Ευάγγελος Μυτιληναίος, ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ GROUP A.E. : Η απολιγνιτοποίηση δημιουργεί ένα νέο status quo για την ενεργειακή αγορά της Ελλάδας

πηγή: Εργοληπτικόν Βήμα Νο_123 της ΠΕΣΕΔΕ

Ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του Ομίλου ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ, κ. Ευάγγελος Μυτιληναίος, με άρθρο του στο Εργοληπτικόν Βήμα αναφέρεται στις προκλήσεις με τις οποίες θα έρθει αντιμέτωπη η χώρα στην πορεία προς μία οικονομία αποσυνδεδεμένη από το λιγνίτη αλλά και στα απαραίτητα βήματα για τη μετάβαση σε μία πιο «πράσινη» αγορά ενέργειας.

Ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του Ομίλου ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ, κ. Ευάγγελος Μυτιληναίος

Το Δεκέμβριο του 2019, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, κεντρικός στόχος της οποίας είναι, έως το 2050, να καταστεί η Ευρώπη η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος. Η εγκατάλειψη της χρήσης του άνθρακα, πάνω στην οποία βασίστηκε η Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα το 1951, σηματοδοτεί μια νέα εποχή για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη μετάβαση των χωρών της προς μια οικονομία μηδενικού αποτυπώματος άνθρακα. Η μετάβαση αυτή παρουσιάζει μια σειρά από σημαντικές προκλήσεις που θα χρειαστεί να ξεπεραστούν με τρόπο αποτελεσματικό αλλά και δίκαιο προκειμένου καμία χώρα να μην μείνει στο περιθώριο. Για την Ελλάδα και ιδιαίτερα για τις περιοχές εξόρυξης λιγνίτη, η μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή ισοδυναμεί με μία πρωτόγνωρη και ολική αποσύνδεση από το οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο, μέσα στο οποίο έχουν ανδρωθεί ολόκληρες γενιές, για πολλές δεκαετίες. Η επιτυχία αυτού του εγχειρήματος βασίζεται στην αναγνώριση εκείνων των παραγόντων που είναι απαραίτητοι για να συνθέσουν τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται.

Η απόσυρση του λιγνίτη επιβάλει την αντικατάστασή του από νέες πηγές ενέργειας, φιλικότερες προς το περιβάλλον και οι οποίες μπορούν να συμβάλουν στην ενεργειακή ασφάλεια της χώρας. Ταυτόχρονα με την ανάπτυξη των ΑΠΕ, ο ρόλος που καλείται να παίξει το φυσικό αέριο γίνεται καθοριστικός όχι μόνο για τις λιγνιτικές περιοχές κυρίως για την ασφάλεια του ενεργειακού συστήματος της χώρας αλλά και τη διατήρηση του ενεργειακού κόστους για τους καταναλωτές σε αποδεκτά επίπεδα.

Έπειτα, η μετάβαση στη μεταλιγνιτική περιοχή οφείλει να είναι απαλλαγμένη από τις νοοτροπίες και τα κακώς κείμενα του παρελθόντος. Μια δίκαιη και επιτυχημένη μετάβαση θα πρέπει να πραγματοποιηθεί χωρίς τα προνόμια, τις αποκλειστικότητες και τις διακρίσεις, που αποτέλεσαν πάγια πρακτική για πολλά έτη, διαιωνίζοντας έτσι καταστάσεις που ταλάνισαν την Ελλάδα επί μακρόν. Παράλληλα, ο εξωραϊσμός της υφιστάμενης κατάστασης λχ παρουσιάζοντας τις ευκαιρίες ως ισοδύναμες των προκλήσεων δεν είναι ωφέλιμος: δεν είναι εφικτό ούτε ρεαλιστικό να οραματίζεται κανείς την επανακατάρτιση όλων των εργαζομένων στα λιγνιτωρυχεία και τις εργοληπτικές επιχειρήσεις ώστε να μετατραπούν σε ειδήμονες στις νέες ψηφιακές τεχνολογίες ή να υπόσχεται κανείς ότι οι θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν άμεσα ή έμμεσα από την ανάπτυξη ΑΠΕ στην περιοχή θα υπερκαλύψουν την απώλεια θέσεων απασχόλησης από το κλείσιμο των ορυχείων. Αντίστοιχα όμως, μια υπέρμετρη δραματοποίηση της επικείμενης μετάβασης παρουσιάζοντάς την ως αδύνατη και ολοσχερώς καταστροφική, δεν ωφελεί σε τίποτα, ούτε απεικονίζει την πραγματικότητα: άλλωστε υπάρχουν κάποια θετικά διεθνή και ευρωπαϊκά παραδείγματα.

Η πορεία που έχει ήδη διαγράψει η ΕΕ (και κατ’ επέκταση η Ελλάδα) και η οποία διαφαίνεται στις νομοθετικές και ρυθμιστικές πρωτοβουλίες, που ανακοινώνονται, είναι άνευ επιστροφής και είναι πια ξεκάθαρο πως ο λιγνίτης δεν περιλαμβάνεται σε αυτή. Στο πλαίσιο αυτό, είναι ιδιαίτερα κρίσιμος ο σχεδιασμός και η υλοποίηση του Σχεδίου Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης, ο ρόλος του ΥΠΕΝ και των συναρμόδιων αρχών οι οποίες θα πρέπει να συνεργαστούν στενά με την ιδιωτική πρωτοβουλία, προκρίνοντας αληθινές, οικονομικά βιώσιμες και με σοβαρή προστιθέμενη αξία δράσεις για τις περιοχές και τη χώρα. Εκτός όμως από τη μεταλιγνιτική περίοδο για τις εν λόγω περιοχές, η απεξάρτηση από το λιγνίτη διαμορφώνει ένα νέο status quo για την ενεργειακή αγορά της Ελλάδας γενικότερα. Στο νέο πλαίσιο που διαμορφώνεται, η ασφάλεια εφοδιασμού, η απαραίτητη πρόσβαση σε ανταγωνιστική ενέργεια, ιδίως για την εγχώρια ενεργοβόρο βιομηχανία, η λειτουργία των ίδιων των ενεργειακών αγορών οδεύουν σταδιακά προς μια νέα πραγματικότητα, η οποία θα γίνει ακόμα πιο ορατή και απτή προς τα μέσα της τρέχουσας δεκαετίας. Η ομαλή μετάβαση στις νέες αυτές συνθήκες απαιτεί την σταδιακή προσαρμογή όλων των συμμετεχόντων και των εμπλεκόμενων μερών, που σχετίζονται με την παραγωγή, την προμήθεια ή την κατανάλωση ενέργειας, αλλά απαιτεί και την προώθηση νέων καινοτόμων προτάσεων και λύσεων για τη στήριξη ιδίως των ευάλωτων καταναλωτών και της βιομηχανίας εντάσεως ενέργειας, η οποία αναπόφευκτα θα στρέφεται ολοένα και περισσότερο στις «πράσινες» τεχνολογίες.

Διαβάστε επίσης

Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για λόγους επισκεψιμότητας και στατιστικών. Συνεχίζοντας την περιήγηση, αποδέχεστε τη χρήση αυτών των cookies Αποδοχή Περισσότερα