή χρηματοδότηση των έργων. Γίνεται πολύ συχνά κουβέντα για τις μεγάλες καθυστερήσεις στην εκτέλεση των έργων αλλά πολύ σπάνια γίνεται αναφορά στην κυριότερη αιτία που δεν είναι άλλη από την μεγάλη καθυστέρηση της πληρωμής του εργολαβικού ανταλλάγματος.

Το Κράτος οφείλει πρώτο αυτό το ίδιο να τηρεί τις συμβατικές οικονομικές υποχρεώσεις του απέναντι στις εργοληπτικές επιχειρήσεις,  που παραδοσιακά στηρίζουν την εθνική μας οικονομία και που πολύ πρόσφατα στήριξαν έμπρακτα την χώρα κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης λειτουργώντας τα εργοτάξια κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες. Εάν θέλουμε να μιλάμε για ένα σύγχρονο επιτελικό κράτος και εάν έχουμε την απαίτηση τα δημόσια έργα να εκτελούνται έγκαιρα πρέπει επιτέλους το Ελληνικό Κράτος να μετατραπεί από έναν «κακοπληρωτή πελάτη» σε έναν «αξιόπιστο πελάτη».

Είναι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης ο καταλύτης για την ανάπτυξη του κατασκευαστικού κλάδου; Ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις που έχουμε να αντιμετωπίσουμε ώστε να μην πάει χαμένη αυτή η ευκαιρία;

Οι παθογένειες που παρουσιάζουμε ως Κράτος φάνηκαν τα τελευταία χρόνια με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο και αφορούν κάθε πτυχή της ελληνικής κοινωνίας. Από τις πιο σημαντικές είναι η δυσκολία με την οποία προωθούνται οι απαιτούμενες θεσμικές μεταρρυθμίσεις και η  μεγάλη ανοχή στην μη τήρηση και την καταστρατήγηση των θεσμικών υποχρεώσεων, πρώτα από το ίδιο το Κράτος αλλά και από τους πολίτες. H Ελλάδα βρίσκεται σε ακριβώς αυτό το σημείο, όπου η όποια περαιτέρω εξασθένιση των Θεσμών μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλη και μακροπρόθεσμη απώλεια πλούτου και ευημερίας. Ο επανασχεδιασμός των βασικών θεσμών του ελληνικού κράτους είναι  άμεσα απαιτητέος και φυσικά το ίδιο απαιτητέα είναι  η αυστηρή και συστηματική τήρησή τους από όλους ανεξαιρέτως.

Το αν τελικά, οι τόσο σημαντικοί πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης θα αποτελέσουν τον καταλύτη για την ανάπτυξη του κατασκευαστικού κλάδου και όχι μόνο, θα εξαρτηθεί κυρίως από τον τρόπο με τον οποίο θα κατανεμηθούν και από την αποτελεσματικότητα της Δημόσιας Διοίκησης. Ειδικότερα, στην παρούσα χρονική στιγμή, η Δημόσια Διοίκηση είναι αυτή που θα ενισχύσει όλες τις αναπτυξιακές δράσεις για να υλοποιηθούν τα μέτρα προκειμένου να αντιμετωπίσουμε το νέο οικονομικό περιβάλλον. Η Δημόσια Διοίκηση είναι αυτή που θα παρακολουθεί και θα βελτιώνει τα μέτρα, θα κατευθύνει συντονισμένες δράσεις, που θα έχουν ως στόχο την ανάπτυξη της Χώρας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι κράτη με αποτελεσματική Δημόσια Διοίκηση και ποιοτικούς και σταθερούς θεσμούς αναπτύσσονται και εξελίσσονται ταχύτερα. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση τα οφέλη θα είναι βραχυπρόθεσμα και το πραγματικό αναπτυξιακό αποτύπωμα που θα αφήσει αυτή η εισροή κεφαλαίων θα είναι για ακόμη μία φορά ισχνό και πρόσκαιρο.

Εκτός των παραπάνω, ποιες είναι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο εργοληπτικός κλάδος και ποιες οι δικές σας προτάσεις για την ενίσχυσή του;

Η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η ελληνική εργοληπτική κοινότητα είναι η διόγκωση των έργων με  σύμπραξη του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Παρατηρούμε μία συστηματική προώθηση των ΣΔΙΤ και έχουμε διαπιστώσει μία στρεβλή αντίληψη που έχει διαμορφωθεί στην κεντρική διοίκηση, στην περιφερειακή διοίκηση και στους ΟΤΑ, ότι έχει βρεθεί η «μαγική» συνταγή που θα λύσει όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κρατικός μηχανισμός για την ωρίμανση, την μελέτη, την επίβλεψη και την χρηματοδότηση των δημοσίων έργων που έχει ανάγκη η Χώρα μας.

 Όλες οι κυβερνήσεις στην προσπάθειά τους να εξοικειώσουν την κοινή γνώμη με τις ΣΔΙΤ, τις εμφανίζουν ως μια καινοτομία που αποβαίνει προς όφελος του ίδιου του δημοσίου. Πιο συγκεκριμένα, «χρεώνουν» ως προτερήματα των ΣΔΙΤ την αποπληρωμή των έργων σε βάθος χρόνου, την μόχλευση ιδιωτικών κεφαλαίων,  την εξασφάλιση προκαθορισμένου χρόνου και κόστους υλοποίησης, την σύνδεση αμοιβής αναδόχου και ποιότητας παρεχόμενων υπηρεσιών και, τέλος, την ενιαία σύμβαση μελέτης, κατασκευής και λειτουργίας.

Η αλήθεια, όμως, είναι ότι η σημαντικότερη αιτία για την εμφάνιση των ΣΔΙΤ είναι η διευκόλυνση χρηματοδότησης που προσφέρουν στο δημόσιο και σε δήμους, σε μια εποχή στενότητας πόρων. Κατά κάποιο τρόπο, οι ΣΔΙΤ προβάλλονται ως σανίδα σωτηρίας, ειδικά για τα κράτη που αντιμετωπίζουν προβλήματα με υψηλό δημόσιο χρέος και μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα.

Πλέον ασκείται ευρεία κριτική κατά πόσο τα έργα μέσω ΣΔΙΤ παρουσιάζουν όλα τα θετικά χαρακτηριστικά που τους προσδίδουν. Η κριτική αφορά το υψηλό τελικό κόστος, που σε κάθε περίπτωση θα πληρώσει ο φορολογούμενος πολίτης, τον χρόνο ολοκλήρωσή τους και το πραγματικό όφελος για το δημόσιο. Αυτή, δε, η κριτική έχει επιβεβαιωθεί επίσημα από τα πορίσματα της ειδικής έκθεσης του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, 2018). Τα πορίσματα των ευρωπαίων ελεγκτών αμφισβητούν ευθέως τα οφέλη των ΣΔΙΤ και όχι μόνο για την Ελλάδα. Μία από τις βασικότερες διαπιστώσεις είναι ότι η υλοποίηση έργων κλίμακας μεγαλύτερης από τη συνηθισμένη και η συνένωση της μελέτης, της χρηματοδότησης, της κατασκευής, της λειτουργίας και της συντήρησης του έργου σε μία και μόνη σύμβαση αυξάνουν τον κίνδυνο χαμηλών επιπέδων ανταγωνισμού, με αποτέλεσμα να περιέρχεται η δημόσια αρχή σε θέση εξάρτησης, αλλά και να αυξάνεται η συνολική πολυπλοκότητα του έργου.

Όπως είναι λογικό, στην περίπτωση συμβάσεων πολύ υψηλής αξίας, όπως συνήθως είναι οι συμβάσεις ΣΔΙΤ, μόνον ένας πολύ μικρός αριθμός οικονομικών φορέων, συχνά δε μόνον ένας, είναι σε θέση να προσφέρει όλα τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που προβλέπονται. Κανείς επομένως δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί ότι θα υπάρχει μεγάλη συμμετοχή είτε από κατασκευαστικές εταιρείες είτε από τραπεζικούς ομίλους και θα επιτευχθεί μία συμφωνία που θα είναι εις όφελος του δημοσίου συμφέροντος.

Μία άλλη, εξίσου σημαντική, πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει ο εργοληπτικός κόσμος είναι ότι λόγω της σταδιακής απαξίωση μεγάλου τμήματος του φυσικού και ανθρώπινου κεφαλαίου των ελληνικών κατασκευαστικών επιχειρήσεων, είναι πολύ αμφίβολο ότι θα μπορέσει η εγχώρια αγορά να απορροφήσει όλα τα κονδύλια που θα διατεθούν  στην υλοποίηση σημαντικών έργων. Το πιθανότερο είναι να βρεθούμε πάλι μπροστά σε μεγάλες καθυστερήσεις στην υλοποίηση των ήδη αναληφθέντων συμβάσεων με ότι αυτό συνεπάγεται. Επίσης, η επικράτηση ολιγάριθμων κατασκευαστικών ομίλων και η αποδυνάμωση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων δεν διασφαλίζουν την ύπαρξη υγιούς και ανόθευτου ανταγωνισμού.

Τέλος, αντιθέτως με πλήθος αλλαγών που επέφερε η νομοθεσία και αφορούσε την υπόσταση των κατασκευαστικών εταιρειών και τις μεθόδους ανάθεσης έργων, ουδεμία μέριμνα  υπήρξε για τη μεταβολή του προφίλ των υπηρεσιών επίβλεψης που ουσιαστικά διοικούν τα έργα. Εκτός κάποιων κεντρικών υπηρεσιών, η πλειοψηφία των υπολοίπων είναι υποστελεχωμένες, με σχεδόν ανειδίκευτους μηχανικούς χωρίς εμπειρία και χωρίς καμία μέθοδο αξιολόγησης (είτε για επιβράβευση είτε για επίπληξη).

Έχω πολλές φορές αναφερθεί αναλυτικά, στα τρία αυτά χρόνια που έχω την τιμή να είμαι Πρόεδρος της ΠΕΣΕΔΕ, στις απαιτούμενες διορθωτικές παρεμβάσεις ώστε να δούμε άμεσα την ανάκαμψη του Κατασκευαστικού Κλάδου και στο ότι η βελτίωση του κλάδου των Κατασκευών θα έχει μόνο θετικά αποτελέσματα για την ελληνική οικονομία και για την ελληνική κοινωνία. Δεν αρκούν οι μεμονωμένες «πυροσβεστικές» παρεμβάσεις. Επιγραμματικά μόνο θα σας αναφέρω τα βασικότερα σημεία που, κατά την γνώμη μου, πρέπει να βελτιωθούμε, όχι μόνο προς όφελος της εργοληπτικής κοινότητας αλλά για όλη την επιχειρηματική μας κοινότητα:

  • Απλοποίηση και σταθεροποίηση του φορολογικού πλαισίου, και κυρίως, περαιτέρω μείωση των φορολογικών συντελεστών
  • Κωδικοποίηση, απλοποίηση και σταθεροποίηση του συνόλου της νομοθεσίας
  • Επιτάχυνση στην απονομή δικαιοσύνης
  • Αναβάθμιση των υπηρεσιών από τη μεριά της Πολιτείας με εφαρμογή δράσεων εκσυγχρονισμού της Δημόσιας Διοίκησης
  • Προώθηση επενδυτικών σχεδίων
  • Στήριξη του τομέα δημοσίων έργων με την αξιοποίηση των δημοσίων επενδύσεων ως βασικό εργαλείο αναθέρμανσης της οικονομίας, με όλα τα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα που επιφέρουν στην απασχόληση, στην τόνωση της αγοράς και στα δημόσια έσοδα
  • Βελτίωση των ίδιων των κατασκευαστικών επιχειρήσεων

Ξεκινώντας το νέο αυτό κύκλο στο τιμόνι της ΠΕΣΕΔΕ, ποιοι είναι οι νέοι στόχοι που θέτετε και ποιες οι “εκκρεμότητες” που μένουν ακόμα να κλείσουν; Ποιο είναι το όραμα που θέλετε να εκπληρώσετε στη νέα σας θητεία;

Αποτελεί πολύ μεγάλη τιμή το γεγονός ότι βρίσκομαι για ακόμη μία θητεία στο «τιμόνι» αυτής της ιστορικής επαγγελματικής οργάνωσης. Αυτό που διέκρινε την προηγούμενη Διοίκηση της ΠΕΣΕΔΕ ήταν η προσπάθεια εξωστρέφειά της, η ανταπόκρισή της στα προβλήματα των μελών της, η προσπάθεια για την ενημέρωση και παροχή υποστηρικτικών υπηρεσιών στα μέλη της και κυρίως ο συνεχής διάλογος με την Πολιτεία για την προώθηση των προτάσεων της Οργάνωσής μας. Θέλουμε αυτό να συνεχισθεί και στην νέα θητεία μας.

Για μένα, προσωπικά, στην επόμενη τριετία θα πρέπει, μαζί με όλα τα άλλα,  να επικεντρωθούμε στον εκσυγχρονισμό της «δομής» της ΠΕΣΕΔΕ. Ο κόσμος μας αλλάζει πλέον με ταχύτατους ρυθμούς. Σύμφωνα με τους ειδικούς ζούμε την Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση και στα επόμενα χρόνια αναμένονται τεράστιες αλλαγές. Πρέπει κι εμείς να «αλλάξουμε» χρησιμοποιώντας την συσσωρευμένη εμπειρία της πολυετούς δράσης της Οργάνωσής μας, διατηρώντας φυσικά  τον «χαρακτήρα» της αντιπροσωπευτικότητάς της.

Παρά τα όποια προβλήματα και τις ιδιάζουσες συνθήκες, εμείς συνεχίζουμε ακάθεκτοι, γεμάτοι διάθεση, ορμή και αποφασιστικότητα, με μοναδικό γνώμονα την προσφορά στα μέλη μας αλλά και στον Κλάδο μας γενικότερα.  

πηγή: Εργοληπτικόν Βήμα Νο_130 της ΠΕΣΕΔΕ

Διαβάστε επίσης

Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για λόγους επισκεψιμότητας και στατιστικών. Συνεχίζοντας την περιήγηση, αποδέχεστε τη χρήση αυτών των cookies Αποδοχή Περισσότερα