Η ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση από ζημιογόνες πράξεις και παραλείψεις των δικαστηρίων (με αφορμή τις αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας 799/2021 – 803/2021), Σωτήριος Ν. Μπρέγιαννος, Δικηγόρος Αθηνών παρ’ Αρείω Πάγω, Νομικός Σύμβουλος της ΠΕΣΕΔΕ

ΣΩΤΗΡΙΟΣ Ν. ΜΠΡΕΓΙΑΝΝΟΣ ΔΙΚΗΓΌΡΟΣ Αθηνών παρ’ Αρείω Πάγω NOMIKOΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ της ΠΕΣΕΔΕ

Η ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση από ζημιογόνες πράξεις και παραλείψεις των δικαστηρίων (με αφορμή τις αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας 799/2021 – 803/2021), Σωτήριος Ν. Μπρέγιαννος, Δικηγόρος Αθηνών παρ’ Αρείω Πάγω, Νομικός Σύμβουλος της  ΠΕΣΕΔΕ

ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ ΣΤΑ ΕΡΓΟΤΑΞΙΑ

πηγή: Εργοληπτικόν Βήμα Νο_125 της ΠΕΣΕΔΕ

1.Προσφάτως, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις υπ’ αριθ. 800/2021 – 803/2021 αποφάσεις της, που εκδόθηκαν σε πιλοτικές δίκες (κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3900/2010, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 του Ν. 4055/2012 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 15 παρ. 4 του Ν. 4446/2016) έθεσε το πλαίσιο της ευθύνης του Δημοσίου να αποκαθιστά την ζημία, που προκαλείται από ΄΄πράξεις, παραλείψεις ή εκτιμήσεις των δικαστικών λειτουργών΄΄, δηλαδή από τις δικαστικές αποφάσεις, και σχετικώς δέχθηκε επί λέξει τα εξής:

΄΄Το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, με το οποίο προβλέπεται ότι ΄΄Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους΄΄, και το οποίο έχει αναγάγει σε συνταγματικό κανόνα την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών, συνιστά, παράλληλα, διάταξη στην οποία θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του, που προκαλούν ζημία, παράνομες ή νόμιμες. Τούτο διότι η ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών επιτάσσει και την αποκατάσταση της ζημίας που κάποιος υφίσταται από την δράση, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, των οργάνων του Κράτους, όταν η δράση αυτή δεν είναι σύννομη ή όταν είναι μεν νόμιμη αλλά προκαλεί βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθή ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος, στον οποίο αποβλέπει η δράση αυτή, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία. Πραγματώνεται δε ο σκοπός της διατάξεως αυτής υπό την ως άνω έννοια, όταν η αποκατάσταση τέτοιας ζημίας καθίσταται δυνατή σε περίπτωση ζημιογόνου δράσεως οιουδήποτε οργάνου του Κράτους και, συνεπώς, και εκείνης των οργάνων τα οποία είναι ενταγμένα στην δικαστική λειτουργία. Αποκλεισμός της αστικής ευθύνης του Δημοσίου στην τελευταία περίπτωση δεν συνάγεται από την περί αγωγών κακοδικίας διάταξη του άρθρου 99 του Συντάγματος, με την οποία επιδιώκεται η αναζήτηση της προσωπικής ευθύνης των δικαστικών λειτουργικών μέσων ειδικού δικαστηρίου, διότι η προσωπική ευθύνη των δικαστικών λειτουργών δεν αποκλείει την ευθύνη του Δημοσίου από τις πράξεις αυτών, ως οργάνων του, όταν προκαλούν ζημία΄΄.

Ακολούθως, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κατέληξε:

΄΄Επομένως, κατά το Σύνταγμα, επιβάλλεται στον νομοθέτη να ορίζει τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες αποκαθίσταται η ζημία που προκαλείται από την δράση οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, λαμβάνοντας υπ’ όψη την φύση και την αποστολή του έργου που το Σύνταγμα αναγνωρίζει, αναθέτει και εγγυάται στα όργανα των τριών λειτουργιών του Κράτους… Η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος ….επιβάλλει στον κοινό νομοθέτη να καθορίσει την διαδικασία και τους όρους, υπό τους οποίους αποκαθίσταται περιουσιακή ζημία προκληθείσα από πράξεις, παραλείψεις ή εκτιμήσεις οργάνου της δικαστικής λειτουργίας. Επιβάλλει, ειδικότερα, την υποχρέωση να καθορίσει τους όρους, υπό τους οποίους αποκαθίσταται από το Δημόσιο ζημία προκληθείσα από τα όργανα αυτά κατά την άσκηση τόσο του δικαιοδοτικού όσο και του εν γένει δικαστικού τους έργου, στο οποίο περιλαμβάνεται και η Διοίκηση της Δικαιοσύνης, καθώς και την έκταση της αποκαθισταμένης ζημίας. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι, ελλείψει νομοθετικού πλαισίου για τον καθορισμό των όρων ή των παραλείψεων των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, της έκτασης των σχετικών αποζημιωτικών αξιώσεων και των αρμοδίων δικαστηρίων, η σχετική αξίωση δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί ούτε κατ’ ευθεία επίκληση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Επομένως, ενόσω δεν υφίσταται νομοθετικός καθορισμός των όρων αποκατάστασης της ζημίας, που προκαλείται από όργανα της δικαστικής λειτουργίας, καθώς και της αρμοδίας δικαιοδοσίας για την επίλυση των σχετικών διαφορών, η εν λόγω ζημία δεν μπορεί να αποκατασταθεί, οι δε σχετικές αξιώσεις δεν είναι δικαστικώς επιδιώξιμες…΄΄.

2.Ταυτοχρόνως, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την υπ’ αριθ. 799/2021 απόφασή της, που, επίσης, εκδόθηκε σε πιλοτική δίκη, δέχθηκε ότι κατά παγία νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, η αρχή της ευθύνης κράτους μέλους για ζημίες, που υφίστανται οι ιδιώτες λόγω παραβιάσεων του δικαίου της Ενώσεως, με τις οποίες βαρύνεται το κράτος αυτό, είναι σύμφωνη προς το σύστημα των Συνθηκών, στις οποίες στηρίζεται η Ένωση, ότι η αρχή αυτή ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις παραβιάσεων του δικαίου της Ενώσεως από κράτος μέλος, ανεξαρτήτως του ποία δημοσία αρχή διέπραξε την παραβίαση, και εφαρμόζεται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, και οσάκις η παραβίαση οφείλεται σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινομένου σε τελευταίο βαθμό, ότι η εφαρμογή της αρχής αυτής δεν επιτρέπεται να τεθή σε κίνδυνο από την έλλειψη αρμοδίου δικαστηρίου, ότι η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από παραβιάσεις του δικαίου της Ενώσεως από εθνικά δικαστήρια ελέγχεται κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, ότι η αγωγή αποζημιώσεως, που προβλέπεται από το άρθρο αυτό, εξασφαλίζει πραγματική προστασία των ιδιωτών έναντι παραβιάσεων του δικαίου της Ενώσεως από τα εθνικά δικαστήρια και ελέγχεται κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, ότι η αγωγή αποζημιώσεως, που προβλέπεται από το άρθρο αυτό, εξασφαλίζει πραγματική προστασία των ιδιωτών έναντι παραβιάσεων του δικαίου της Ενώσεως από τα εθνικά δικαστήρια και ότι αρμόδια δικαστήρια για την εκδίκαση των σχετικών αγωγών είναι τα δικαστήρια του οικείου δικαιοδοτικού κλάδου, και δη τα πολιτικά δικαστήρια, όταν η παραβίαση του δικαίου της Ενώσεως αποδίδεται σε πολιτικό δικαστήριο, και τα διοικητικά δικαστήρια, όταν η παραβίαση του δικαίου της Ενώσεως αποδίδεται σε διοικητικά δικαστήρια.

3.Με τις ανωτέρω σκέψεις και παραδοχές η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας επέτρεψε μεν την προσφυγή των πολιτών στα δικαστήρια κατά του Δημοσίου για τη αποκατάσταση ζημιών, που προκαλούνται από δικαστικές αποφάσεις εκδιδόμενες κατά παραβίαση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, αλλά απέκλεισε την προσφυγή των πολιτών στα δικαστήρια κατά του Δημοσίου για την αποκατάσταση των ζημιών, που προκαλούνται από πράξεις, παραλείψεις και εκτιμήσεις των δικαστικών οργάνων, δηλαδή από αποφάσεις των δικαστηρίων, εκδιδόμενες κατά παραβίαση του εθνικού δικαίου, μέχρις ότου ο νομοθέτης θεσπίσει σχετικές διατάξεις, μεταστρέφοντας πλήρως την παγία μέχρι τώρα νομολογία του και την παγία νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων της χώρας, σύμφωνα με την οποία για την αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις ή παραλείψεις των δικαστικών λειτουργών εφαρμόζονται αναλογικώς οι διατάξεις του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος περί της ευθύνης του Δημοσίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του (ΣτΕ ΟΛ 1501/2014, ΣτΕεκπτ. 1330/2016, ΣτΕεπτ. 3783/2014, ΣτΕ 2557/2019, ΣτΕ 1533/2018, ΣτΕ 1607/2016 κ.ά).

 

4.Κατά την ταπεινή προσέγγιση του γράφοντος η παραπάνω στάση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας αποτελεί οπισθοδρόμηση, ακόμη και εν σχέσει προς την δική του παγία νομολογία, προδίδει συντεχνιακή προσέγγιση των πραγμάτων και ατολμία, που δεν δικαιολογείται από τις περιστάσεις, είναι αντίθετη προς θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές, είναι απολύτως αντιφατική και καταφανώς αντίθετη προς τις κρίσεις Δικαστηρίων υπερεθνικού κύρους, όπως του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Ειδικώτερα:

4.1 Συμφώνως προς θεμελιώδεις αρχές, που εκπορεύονται από τα άρθρα 4 παρ. 5 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, αυτό (το Σύνταγμα) δεν ανέχεται το μεν να μην μπορεί ένας πολίτης να ζητήσει δικαστική προστασία και να αξιώσει από τα δικαστήρια αποκατάσταση της ζημίας, που υπέστη από πράξεις ή παραλείψεις των κρατικών οργάνων, περιλαμβανομένων των δικαστηρίων, το δε να παραμένουν αναποζημίωτες ζημίες, που κάποιος υπέστη από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, περιλαμβανομένων των δικαστηρίων, μέχρις ότου ο νομοθέτης ρυθμίσει ειδικώς την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας. Συνεπώς, με τις αντίθετες κρίσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας παραβιάζονται ευθέως οι ανωτέρω συνταγματικές αρχές, τις οποίες άλλωστε το Συμβούλιο της Επικρατείας και όλα τα δικαστήρια της χώρας με πλειάδα αποφάσεών τους έχουν μέχρι τώρα υπηρετήσει.

 

4.2 Με την διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου κατοχυρώνεται το δικαίωμα παντός σε δίκαιη δίκη, που γεννά υποχρέωση του δικαστηρίου να εξετάζει και να ερευνά αποτελεσματικώς τα μέσα, τα επιχειρήματα και τις αποδείξεις των διαδίκων μερών και να δικάζει την υπόθεσή τους ΄΄δίκαια΄΄, δηλαδή χωρίς να εμφιλοχωρούν στην απόφασή του σφάλματα, που καθιστούν αυτήν άδικη (ΕΔΔΑ απόφαση της 21.3.2000 στην υπόθεση Dulaurus κατά Γαλλίας σκέψεις 33 και 34, ΕΔΔΑ απόφαση της 19.4.1994 στην υπόθεσηVande Hurk κατά Ολλανδίας σκέψη 59). Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έχει κατ’ επανάληψη κρίνει ότι στο πλαίσιο της αρχής της δίκαιης δίκης δεν μπορεί μεν να ελέγξει τα σφάλματα γεγονότων ή νόμων, που φέρεται να έχουν διαπραχθή από τα εθνικά δικαστήρια με τις αποφάσεις τους, αλλά μπορεί να προβή σε νέα αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, όταν οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων μπορούν να θεωρηθούν ως αυθαίρετες ή προδήλως παράλογες ή προδήλως εσφαλμένες ή έχουν παραβιάσει δικαιώματα και ελευθερίες, που προστατεύονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ απόφαση της 6.12.2018 στην υπόθεση Dimitar Yordanov κατά Βουλγαρίας σκέψεις 47 και 48, ΕΔΔΑ απόφαση της 25.7.2013 στην υπόθεση Khodor kovskiy και Lebedev κατά Ρωσίας σκέψεις 803 και 804, ΕΔΔΑ απόφαση της 29.11.2016 στην υπόθεση Lupin Greek Catholic Parishand Others κατά Ρουμανίας σκέψη 90).

Υπό την έννοια αυτή από την αρχή της δίκαιης δίκης εκπορεύεται το μεν πρωτογενής υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να δικάζουν με δίκαιο τρόπο τις υποθέσεις και να εκφέρουν δίκαιη κρίση, το δε δευτερογενής υποχρέωση του Κράτους να αποκαθιστά την ζημία, που προκλήθηκε σε διάδικο από δικαστική απόφαση, που δεν είναι δίκαιη, δηλαδή που είναι προϊόν αυθαιρεσίας, προδήλου σφάλματος ή παραβιάσεως δικαιωμάτων και ελευθεριών προστατευομένων από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ανθρώπου.

Η εκπλήρωση δε της εν λόγω υποχρεώσεως του Κράτους δεν ήρτηται από προηγούμενες νομοθετικές ειδικές ρυθμίσεις για την αποζημιωτική ευθύνη του Κράτους από ζημίες, που προκλήθηκαν από δικαστικές αποφάσεις, ούτε συναρτάται με την προηγουμένη θέσπιση ειδικών δικαστηρίων, αλλά γίνεται με ανάλογη εφαρμογή των γενικών ρυθμίσεων περί της αποζημιωτικής ευθύνης του Κράτους για πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του.

Ούτως, υπό το κράτος του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ δεν επιτρέπεται να παραμένουν αναποζημίωτες οι ζημίες, που υφίσταται κάποιος από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, περιλαμβανομένων των δικαστικών λειτουργών, με το πρόσχημα της μη εισέτι ρυθμίσεως από τον νομοθέτη ειδικώς της ευθύνης του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, και, συνεπώς, η Ολομέλεια του Συμβουλίου Επικρατείας, που δέχθηκε τα αντίθετα, παρεβίασε ευθέως το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και την επ’ αυτού θεμελιουμένη αρχή της δίκαιης δίκης.

 

4.3 Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως έχει κατ’ επανάληψη κρίνει ότι η αρχή της ευθύνης του Δημοσίου για ζημίες, που προκαλούνται στους ιδιώτες από παραβιάσεις δικαίου της Ενώσεως, οι οποίες του καταλογίζονται, είναι σύμφωνη προς το σύστημα των Συνθηκών, στις οποίες στηρίζεται η Ένωση, ότι σε κάθε κράτος μέλος εναπόκειται να διασφαλίζει ότι οι ιδιώτες επιτυγχάνουν αποκατάσταση της ζημίας, που τους προκαλεί η μη τήρηση του δικαίου της Ενώσεως, ανεξαρτήτως της αρχής που διέπραξε την παραβίαση αυτή και ανεξαρτήτως της δημοσίας αρχής, που βαρύνεται με την ευθύνη για την αποκατάσταση, ότι οι ζημιωθέντες έχουν δικαίωμα αποκαταστάσεως της ζημίας, που υπέστησαν από παραβίαση του δικαίου της Ενώσεως εφ’ όσον συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις (και δη ότι οι παραβιαζόμενος κανόνας δικαίου της Ενώσεως αποσκοπεί στην απονομή δικαιώματος στους ιδιώτες, ότι η προστασία του κανόνος αυτού είναι κατάφωρη και ότι υφίσταται άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της εκκρεμούσης παραβιάσεως αυτής και της ζημίας, που υπέστη ο ιδιώτης) και ότι η εφαρμογή αυτών των προϋποθέσεων για την θεμελίωση της ευθύνης των κρατών μελών για ζημίες, που προκλήθηκαν σε ιδιώτες από παραβιάσεις του δικαίου της Ενώσεως, πρέπει να ενεργείται από τα εθνικά δικαστήρια (βλ. αντί πολλών ΔΕΕ C-571/2016 απόφαση της 4.10.2018 στην   υπόθεση Nikolay Kuntarev κατά  Balgarska NarodnaBanka σκέψεις 92-95 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Περαιτέρω, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως έχει κατ’ επανάληψη αποφανθή ότι η αρχή της ευθύνης των κρατών μελών για ζημίες, που προκαλούνται στους ιδιώτες από παραβιάσεις των δικαστηρίων της Ενώσεως, ισχύει οποιοδήποτε και αν είναι το όργανο του κράτους μέλους, του οποίου η πράξη ή η παράλειψη συνιστά παραβίαση, ότι στην διεθνή έννομη τάξη, το κράτος λαμβάνεται ως ενιαίο σύνολο, ασχέτως του εάν η ζημιογόνος παραβίαση είναι καταλογιστέα στην νομοθετική, στην δικαστική ή στην εκτελεστική εξουσία και ότι, εν όψει του σημαντικού  λειτουργήματος, που επιτελεί η δικαστική εξουσία στο πλαίσιο της προστασίας των δικαιωμάτων, που έλκουν οι ιδιώτες από τους κανόνες του δικαίου της Ενώσεως, θα περιορίζετο η πλήρης  αποτελεσματικότητα αυτών των κανόνων και θα ατονούσε η προστασία των δικαστηρίων, που αυτοί αναγνωρίζουν, εάν δεν παρείχετο στους ιδιώτες η δυνατότητα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να ζητήσουν αποζημίωση, όταν θίγονται τα δικαιώματά τους λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ενώσεως καταλογιστέας σε απόφαση δικαστηρίου κράτους μέλους αποφαινομένου σε τελευταίο βαθμό(βλ. αντί πολλών ΔΕΕ C-224/2001 απόφαση της 30.9.2003 στην υπόθεση Kobler κατά Γερμανίας σκέψεις 30-33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

Υπό τις παραδοχές αυτές δεν είναι νομικώς και λογικώς επιτρεπτό να γίνεται από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας δεκτό ότι,  όταν οι ζημίες προκλήθηκαν από ενέργειες δικαστικών λειτουργών κατά παραβίαση του εθνικού δικαίου, ο ζημιωθείς να μην μπορεί να προσφύγει στα δικαστήρια και να αξιώσει την αποκατάσταση της ζημίας του  και ότι, όταν οι ζημίες προκλήθηκαν από ενέργειες δικαστικών λειτουργών κατά παραβίαση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ο ζημιωθείς να μπορεί να προσφύγει στα δικαστήρια και να αξιώσει την αποκατάσταση της ζημίας του. Η αντίφαση αυτή παραβιάζει ευθέως πλειάδα συνταγματικών αρχών (δικαστικής προστασίας, αποκαταστατικής λειτουργίας, ισότητος) και αντιβαίνει προδήλως στην κοινή λογική.

 

5.Τα επιχειρήματα, που χρησιμοποίησε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας για να δικαιολογήσει την κρίση της, είναι απολύτως έωλα και έχουν καταρριφθή από πολλών ετών. Συγκεκριμένως:

5.1.Προβάλλεται η αρχή του ουσιαστικού δεδικασμένου της δικαστικής αποφάσεως και ο κίνδυνος αμφισβητήσεως αυτής. Και είναι πράγματι αληθές ότι προς διασφάλιση της σταθερότητος του δικαίου, των εννόμων σχέσεων και της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης επιβάλλεται οι δικαστικές αποφάσεις, που έχουν καταστή αμετάκλητες, να μην μπορούν να αμφισβητηθούν μετά την εξάντληση των προβλεπόμενων ενδίκων μέσων ή μετά την εκπνοή των προθεσμιών, που έχουν ταχθή για την άσκηση αυτών των ένδικων μέσων. Όμως, η αναγνώριση της ευθύνης του Δημοσίου από απόφαση δικαστηρίου, που παράγει δεδικασμένο, δεν συνεπάγεται καθ’ εαυτή την αμφισβήτηση της ισχύος του ουσιαστικού δεδικασμένου μίας τέτοιας αποφάσεως διότι η διαδικασία, που σκοπεί στην αναγνώριση της εν λόγω ευθύνης του Δημοσίου, δεν έχει το ίδιο αντικείμενο ούτε αναγκαστικώς τους ιδίους διαδίκους με την δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση, που έχει περιβληθή την ισχύ του ουσιαστικού δεδικασμένου. Με άλλα λόγια, ο ασκών αγωγή αναγνωρίσεως της ευθύνης του Δημοσίου και αποζημιώσεως επιτυγχάνει, σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της αγωγής, να υποχρεωθή το Δημόσιο σε αποκατάσταση της ζημίας, την οποία αυτός υπέστη, και όχι την αμφισβήτηση της ισχύος του ουσιαστικού δεδικασμένου της δικαστικής αποφάσεως, που προκάλεσε την ζημία. Συνεπώς, η αρχής της ισχύος του ουσιαστικού δεδικασμένου δεν αποκλείει την αναγνώριση της αρχής της ευθύνης του Δημοσίου από απόφαση δικαστηρίου.

 

5.2. Προβάλλεται ότι η αποζημίωση ευθύνης του Δημοσίου από δικαστικές αποφάσεις πλήττει την ανεξαρτησία και το κύρος της δικαιοσύνης. Όμως, το επιχείρημα αυτό δεν είναι ορθό διότι:

(α) Η αρχή της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου δεν αφορά την προσωπική ευθύνη του δικαστή αλλά την ευθύνη του Δημοσίου από τις αποφάσεις του δικαστή, που είναι αντίθετες στον νόμο, και, συνεπώς, δεν θίγεται η ανεξαρτησία του δικαστή.

(β) Η αρχή της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου δεν αναιρεί το κύρος του δικαστηρίου, που εξέδωσε την απόφαση, και κατ’ επέκταση το κύρος της δικαιοσύνης, αλλά, τουναντίον, η δυνατότητα αποκαταστάσεως των επιζημίων συνεπειών μιας εσφαλμένης δικαστικής αποφάσεως μπορεί να θεωρηθή ως ενισχύουσα στην ποιότητα της εννόμου τάξεως και τελικώς το κύρος της δικαστικής εξουσίας και της δικαιοσύνης.

 

5.3. Προβάλλεται η έλλειψη αρμοδίου δικαιοδοτικού οργάνου (δικαστηρίου), το οποίο να επιλαμβάνεται των διαφορών περί αποκαταστάσεως των ζημιών, που προκλήθηκαν από εσφαλμένες δικαστικές αποφάσεις. Όμως, το επιχείρημα αυτό δεν είναι ορθό διότι η έννομη τάξη της χώρας είναι αρτίως οργανωμένη με δικαστήρια σε όλους τους δικαιοδοτικούς κλάδους και με σαφώς καθορισμένη την δικαιοδοσία κάθε κλάδου και την αρμοδιότητα κάθε δικαστηρίου. Αλλά και αν ακόμη υποτεθή ότι ελλείπει τέτοιο αρμόδιο δικαστήριο, η έλλειψη αυτή δεν μπορεί, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, να αναιρέσει το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας και το δικαίωμα αξιώσεως αποζημιώσεως για ζημία προκληθείσα από εσφαλμένη δικαστική απόφαση, αφού με το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος έχει οργανωθή με άψογο τρόπο η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των κρατικών οργάνων, στα οποία περιλαμβάνονται και τα δικαστήρια, και έχει σαφώς καθορισθή η δικαιοδοσία και η αρμοδιότητα των δικαστηρίων για την εκδίκαση των σχετικών διαφορών. Είναι δε επιεικώς παράδοξο να υπάρχουν αρμόδια δικαστήρια για την ευθύνη του Δημοσίου από δικαστικές αποφάσεις, που παραβίασαν το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, και να μην υπάρχουν αρμόδια δικαστήρια για την ευθύνη του Δημοσίου από δικαστικές αποφάσεις, που παραβίασαν το εθνικό δίκαιο!!!

 

6.Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας πρέπει να αρθή στο ύψος των περιστάσεων και να βρει τρόπους θεραπείας των εν λόγω παραδοξοτήτων. Διαφορετικά, πρέπει η Ελληνική Κυβέρνηση πάραυτα να ευαισθητοποιηθή και να υπερβή τις αντινομίες του Συμβουλίου της Επικρατείας και να θεσπίσει διατάξεις, που θα προβλέπουν (α) ότι για την αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των δικαστικών λειτουργών εφαρμόζονται αναλογικώς οι διατάξεις του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος και (β) ότι αρμόδια δικαστήρια για την εκδίκαση της αγωγής αποζημιώσεως από πράξεις των δικαστικών λειτουργών είναι τα δικαστήρια του οικείου δικαιοδοτικού κλάδου. Διαφορετικά θα οπισθοδρομούμε και άναυδοι θα παρακολουθούμε τις εξελίξεις ολισθαίνοντας στον δρόμο της νομικής βαρβαρότητος και του νομικού σκοταδισμού.

Διαβάστε επίσης

Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για λόγους επισκεψιμότητας και στατιστικών. Συνεχίζοντας την περιήγηση, αποδέχεστε τη χρήση αυτών των cookies Αποδοχή Περισσότερα